Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου
Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος
ΕΝΘΕΤΟ «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ & ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ», 23/11/2003
Μερικές φορές το αίσθημα της ποιμαντικής μας ευθύνης έναντι του Ορθοδόξου πληρώματος της Εκκλησίας μας, αλλά και η ανάγκη προάσπισης και προβολής της αλήθειας, μας κάνει σκληρούς και επικριτικούς. Στ' αλήθεια, όμως, δε μπορεί να γίνει διαφορετικά όταν πρόκειται για την προστασία των απλών ανθρώπων, του πιστού λαού του Θεού που συχνά μένει έκθετος στα χέρια αδίστακτων εμπόρων της πίστεως και της Εκκλησίας που λυμαίνονται το Σώμα του Χριστού.
Αφορμή για την πιο πάνω εισαγωγή στάθηκε η υπόθεση ενός «Μοναστηριού» που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και, κατά τη διάρκεια της εβδομάδος που πέρασε, απασχόλησε τα Μ.Μ.Ε., όταν ρασοφόροι εκπρόσωποί του διέσυραν κάθε έννοια πνευματικότητος, ηθικής τάξης και ιεροπρέπειας, διαπληκτιζόμενοι στον αέρα με πιστούς, θύματα προφανώς του «πνευματικού - μοναστηριακού» τους έργου. Σίγουρα ήταν τραγική η εικόνα που ο Ελληνικός λαός είχε μπροστά του, σίγουρα ο σκανδαλισμός των απληροφόρητων ήταν μεγάλος, βλέποντας τους ανθρώπους αυτούς να δημοσιοποιούν, με τραγικό τρόπο, τα πάθη και τις αδυναμίες τους, παρουσιάζοντας την εικόνα μιας πλασματικής «Εκκλησίας», μιας ψευδεπίγραφης και ανύπαρκτης «Εκκλησίας» που δεν είναι τίποτα άλλο από το χωνευτήρι κάθε λογής ανυπότακτων, καθηρημένων, προβληματικών πρώην μελών της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Δυστυχώς, στη πατρίδα μας, υπό την ανοχή της Πολιτείας, κυκλοφορούν πολλοί ρασοφόροι χωρίς να είναι κανονικοί Μοναχοί ή Κληρικοί. Ανεγείρονται πολλοί «Ναοί», αλλά δεν είναι κανονικοί Ναοί, χτίζονται πολλά «Μοναστήρια» χωρίς να είναι κανονικά Μοναστήρια, χώροι δηλ. Ορθοδόξου πνευματικότητος, ιατρεία αγάπης και προσφοράς, τόποι ησυχίας και προσευχής. Στην πατρίδα μας πολλοί πιστοί παρασύρονται από τους φωνασκούντες και θορυβούντες φανατικούς, «ταλιμπανίζοντες περιθωριακούς», που προσπαθούν ν' αποκτήσουν οπαδούς προκειμένου να ικανοποιήσουν την αρρωστημένη αρχομανία τους και να συγκαλύψουν το με μαεστρία κρυμμένο προσωπείο του προβατόσχημου λύκου το οποίο φέρουν. Αυτοί οι άνθρωποι, φανερά επικίνδυνοι, αφού λυμαίνονται, τις περισσότερες φορές, τις περιουσίες των αφελών, αλλά κυρίως καταστρέφουν τις ψυχές όσων έχουν την ατυχή έμπνευση να τους πλησιάσουν, διαλύουν τις ανυπεράσπιστες Ελληνικές οικογένειες, παρασύροντας τα παιδιά τους σ' έναν αρρωστημένο και επικίνδυνο «Μοναχισμό», πρέπει ν' αντιμετωπιστούν άμεσα από την Πολιτεία. Πρέπει να διερευνηθούν οι οικονομικοί τους πόροι, οι δραστηριότητές τους, μέσα αλλά και έξω από τα «Μοναστήρια» τους, να διερευνηθούν οι επαφές και οι σχέσεις τους με ύποπτα κέντρα του εξωτερικού που απεργάζονται το κακό του Ελληνικού λαού και εποφθαλμιούν την εθνική μας ανεξαρτησία. Και αυτό οφείλει να το πράξει η Πολιτεία γιατί δρουν ανεξέλεγκτα, δεν υπόκεινται σε καμία σοβαρή και στιβαρή Εκκλησιαστική αρχή, δε υπακούουν σε Εκκλησιαστικούς νόμους και κανόνες, αλλά αυθαιρετούν επενδύοντας στον ψεύτικο μανδύα του ρασοφόρου, τον οποίο, τις περισσότερες φορές, μόνοι τους απέκτησαν και παρανόμως φέρουν.
Αλλά και η Κανονική Εκκλησίας μας έχει τη δική της ευθύνη. Οι Ιεράρχες μας και οι εφημέριοι των χωριών και των πόλεων οφείλουν να ενημερώνουν τους πιστούς για την επικίνδυνη δράση αυτών των ψευδεπίγραφων κέντρων. Ο λαός μας σήμερα διψά για το Μοναχισμό, διψά για την Ορθόδοξη πνευματικότητα και την αναζητά όπου είναι δυνατόν, μακριά από τις πόλεις και τα θορυβώδη αστικά κέντρα, χωρίς να γνωρίζει ότι συχνά πέφτει θύμα των διαφόρων επιτηδείων. Η κανονική Εκκλησία έχει χρέος να κάνει το παν για να ξεδιψάσει το λαό του Θεού, αλλά κυρίως να τον προστατεύσει από τα νύχια του διαβόλου ο οποίος, όπως αναφέρει και το Γεροντικό, συχνά ενδύεται το ράσο του Παπά και του Μοναχού για να παρασύρει τους ανθρώπους στην απώλεια. Ο διάβολος αγρυπνεί και εργάζεται για την καταστροφή και την απώλεια των ψυχών, εμείς οφείλουμε να αγρυπνούμε και να εργαζόμαστε για τη σωτηρία τους, μη φειδόμενοι κόπων, πόνων, θλίψεων, συκοφαντιών, στερήσεων και απογοητεύσεων.
Αλλά και ο λαός μας πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός όταν πρόκειται να προσεγγίσει έναν ιερωμένο ή όταν προσεγγίζεται από αυτόν. Αν είναι δυνατόν να ζητά εχέγγυα της γνησιότητας και της κανονικότητάς του, πριν αναπτύξει οποιαδήποτε πνευματική σχέση μαζί του. Η αναφορά στο όνομα του κανονικού Επισκόπου, η πιστοποίηση της Μητροπόλεως, της ενορίας ή της Μονής στην οποία ανήκει ή ακόμα και αυτή η επίδειξη του κανονικού χειροτονητηρίου γράμματος είναι μερικά από τα εχέγγυα αυτά. Δυστυχώς, εκεί φτάσαμε, αλλά προκειμένου να διαφυλάξουμε τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα της Εκκλησιαστικής μας ζωής, πρέπει να πράξουμε παν το ανθρωπίνως δυνατόν.