Πρωτοπρ. Κυριακού Τσουρού
Γραμματέως της Σ. Ε. επί των αιρέσεων
Περισσότερες Πληροφορίες: http://www.egolpion.com/palaios_neoteros_protestantismos.el.aspx#ixzz3GzpIIrsB
1. Γενικά
Στην εκκλησιαστική γλώσσα, αίρεση σημαίνει κάθε απόκλιση από την Χριστιανική Αλήθεια, κάθε διαφοροποίηση στην πίστη από την ιστορική Εκκλησία τού Χριστού, δηλαδή την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για αιρέσεις εννοούμε διδασκαλίες ή οργανωμένες ομάδες ανθρώπων, που κινούνται μεν εντός του χριστιανικού χώρου, όμως δεν ταυτίζονται με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός στην πίστη, στην λατρεία και στο πολίτευμα. Οι περισσότερες άπ' αυτές πιστεύουν στον Ιησούν Χριστόν ή τουλάχιστον κινούνται γύρω άπ' Αυτόν και αποδέχονται ή χρησιμοποιούν την Αγία Γραφή, ως βασική πηγή της πίστης τους. Μερικές όμως έχουν απωλέσει τον χριστιανικό χαρακτήρα, όπως θα δούμε και πιο κάτω.
Αυτές τις χριστιανικές αιρέσεις δεν πρέπει να τις συγχέουμε με τις παραθρησκευτικές ομάδες της "Νέας Εποχής". Αυτές οι τελευταίες εντάσσονται στο φαινόμενο της παραθρησκείας, όπως αυτή άρχισε να αναπτύσσεται διεθνώς, κυρίως στην δεκαετία του 1970. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για διδασκαλίες, ή συγκροτημένες ομάδες και οργανώσεις που δεν εντάσσονται στον χριστιανικό χώρο, ακόμη και όταν χρησιμοποιούν χριστιανική ορολογία δεν πιστεύουν στον Χριστό, ακόμη και όταν χρησιμοποιούν τον όρο "χριστός" και συνήθως δεν ανήκουν στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Επί πλέον χαρακτηρίζονται για τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα τους και την επικίνδυνη πολλές φορές, ή και εγκληματική δραστηριότητά τους. Γι' αυτό και θεωρούνται ως παραθρησκευτικές οργανώσεις (σέκτες). Δεν πρόκειται δηλαδή, για «γνωστή θρησκεία», όπως αυτή ορίζεται από το Ελληνικό Σύνταγμα. Οι ομάδες αυτές έχουν ακόμη έντονο συγκρητιστικό χαρακτήρα και αναμιγνύουν χριστιανικές, εξωχριστιανικές, αποκρυφιστικές και άπω-ανατολικές δοξασίες, εντάσσονται δε στο γνωστό ρεύμα της «Νέας Εποχής».
Ας έλθουμε όμως στο ειδικό θέμα που μας απασχολεί εδώ: στις προτεσταντικές αιρέσεις.
1. Σύντομα ιστορικά στοιχεία
Πρωτίστως, θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε σε μερικά ιστορικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν το σκηνικό της γεννήσεως και αναπτύξεως του προτεσταντικού κινήματος γενικώς, από το όποιο προήλθαν όλες οι μεταγενέστερες και οι σημερινές πολυώνυμες και πολυάριθμες προτεσταντικές αιρέσεις. Με τον όρο Προτεσταντισμός ή Διαμαρτύρηση χαρακτηρίζομε το θρησκευτικό κίνημα που δημιουργήθηκε στην Ευρώπη τον ΙΣΤ' αιώνα. Μία από τις κυριώτερες αιτίες της αναπτύξεως του υπήρξε η παρακμή που δοκίμαζε ο Παπισμός και η επιθυμία για μια ανανέωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ώστε να εξαλειφθεί η διαφθορά που εμφανιζόταν στις τάξεις κληρικών της.
Το κίνημα αυτό της θρησκευτικής μεταρρύθμισης είχε ήδη ξεκινήσει στην Δύση από τον ΙΔ' αιώνα, με κύριους εκπροσώπους τον Τζόν Γουίκλιφ (1320-1384), τον Παν Χους (1369-1415) και τον Ιερώνυμο Σαβοναρόλα (1458-1498). Το κίνημα αυτό ονομάστηκε γενικώς Μεταρρύθμιση.
Τον ΙΣΤ' όμως αιώνα η επιθυμία για την αναγέννηση της Εκκλησίας στη Δύση έλαβε τεράστιες διαστάσεις, οι οποίες οδήγησαν τελικά στη διαίρεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και στην απόσχιση μεγάλων τμημάτων της από τη Ρώμη, τα οποία διαμαρτυρόμενα σχημάτισαν νέες θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες αυτοαποκαλέστηκαν Διαμαρτυρόμενοι - Προτεστάντες και εν συνεχεία μεταρρυθμιστικές ή ευαγγελικές.
Η μεταρρυθμιστική αυτή κίνηση ολοκληρώθηκε και εδραιώθηκε από τους μεγάλους μεταρρυθμιστές του ΙΣΤ' αιώνα, τον Μαρτίνο Λούθηρο, στη Βυττεμβέργη (1483-1546), τον Ούλριχ Σβίγγλιο, στη Ζυρίχη (1484-1531) και τον Ιωάννη Καλβίνο στην Γενεύη (1509-1564). Έτσι δημιουργήθηκαν αρχικά τρεις μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες η ομολογίες: η Λουθηρανική, η Μεταρρυμιστική και η Πρεσβυτερική ή Ευαγγελική.
Πρώτος ο Λούθηρος, που ήταν μοναχός και ηγούμενος στο τάγμα των Αυγουστινιανών και καθηγητής της Θεολογίας στη Βυττεμβέργη, ήλθε σε σφοδρή αντιπαράθεση με τη Ρώμη, όταν ο δομινικανός μοναχός Γιόχαν Τέτσελ, έφθασε στη Βυττεμβέργη διαθέτοντας συγχωροχάρτια για την χρηματοδότηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ο Λούθηρος, διαμαρτυρόμενος γι' αυτό, θυροκόλλησε τότε στην είσοδο της εκκλησίας της πόλης τις γνωστές 95 θέσεις του, οι οποίες απετέλεσαν το πρώτο κείμενο της Μεταρρύθμισης. Ο Λούθηρος, αντιδρώντας στα συγχωροχάρτια και πολεμώντας εσφαλμένες θέσεις του Ρωμαιοκαθολικισμού, διακήρυξε την ακραία θέση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στη σωτηρία και με τα καλά έργα, αλλά μόνο με την θεία Χάρη και την πίστη, και ότι σ' αυτή την διαδικασία δεν έχουν καμμιά θέση και αξία τα συγχωροχάρτια. Τότε κινήθηκε εναντίον του η διαδικασία της Ιεράς Εξέτασης και το 1521 αφορίστηκε από τον Πάπα. Η ρήξη έγινε τελική και αγεφύρωτη. Ακολούθησαν οι άλλες Προτεσταντικές κινήσεις του Καλβίνου και του Σβίγγλιου.
Όμως το πρόβλημα δεν σταμάτησε εκεί. Το 1547 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Η' θέλησε να διαζευχθεί την σύζυγο του Αικατερίνη της Αραγονίας και να νυμφευθεί άλλη. Επειδή ο Πάπας δεν συγκατένευσε στην επιθυμία του αυτή ο Ερρίκος ανακήρυξε τον εαυτό του κεφαλή της Εκκλησίας στην Αγγλία και αποσχίσθηκε από την Ρώμη. Έτσι δημιουργήθηκε η Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία στη συνέχεια διαιρέθηκε σε τρεις τάσεις: την «Υψηλή Εκκλησία», την «Ταπεινή Εκκλησία» και την «Ευρεία η Μέση Εκκλησία». Στην τελευταία αυτή τάση παρουσιάζονται και τα μεγαλύτερα προβλήματα με την χειροτονία γυναικών, την τέλεση γάμων ομοφυλοφίλων κ. α.
Όλες αυτές οι Προτεσταντικές ομολογίες μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στην Αμερική, όπου και εγνώρισαν μεγάλη εξάπλωση. Με την έλλειψη του υγειούς εκκλησιαστικού φρονήματος, που τις χαρακτήριζε, την απομάκρυνση τους από την Ιερά Πατερική Παράδοση, την άγνοια της διδασκαλίας των Ανατολικών Πατέρων της Εκκλησίας και με το διασπαστικό πνεύμα που τις διακρίνει, οδηγήθηκαν σε συνεχείς διασπάσεις, αριθμούμενες σήμερα σε εκατοντάδες.
Ως κύριο δόγμα και αξίωμά τους υιοθέτησαν το σύνθημα sola scriptura, υποκαθιστώντας έτσι την αυθεντία και το κύρος της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, δηλαδή ως της μόνης που έχει την αυθεντία και επί της Αγίας Γραφής αφού μόνη η Εκκλησία είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15). Αυτή είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», κατά την εύστοχη έκφραση του Ι. Αυγουστίνου. Αυτή κατέγραψε την Αγία Γραφή, καθώρισε τους κανόνες των βιβλίων της και Αυτή ερμηνεύει αλαθήτως την Αγία Γραφή.
Επομένως, με την θέση sola scriptura απορρίπτεται η Ιερά Παράδοση και η πολύτιμη συμβολή των Πνευματοφόρων Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Ουσιαστικά, απορρίπτεται η ίδια η Εκκλησία, ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας». Έτσι, η αλάνθαστη ερμηνεία της Αγίας Γραφής αναλαμβάνεται από μεμονωμένα άτομα νεωτέρων θεολόγων και εκφραστών του προτεσταντικού χώρου, τα οποία ανακηρύσσονται με τον τρόπο αυτό σε νέους και αναρίθμητους προτεστάντες «πάπες», που διεκδικούν το αλάθητο, ο καθένας για τον εαυτό του.
Τέλος, οι περισσότερες προτεσταντικές αιρέσεις απέρριψαν όλα σχεδόν τα μυστήρια, πλην του Βαπτίσματος, και μερικές και της Θείας Ευχαριστίας, ως απλού όμως συμβολισμού ή αναμνηστικής τελετής. Άλλες έχουν απωλέσει ακόμη και αυτό τον χριστιανικό χαρακτήρα τους, αφού είναι αντιτριαδικές. Επομένως, δεν έχουν καμιά σχέση και σύνδεση με την ιστορική Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, που ίδρυσε ο Χριστός.
3. Οι νεοπροτεσταντικές αιρέσεις
Από τις προτεσταντικές αυτές ομάδες της Αμερικής κυρίως προήλθαν και οι νεοπροτεσταντικές αιρετικές ομάδες που δραστηριοποιούνται σήμερα προσηλυτιστικά διεθνώς και στην Πατρίδα μας. Στην Ελλάδα αριθμούν περί τις 100 ομάδες και υποδιαιρούνται σε Ελεύθερες Εκκλησίες, Πεντηκοστιανές και Νεοπεντηκοστιανές, Θεραπευτές, Χαρισματικούς, Υπερδογματικούς, Εσχατολογικές ομάδες κ. α. Από τις τελευταίες αυτές, προήλθαν και εκείνες που έχουν απωλέσει πλήρως τον χριστιανικό χαρακτήρα τους (ασχέτως με το τι υποστηρίζουν οι ίδιες), είτε διότι αρνούνται την Θεότητα του Χριστού, την πίστη στην Αγία Τριάδα και την ύπαρξη της ψυχής (όπως είναι π.χ. οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά"), είτε διότι αμφισβητούν την μοναδικότητα της Αγίας Γραφής, ως του μόνου φορέως της εν Χριστώ Ιησού Θείας Αποκαλύψεως, (όπως είναι οι Μορμόνοι ή Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών), και άλλες που διαφοροποιούνται ριζικά από την χριστιανική πίστη, όπως είναι, οι Αντβεντιστές (ή Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας), οι Μελετητές της Βίβλου, οι Ευαγγελιστές, η Παγκόσμια Εκκλησία του Θεού (όσοι παραμένουν πιστοί στον Armstrong), η Χριστιανική Επιστήμη κ. α. Όλες αυτές οι αντιτριαδικές ομάδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως χριστιανικές αιρέσεις, γι' αυτό τις προσδιορίζομε ως παραχριστιανικές ομάδες.
Μεταξύ των έντονα δραστηριοποιουμένων στην Ελλάδα νεοπροτεσταντικών ομάδων και με μεγαλύτερα ποσοστά προσηλυτισμένων, είναι οι Πεντηκοστιανοί και οι Νεοπεντηκοστιανοί, οι οποίοι εμφανίζονται με πολλούς και διαφορετικούς τίτλους, καίτοι σε γενικές γραμμές συμπίπτουν μεταξύ τους στην διδασκαλία και στα χαρακτηριστικά.
4. Τα χαρακτηριστικά τους
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούμε εν συντομία και επιγραμματικά, στα κύρια χαρακτηριστικά των νεοπροτεσταντικών και των πραχριστιανικών αιρέσεων.
Οι χριστιανικές αιρέσεις είναι, όπως είπαμε, ομάδες με πολλές και σοβαρές αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις από την Ευαγγελική Αλήθεια. Πρόκειται συνήθως για διδασκαλίες ή οργανωμένες ομάδες που πιστεύουν στον Ιησούν Χριστόν, ή τουλάχιστον ομιλούν γι' Αυτόν. Είναι δηλαδή ομάδες που κινούνται μέσα σε χριστιανικά ή παραχριστιανικά πλαίσια. Αναφερθήκαμε ήδη και σε μερικές παραχριστιανικές ομάδες, που έχουν απωλέσει κάθε χριστιανικό χαρακτηριστικό στο «δόγμα» τους η στο πολίτευμα τους και κατ' επίφαση μόνον αποκαλούνται χριστιανικές.
Κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών των ομάδων είναι ακόμη η μικρή ιστορική πορεία τους, που δεν έχει καμία σχέση και σύνδεση με την ιστορική Εκκλησία που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός, ούτε στην πίστη, ούτε στην λατρεία, πολύ περισσότερο στην «αποστολική διαδοχή». Η ιστορία τους ξεκινά αυθαίρετα και ξαφνικά, μόλις μερικές δεκαετίες πριν, όπως, φερειπείν, των Ελλήνων Νεοπεντηκοστιανών στη δεκαετία του 1960 και άλλων στη δεκαετία του 1920. Άλλες ομάδες έχουν ζωή 100 ή το πολύ 135 ετών, όπως η εταιρία «Σκοπιά» των «Μαρτύρων του Ιεχωβά».
Όλες αυτές οι ομάδες, η κάθε μια για τον εαυτό της, υποστηρίζουν ότι είναι η αληθινή και γνήσια Εκκλησία του Χριστού. Όμως, δεν είναι δυνατό να υπάρχουν πολλές «εκκλησίες». Η Εκκλησία του Χριστού είναι Μία και Αδιαίρετη. Ιδρύθηκε από τον Ίδιο τον Ιησούν Χριστόν και συνεχίζει αδιάκοπα να υπάρχει, να διδάσκει και να αγιάζει τους πιστούς επί 2000 χρόνια. Είναι το Ένα και Μοναδικό Σώμα του Χριστού, όπως Μία και Μοναδική είναι η Κεφαλή Της, ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Δεν μπορούν λοιπόν να υπάρχουν μαζί Της και κοντά Tης και άλλες «εκκλησίες».
Και τίθεται εδώ το αμείλικτο για τις αιρετικές ομάδες ερώτημα: Αν όλες αυτές είναι πράγματι, όπως υποστηρίζουν η κάθε μια για τον εαυτό της, η Αληθινή Εκκλησία του Χριστού, τότε που ήταν πριν 200, 500, 1000, 1500 ή 1800 χρόνια; Πως συνδέονται με την αρχέγονη Αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός; Εάν κάποια άπ' αυτές τις νεοφανείς χριστιανικές αιρέσεις ή τις παραχριστιανικές ομάδες είναι, όπως υποστηρίζουν, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, πως θα δικαιολογήσει αυτό το μεγάλο χάσμα των 19 ή 17 αιώνων που την χωρίζει από την πρώτη Εκκλησία, αφού όλες αυτές εμφανίσθηκαν μόλις τα τελευταία 150 χρόνια;
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των νεοφανών αυτών προτεσταντικών και νεο-προτεσταντικών ομάδων είναι οι φονταμενταλιστικές διδασκαλίες τους, η σκληρή συμπεριφορά τους προς τους έξω από την ομάδα και η αυστηρότητα (σκληρότητα) στην πειθαρχία των οπαδών τους, η οποία ενίοτε παίρνει τον χαρακτήρα απειλής και τρομοκρατίας. Επίσης χαρακτηρίζονται για τις έντονες εσχατολογικές διδασκαλίες τους και τις δήθεν προφητικές προβλέψεις τους, για τις οποίες συνεχώς διαψεύδονται. Οι συνεχείς αναγγελίες τον τέλους του κόσμου («συστήματος», κατά τους Χιλιαστές) και η απειλή του Αντίχριστου ή η υπόσχεση της λεγομένης «αρπαγής» (κατά τους Πεντηκοστιανούς), ολοκληρώνουν την μέθοδο του εκφοβισμού και της καταπίεσης της ανθρώπινης προσωπικότητας και της στέρησης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οπαδών τους. Και είναι αυτές ακριβώς οι ομάδες που, όταν καταγγελθούν, διαμαρτύρονται ότι καταπατούνται τάχα τα ανθρώπινα δικαιώματα τους και η θρησκευτική ελευθερία τους.
5. Η Αληθινή Εκκλησία
Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, δεν πλανάται, όσο κι αν μερικά από τα μέλη της μπορεί να αμαρτάνουν προσωπικά, γιατί έχει το Πνεύμα το Άγιο, το Όποιο την συνέχει και την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν». Είναι, εξάλλου, Εκείνη, η οποία κατάρτισε τον Κανόνα της Αγίας Γραφής -που και οι ίδιοι οι αιρετικοί εν αγνοία τους αποδέχονται- και μόνον Αυτή μπορεί να ερμηνεύει σωστά την Αλήθεια εγγυόμενη την σωτηρία σε κάθε άνθρωπο. Όμως αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Πολλές άπ' αυτές τις αιρέσεις τολμούν να υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός έπαψε κάποτε να υπάρχει η έπεσε σε πλάνη και αποστασία και ανασυγκροτήθηκε ορατώς τώρα στους έσχατους καιρούς, σ' αυτούς. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη βλασφημία άπ' αυτή προς το πρόσωπο του Χριστού, ο Οποίος είπε για τον εαυτό Του: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή»; (Ιωάν. ιδ' 6). Πως είναι δυνατόν για έναν λεγόμενο Χριστιανό να υποστηρίζει ότι δεν ίσχυσαν κατά γράμμα και απολύτως οι προφητικοί λόγοι του Χριστού για την αιώνια και αλάθητη πορεία της Εκκλησίας Του; Ο Κύριος δεν είπε ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ' 18), ότι «ιδού εγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. κη' 20) και ότι: «όταν έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιστ' 13); Πως είναι δυνατόν η ιστορική Εκκλησία, που ιδρύθηκε από τον Ίδιο τον Χριστό και καθοδηγείται, κατά τους αδιάψευστους λόγους Του από το Άγιο Πνεύμα, να πέσει σε πλάνη και αποστασία;
«Η Εκκλησία δεν μπορεί να γνωρίζει χάσματα και διακοπές ούτε στην πίστη ούτε στην οργάνωση ούτε και στη ζωή. Το αληθινό χάρισμα της Εκκλησίας είναι η συνέχιση της αποστολικότητος και στα τρία αυτά σημεία.....στην αποστολική διδαχή, στην αποστολική διαδοχή και στην αποστολική ζωή...»3. Κι αυτή η Εκκλησία ασφαλώς πρέπει να είναι μόνο Μία (Μοναδική), Αγία, Καθολική και Αποστολική. Και τέτοιους αδιαμφισβήτητους τίτλους και τέτοια αυτοσυνειδησία έχει μόνον η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η οποία «διαφύλαξε ανόθευτη, ολόκληρη την κληρονομιά της Αποστολικής Εκκλησίας και αποτελεί την συνέχεια της»4. Αυτή, λοιπόν, και ΜΟΝΗ είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15) κατά τον Απ. Παύλο και αυτή πρέπει να γίνει το μέτρο μέτρησης, ο κανόνας κρίσης κάθε νεοφανούς ομάδας και αίρεσης. Γι' αυτό χαρακτηρίζουμε όλες αυτές τις νεοφανείς ομάδες ως αιρέσεις, έστω χριστιανικές ή παραχριστιανικές, γιατί δεν συμφωνούν με την πίστη και την διδασκαλία της υπό του Κυρίου Ιησού Χριστοί ιδρυθείσας και θεμελιωθείσας ιστορικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να ερμηνεύει αυθεντικά την Αγία Γραφή και να διδάσκει την Αλήθεια και άρα να σώζει τον άνθρωπο.
Από την άλλη πλευρά, η Αληθινή Εκκλησία ούτε αλλοιώνει ή νοθεύει την Ευαγγελική Αλήθεια, ούτε την ερμηνεύει διαφορετικά κατά καιρούς, ούτε διακηρύσσει δόγματα και προφητείες που αργότερα αποκηρύσσονται ή διαψεύδονται. Η αληθινή και γνήσια χριστιανική Πίστη απεκαλύφθη και παρεδόθη "άπαξ τοις αγίοις" (Ιούδα, 3) και στον Θεό "δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής" (Ιακ. α 17). Επομένως, όποιος αλλοιώνει το Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Χριστός ή εισάγει νέες διδασκαλίες, δεν είναι «από Θεού» και κηρύττει «έτερον ευαγγέλιον» (Β' Κορ. ια'4) και δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι αγωγός της Αλήθειας του Θεού και ο αυθεντικός ερμηνευτής της. Όποιος ομιλεί εκ μέρους του Θεού, πάντοτε και παντού και υπό οποιεσδήποτε καταστάσεις τα ίδια πιστεύει, κηρύσσει και διδάσκει και ουδέποτε ελέγχεται ως ψευδο-προφήτης.
6. Προτεσταντικές διδασκαλίες
Από την πληθώρα των νεοπροτεσταντικών αιρέσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, θα επιλέξουμε ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, δειγματοληπτικά, από τον χώρο των Ελλήνων Νεοπεντηκοστιανών, που παρουσιάζει συνοπτικά τις κυριώτερες κακοδιδασκαλίες τους. Είναι το «πιστεύω» μιας συγκεκριμένης νεοπροτεσταντικής ομάδας, όμως αντιπροσωπεύει και εκφράζει το «πιστεύω» όλων σχεδόν των νεοπροτεσταντικών ομάδων.
α) Η ομάδα αυτή διεκδικεί για τον εαυτό της αυθαίρετα τον τίτλο της μόνης αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, καίτοι εμφανίστηκε στο προσκήνιο μόλις τη δεκαετία του 1960 και επομένως δεν έχει καμμία σχέση με την ιστορική Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός.
β) Καταφέρεται εναντίον κάθε άλλης χριστιανικής ομολογίας, ακόμη και κατά των λοιπών Πεντηκοστιανών ομάδων.
γ) Υποστηρίζει ότι n Εκκλησία (και εννοεί την Ορθόδοξη Εκκλησία) αποστάτησε δύο ή τρεις αιώνες μετά τους Αποστόλους, γι' αυτό πρέπει να χαρακτηριστεί ως «πόρνη» ή ως «θυγατέρα της Βαβυλώνας».
δ) Στην ομάδα αυτή η ειδική Ιερωσύνη απορρίπτεται. Παλαιότερα, αποδεχόταν πέντε τελετές ως δήθεν «μυστήρια». Σήμερα δηλώνει ότι δέχεται και τα επτά «μυστήρια». Βεβαίως αυτά δεν έχουν καμμία σχέση με τα πραγματικά Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά είναι απλές τελετές, μη υπάρχοντος ιερέως λειτουργού. Άλλες ομάδες αποδέχονται ένα ή δύο «μυστήρια» (Βάπτισμα και Θεία Ευχαριστία), τα οποία όμως δεν έχουν κανένα μυστηριακό χαρακτήρα, αλλά είναι άπλες τελετές. Η Θεία Ευχαριστία σ' αυτές είναι απλώς μία ανάμνηση και, βεβαίως, ούτε λόγος να γίνεται για κατ' ουσίαν Σώμα και Αίμα Χριστού, αφού διδάσκουν ότι πρόκειται μόνο για σύμβολα.
ε) Αποδέχεται το «Σύμβολο της Πίστεως», Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, καίτοι απορρίπτει τόσο τις Οικουμενικές Συνόδους, που το συνέταξαν και το κατοχύρωσαν με το κύρος τους, όσο και τους θεοφόρους Πατέρες που τις συγκρότησαν, τους φορείς δηλαδή της ειδικής Ιερωσύνης, οι οποίοι το συνέταξαν.
στ) Δίδει μεγάλη έμφαση στις λεγόμενες «εμπειρίες» και στα «χαρίσματα» και ειδικά στην υποχρεωτική για όλους «γλωσσολαλιά», και στο λεγόμενο «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος», εγκλωβίζοντας τους οπαδούς της ή προσελκύοντας νέους, με εσχατολογικές διδασκαλίες και δήθεν προφητείες (ιδιαιτέρως με τη διδασκαλία περί «αρπαγής»).
ζ) Η σωτηρία είναι στιγμιαία και αυτόματη υπόθεση και εξασφαλίζεται μόλις ο πιστός δεχθή τον Χριστό «σαν προσωπικό Σωτήρα αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες του». Δηλαδή βρισκόμαστε στη βασική θέση του Προτεσταντισμού ότι ο χριστιανός σώζεται μόνο δια της πίστεως.
η) Τέλος το «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος» είναι απαραίτητο να ακολουθήσει το βάπτισμα στο ύδωρ και είναι μια προσωπική υπόθεση, αφού ο κάθε Πεντηκοστιανός μόνος του διαπιστώνει, σε συγκεκριμένη ήμερα και ώρα, ότι έλαβε το «βάπτισμα» αυτό. Συνήθως, απόδειξη τούτου είναι η υποχρεωτική για όλους «γλωσσολαλιά». Ο νηπιοβαπτισμός απορρίπτεται.
Αν εξαιρέσει κανείς την «γλωσσολαλιά», που συναντάται σε ορισμένες μόνον από τις γνωστότερες ομάδες, οι λοιπές διδασκαλίες είναι κοινές σε όλες σχεδόν τις νεοπροτεσταντικές αιρέσεις.
Η υποχρεωτικότητα για όλους των δήθεν «εμπειριών» και ο τρόπος της μηχανικής σωτηρίας είναι διδασκαλίες ασυμβίβαστες με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και αποτελούν, άφ' ενός μεν, εκβιασμό του Αγίου Πνεύματος και, άφ' ετέρου, «πνευματικό βιασμό» των οπαδών των διαφόρων ομάδων.
7. Ορθόδοξη στάση έναντι της πλάνης
Η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, φυλάσσοντας και διδάσκοντας ανελλιπώς την Αλήθεια επί 2000 τώρα χρόνια, δεν φοβάται την πλάνη, το ψεύδος, τον έλεγχο, την αίρεση. Κηρύσσοντας την αγάπη είναι επιεικής, φιλάνθρωπος και φιλόστοργη προς όλους τους ανθρώπους και μάλιστα προς τους αμαρτωλούς και τους πλανεμένους. Δεν είναι μισαλλόδοξη, δεν καταδικάζει τον αμαρτωλό ή τον πλανεμένο, αλλά «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει» (Α' Κορ. ιγ' 8).
Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας χαράσσουν τα πλαίσια της σχέσης της και της στάσης της απέναντι στους αιρετικούς και στους πλανεμένους. Κάνει διάκριση μεταξύ της αίρεσης - πλάνης και του θύματος, της ασθένειας και του ασθενούς. Μάχεται και πολεμά την πλάνη, την ασθένεια και όχι τον πλανεμένο, τον ασθενή. Διδάσκει την Αλήθεια με σταθερότητα και βεβαιότητα, χωρίς φανατισμό και μισαλλοδοξία, και αντιμετωπίζει με πόνο και αγάπη εκείνους που πέφτουν στην σύγχυση και στην πλάνη, πολύ δε περισσότερο εκείνους που προηγουμένως άνηκαν στα δικά της πρόβατα. Άραγε φταίνε μόνον εκείνοι; ή μήπως το φως της Αλήθειας του Χριστού δεν έφθασε έγκαιρα και σωστά στις καρδιές τους; Ποιος φταίει γι' αυτό;
Η Εκκλησία μας δεν αρνείται λοιπόν τον διάλογο με τα θύματα της πλάνης, ελπίζοντας πάντοτε στην ανάνηψη τους και την επιστροφή τους. Γράφει ο καθηγητής κ. Ευάγγελος Θεοδώρου: «Ο διάλογος της αληθείας με τους ετεροδόξους πρέπει να ζωοποιήται από αγάπην και να συνεχίζεται ακόμη και εάν οι συνδιαλεγόμενοι αιρετικοί συμπεριφέρωνται ανειλικρινώς ή και κατά εχθρικόν τρόπον εναντίον των Ορθοδόξων. Πρέπει οι αιρετικοί και ετερόδοξοι να θεωρούνται ως ασθενείς, τους οποίους οι Ορθόδοξοι ως καλοί Σαμαρείτες πρέπει να αντιμετωπίζουν με στοργικήν φροντίδα»3.
Και ο ι. Χρυσόστομος, αναφερόμενος στη σχέση μας και στη συνάντηση μας με αιρετικούς, τονίζει: «Τά παρ' ημών αυτών πληρώσωμεν και χείρα αυτοίς ορέξωμεν (=τείνωμεν), μετά πολλής της επιεικείας προς αυτούς διαλεγόμενοι.... Και δει πολλής ημίν της επιεικείας και της μακροθυμίας, ώστε δυνηθήναι αυτούς εξαρπάσαι και εξαγαγείν εκ των παγίδων του διαβόλου. Είπωμεν τοίνυν προς αυτούς ανανήψατε μικρόν, διαβλέψατε προς το φως της δικαιοσύνης, εννοήσατε των ρημάτων την ακρίβειαν»4. Πρέπει πάση θυσία, διακηρύσσει ο ι. πατήρ, ο διάλογος μας με τους αιρετικούς να συνεχίζεται και να διεξάγεται με αγάπη, λεπτότητα και αβροφροσύνη ακόμη και εάν οι αιρετικοί αντιδρούν με τρόπο απαράδεκτο. «Καν υβρισθήναι δέη», γράφει, «καν πληγάς λαβείν, καν ο,τιούν έτερον υπομείναί, πάντα ποιήσωμεν, ώστε αυτούς (=τους ετεροδόξους) ανακτήσασθαι. Και γαρ λακτιζόντων των νοσούντων και υβριζόντων και λοιδορούντων ανεχόμεθα, ου δακνόμεθα ταις ύβρεσιν, άλλ' εν μόνον επιθυμούμεν ιδείν, τον τα τοιαύτα ασχημονούντος την υγίειαν. Και ιατρού πολλάκις εσθήτα διέρρηξεν ο κάμνων άλλ' ου δια τούτο απέστη εκείνος της θεραπείας»5.
Βεβαίως, ο ι. Χρυσόστομος, επισημαίνει ο κ. Καθηγητής, «ουδόλως δεχόταν, ότι ο διάλογος της αληθείας πρέπει να υποκατασταθή από τις εκδηλώσεις αγάπης. Ο διάλογος αυτός ουδόλως σημαίνει ότι θα γίνει κάποιος συγκρητιστικός συμφυρμός ορθοδόξων και αντορθοδόξων στοιχείων ή εξωτερική μηχανική συγκόλλησις των πρώην διεστώτων. Το μοναδικόν κριτήριον της δικαιώσεως τού διαλόγου είναι το "έπαναγαγείν επί το της γνώσεως φως"»6.
Αυτός πρέπει να είναι και ο δικός μας κανόνας και ο στόχος μας στους διάλογους μας με τους αιρετικούς. Σταθερότητα στην πίστη μας, καθαρός λόγος Ορθόδοξος και διαφύλαξη της ακεραιότητας της Αγιοπατερικής Παραδόσεως σε όλα. Και παράλληλα, προσπάθεια ειλικρινής να βοηθήσουμε τον πλανεμένο αδελφό μας.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να γνωρίζουμε ότι και οι αιρέσεις που πλησιάζουν τους χριστιανούς μας, προβάλλουν κι αυτές μερικές αλήθειες, που είναι όμως αποσπάσματα -τμήματα της Αλήθειας και όχι ολόκληρη η Αλήθεια. Αυτό άλλωστε σημαίνει και αίρεση, δηλαδή, όχι μόνο διαστρέβλωση της Ευαγγελικής Αλήθειας αλλά και αποσπασματική προτίμηση και απολυτοποίηση και προβολή τμημάτων της, που συμφέρουν στην ομάδα, και τα οποία στη συνέχεια προβάλλονται ως η όλη και μόνη αλήθεια. Έτσι, η αιρετική διδασκαλία περιέχει συχνά και αλήθειες, όμως όχι ολόκληρη την Αλήθεια, αλλά τμήμα της ή την Αλήθεια διαστρεβλωμένη,
Είναι λοιπόν καθήκον μας να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια είναι η Αλήθεια και ποιες είναι οι πλανεμένες και αιρετικές διδασκαλίες. Βεβαίως, αυτό προϋποθέτει και καλή γνώση της πίστεως μας και μελέτη πολλή. Αλλοιώς, όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τους πλανεμένους αδελφούς μας, αλλά κινδυνεύομε κι εμείς να εμπλακούμε στην αίρεση. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η δική μας ευθύνη.