Θα ήθελα, καταρχάς, να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη προς την Ισραηλιτική Κοινότητα Λάρισας, για την πρόσκληση που μου απηύθυνε να είμαι ο κύριος ομιλητής στη φετινή εκδήλωση Μνήμης για τα θύματα, τους Έλληνες Εβραίους μάρτυρες και ήρωες, του Ολοκαυτώματος. Αν και έχουν παρέλθει περίπου 70 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα της γενοκτονίας των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς του Γ' Ράιχ, οι μνήμες εξακολουθούν να είναι, και πρέπει να είναι, ιδιαίτερα έντονες και νωπές. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν συντείνει μονάχα η βαθιά ανθρωπιστική αλληλεγγύη προς τον εβραϊκό λαό και τα εκατομμύρια θύματά του, αλλά δυστυχώς τα ολοένα και περισσότερο διογκούμενα φαινόμενα αντισημιτισμού που επανακάμπτουν τα τελευταία χρόνια σε ολάκερη την ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά δυστυχώς και στη χώρα μας, η οποία επλήγη όσο λίγες χώρες από τα αποτελέσματα της ναζιστικής θηριωδίας. Στη σημερινή ομιλία μου θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις, κυρίως από τη σκοπιά ενός Ορθοδόξου Επισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σημειώνοντας από τη μια ορισμένες βασικές θεολογικές παραμέτρους θεώρησης του όλου ζητήματος και μεταφέροντας από την άλλη την ιστορική εμπειρία της ταπεινής Επισκοπής της Δημητριάδος, την οποία έχω την ευλογία να διακονώ αρκετά χρόνια τώρα και που, όπως όλοι γνωρίζουμε, έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής, στην προστασία των Εβραίων συμπατριωτών μας.
Πριν προχωρήσουμε, ωστόσο, είναι χρήσιμο να σημειώσουμε τα εξής: Όλοι, όσοι είμαστε παρόντες σ' αυτή την όμορφη εκδήλωση μνήμης σήμερα στην πόλη της Λάρισας, δεχόμαστε ότι το Ολοκαύτωμα είναι χωρίς αμφιβολία το γεγονός που τέμνει στα δύο την ιστορία του ταραγμένου εικοστού αιώνα και επισφραγίζει, με την αβυσσαλέα βία και θηριωδία του, τη μακραίωνη ιστορία διωγμού των Εβραίων της Ευρώπης. Με τον χιτλερικό ναζισμό, το απάνθρωπο πνεύμα του αντισημιτισμού φτάνει στο απόγειό του, καταμεσής της διαφωτισμένης και πολιτισμένης Ευρώπης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το μεγάλο μάθημα που πρέπει να συγκρατήσουμε από την τραγωδία του Ολοκαυτώματος: η θηριωδία δεν χρειάζεται απολίτιστα, πρωτόγονα και διεστραμμένα τέρατα προκειμένου να διαπραχθεί. αρκούν γι' αυτό οι «κανονικοί» άνθρωποι, οι πολιτισμένοι και μορφωμένοι, οι στοργικοί πατέρες, καλοί σύζυγοι και ευσυνείδητοι επαγγελματίες, όπως ακριβώς ήταν οι Γερμανοί ναζί, που ανήκαν μάλιστα στην πιο πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης, τη χώρα της μουσικής και της φιλοσοφίας, των κλασικών και βιβλικών σπουδών, της τέχνης και της λογοτεχνίας. Μια ανάλογη πραγματικότητα βιώνουμε σήμερα με την ραγδαία εξάπλωση παρόμοιων ρατσιστικών αντιλήψεων, οι οποίες βρίσκουν πεδίο καρποφορίας σε διάφορες περιοχές, εσχάτως και στη χώρα μας, γεγονός που μέχρι πρότινος φαινόταν αδιανόητο.
Ξεκινώντας, λοιπόν, θα ήθελα να αναφερθώ με συντομία στις ακόλουθες θεμελιώδεις παραμέτρους που εκφράζουν την ίδια την πίστη και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η θεολογία για την Εκκλησία δεν αποτελεί μια απλή διανοητική λειτουργία και ενασχόληση, αλλά πρωτίστως μια λειτουργική δοξολογία και έκφραση της εμπειρίας της θεανθρώπινης κοινωνίας, όπως αυτή βιώνεται τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινοτική ζωή των πιστών. Έχοντας ως αφετηρία αυτή τη διευκρίνιση, οφείλει κανείς να έχει κατά νου τα εξής:
α. Αφετηρία της χριστιανικής θεολογίας και της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν είναι άλλη από την αυτο-αποκάλυψη του ίδιου του Θεού. Η αυτο-αποκάλυψη αυτή λαμβάνει χώρα στην ιστορία της ανθρωπότητας στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Πρόκειται για μια φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο, χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς, που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ελεύθερης και αγαπητικής σχέσης διαλόγου και αλληλοπεριχώρησης. Η αποκάλυψη του Θεού συνιστά μια κατεξοχήν δημόσια πράξη, που φανερώνει την έγνοια του ενός Θεού για τη φροντίδα και τη σωτηρία της Δημιουργίας Του. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συνάψει τη διαθήκη Του με τον αρχαίο Ισραήλ και στη συνέχεια θα ανανεώσει τη διαθήκη αυτή στο πρόσωπο του Χριστού με ολάκερη την ανθρωπότητα, γεγονός που αναδεικνύει την καθολικότητα του χριστιανικού σωτηριώδους μηνύματος. Από τη μια μεριά οι κοινές αβρααμικές καταγωγές των Ιουδαίων και των Χριστιανών, γεγονός που αναδεικνύει τις «συγγενικές», αδελφικές, τελικά, ρίζες τους, και από την άλλη ο καθολικός χαρακτήρας της σωτηριολογικής δράσης του Θεού στην ιστορία, καθιστούν κάθε στάση ανοχής ή πολύ περισσότερο συμπόρευσης με απάνθρωπα φαινόμενα, όπως η ιδεολογία του αντισημιτισμού, εντελώς απορριπτέα. Ο Θεός «πάντας θέλει σωθήναι» και αυτό αφορά σε ολάκερη την ανθρωπότητα. Στο σχέδιο αυτό της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, η Παλαιά Διαθήκη μεταξύ Θεού και Ισραήλ, αν και ολοκληρώθηκε και πληρώθηκε με τον ερχομό του Ιησού Χριστού, δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί τη σωτηριολογική σημασία της και το ρόλο της, καθώς ο Θεός δεν ανακαλεί σε καμιά περίπτωση την πρωτοβουλία που κάποτε πήρε απέναντι στον άνθρωπο.
β. Την ίδια στιγμή, το γεγονός της Ενσάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού στην Ιστορία φανερώνει κάτι εξίσου πολύ σημαντικό. Ο Χριστός προσέλαβε ολάκερη την ανθρώπινη φύση, τον σύνολο άνθρωπο. Σε καμιά περίπτωση δεν εμποδίστηκε ή περιορίστηκε από τους περιορισμούς φύλου, φυλής, χρώματος, θρησκείας, κοινωνικής τάξης κ.λπ. αλλά με τη διδασκαλία και το έργο Του ανέδειξε τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου μακριά από στάσεις και κατανοήσεις, που αμαυρώνουν έστω και στο ελάχιστο την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Αρκεί να θυμηθούμε ενδεικτικά την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, όπου αναδεικνύεται η μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας, καθώς επίσης και η απροϋπόθετη αλληλεγγύη απέναντι στον κάθε άνθρωπο. Ο Χριστός προσέφερε στην ανθρωπότητα το ανεκτίμητο δώρο του προσωπικού τρόπου ύπαρξης, του τρόπου με τον οποίο υπάρχει ο ίδιος ο Θεός, ένας τρόπος ύπαρξης και ζωής που θεμελιώνεται στην απροϋπόθετη αγάπη και το «άνοιγμα» προς το κάθε άλλο πρόσωπο, γεγονός που καθιστά τον άνθρωπο ως το κατεξοχήν σχεσιακό ον, που δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο εάν βρίσκεται σε διαρκή ειλικρινή συνάντηση με τον κάθε άλλο, χωρίς σε καμιά περίπτωση οι φυλετικές, κοινωνικές ή θρησκευτικές διαφορές να μπορούν να αποτελούν τροχοπέδη για την ειρηνική και αδελφική συνύπαρξη μεταξύ των ανθρώπων. Η ζωή της Εκκλησίας και των χριστιανών, όταν θεμελιώνεται πάνω στο παράδειγμα του ίδιου του Χριστού, δεν μπορεί παρά να αντανακλά και να εκφράζει αυτόν τον περιληπτικό τρόπο προσέγγισης του κάθε άλλου, δεν μπορεί παρά να μαρτυρεί την απερίσταλτη και μοναδική αξία της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς, όπως μας θυμίζει ο απόστολος Παύλος, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28). Στο πλαίσιο αυτό ο κάθε είδους ρατσισμός, πολύ περισσότερο δε ο αντισημιτισμός, δεν είναι δυνατό σε καμιά περίπτωση να υιοθετείται από τους χριστιανούς, επιπλέον δεν μπορεί να εκφράζει την ίδια την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό, λησμονούμε συχνά ότι ο ίδιος ο Χριστός γεννήθηκε ως κατά σάρκα εβραίος, απευθύνοντας καταρχάς το σωτηριολογικό κήρυγμά Του στους συμπατριώτες Του Ιουδαίους («εξ Ιουδαίων η σωτηρία»), οι οποίοι ποτέ δεν έπαψαν, όπως άλλωστε και ολάκερη η ανθρωπότητα («Ιουδαίοι και Έλληνες, δούλοι και ελεύθεροι...») να αποτελούν μέρος του σχεδίου της θείας οικονομίας, όργανα, σύμφωνα με τον τρόπο του Θεού, της σωτηρίας.
γ. Ο κατεξοχήν τόπος, όπου το ήθος αυτό γίνεται πράξη, ή μάλλον οφείλει να αποτελεί πραγματικότητα, δεν είναι άλλος από τη θεία Ευχαριστία. Πρόκειται για το μυστήριο που συγκροτεί την Εκκλησία, εκφράζει κατεξοχήν την αυτοσυνειδησία της και την ταυτότητά της και το οποίο προσφέρει έστω και στιγμιαία και από μέρους μια πραγματική πρόγευση του προσωπικού τρόπου ύπαρξης του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο οποίος πρόκειται να φανερωθεί πλήρως στην ερχόμενη Βασιλεία, στη μελλοντική τελική σωτηριώδη επέμβαση του Θεού. Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ευχαριστιακής ταυτότητας της Εκκλησίας είναι ότι αυτή αποτελεί τον τόπο, όπου κάθε είδους αποκλεισμός που βασίζεται σε γνωρίσματα της φύσης, όπως η φυλή, το φύλο, οι κοινωνικές, θρησκευτικές ή άλλες διαφοροποιήσεις, σχετικοποιείται, σε τέτοιο βαθμό καθώς, εκείνο που προέχει, είναι η μοναδικότητα και ο ανεπανάληπτος χαρακτήρας του ανθρώπινου προσώπου, ως κατ' εικόνα Θεού δημιουργήματος του Θεού. Είναι άραγε δυνατό, ο χριστιανός, ως μέλος του ευχαριστιακού σώματος του Χριστού, να ενστερνίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα και για οποιονδήποτε πρόσκαιρο, πολιτικό, ή ευρύτερα ιδεολογικό λόγο, οποιαδήποτε ρατσιστική ή άλλη απάνθρωπη ιδεολογία, όπως εν προκειμένω ο αντισημιτισμός, η οποία ακυρώνει και απορρίπτει εκ προοιμίου στην πράξη το μοναδικό χαρακτήρα του κάθε άλλου προσώπου; Κάθε φορά που τελούμε τη θεία λειτουργία στους ναούς μας ευχόμαστε «υπέρ της των πάντων ενώσεως», μια ευχή, αυτή που αφορά στην ενότητα και σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας, κι όχι μονάχα μιας ορισμένης τάξης, φυλής, θρησκευτικής ή άλλης ομάδας. Συνεπώς, η εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία, όταν παραμένει ζωντανή και εκφράζεται στις επιμέρους εκφάνσεις της εκκλησιαστικής ζωής, μαρτυρεί το παράδειγμα του ίδιου του Θεανθρώπου, ο οποίος βρέθηκε κοντά στους πάσχοντες, κατατρεγμένους, κοινωνικά και εθνικά απόβλητους στους κάθε λογής «καταραμένους» της γης, δίνοντας ξεκάθαρο παράδειγμα για τον τρόπο που οφείλουμε εμείς οι μαθητές και οι διάκονοί του να πολιτευόμαστε εφόσον επιθυμούμε και προσβλέπουμε στην αιώνια ζωή. Δεν μπορείς να αγαπάς το Θεό που δεν βλέπεις και να μισείς το συνάνθρωπό σου με τον οποίος μοιράζεσαι την καθημερινή ζωή και τα αγαθά της γης, για να παραφράσουμε μια φράση του ευαγγελιστή Ιωάννη. Είναι δυνατό, επομένως, να ισχυριζόμαστε ως Εκκλησία ή ως μεμονωμένοι πιστοί ότι ακολουθούμε το θυσιαστικό παράδειγμα του Ιδρυτή μας και κάνουμε πράξη το σωτηριώδες μήνυμά Του, κάθε φορά που ενστερνιζόμαστε απάνθρωπες ιδεολογίες που βρίσκονται στον αντίποδα όλων των παραπάνω; Ο αντισημιτισμός δεν αφορά σε μια καλύτερη ή όχι οικονομική θεωρία, που μπορεί να οδηγήσει σε μεμονωμένες κοινωνικές αδικίες, αλλά συνιστά απειλή που ακυρώνει και αναιρεί τον ίδιο τον ορισμό του ανθρώπου ως τέτοιου, καθώς τον μετατρέπει σε αντικείμενο, τον απανθρωποιεί, ακυρώνοντας την προσωπική του ετερότητα, η οποία αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αλήθεια της χριστιανικής πίστης, με ρίζες που ανάγονται στην ίδια την τριαδική ζωή και τη Βασιλεία.
Η διαχρονική αυτή πίστη και συνείδηση της Εκκλησίας, όπως περιγράφτηκε συνοπτικά στα προηγούμενα, έχει ενσαρκωθεί και εκφραστεί πολύ συχνά στο διάβα της ιστορικής πορείας της, από το παράδειγμα μεγάλων ιεραρχών, όπως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, του Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσοστόμου αλλά και του αειμνήστου προκατόχου μας Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, που ο καθένας με τον τρόπο του, και από γνήσια χριστιανικά αισθήματα παρακινούμενος, συνέβαλε στη σωτηρία χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων. Θα ήθελα, λοιπόν, στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην προσωπικότητα και το έργο του αείμνηστου προκατόχου μου, μακαριστού Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ (Αλεξόπουλου), ο οποίος ενσάρκωσε με τις πράξεις του τις θεολογικές παραμέτρους τις οποίες περιγράψαμε παραπάνω, συμβάλλοντας με τον τρόπο του στη σωτηρία χιλιάδων συμπατριωτών μας Εβραίων, στα δύσκολα χρόνια της ναζιστικής κατοχής.
Δεν θα αναφερθούμε εδώ στον πολύπλευρο ρόλο του Μητροπολίτη Ιωακείμ κατά τη διάρκεια του αντιστασιακού αγώνα ενάντια στο Γερμανικό ζυγό. Θα επικεντρωθούμε μονάχα στη συμβολή του για τη σωτηρία εκατοντάδων Εβραίων από τη ναζιστική θηριωδία, που ζούσαν τότε στην επαρχία του. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, την εποχή εκείνη (1943) η εβραϊκή κοινότητα του Βόλου αριθμούσε περί τα 872 μέλη, που με αρχηγό τον Αρχι-ραβίνο Συμεών Πεσάχ, είχαν αναπτύξει μια πολύ έντονη κοινωνική και οικονομική ζωή και δραστηριότητα.
Όταν το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι γερμανικές δυνάμεις θα ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές στο Βόλο στοιχεία σχετικά με τους Εβραίους πολίτες της περιοχής, ο αρχιραβίνος θα στραφεί αμέσως προς τον Μητροπολίτη Ιωακείμ, ζητώντας τη συνδρομή του, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο διαφαινόμενος κίνδυνος. Όπως θα αφηγηθεί ο ίδιος ο Μητροπολίτης σε μεταγενέστερο χρόνο, μια μαρτυρία που επιβεβαιώνεται από πολλές πλευρές, η σχέση του με τον Αρχιραβίνο ήταν άριστες. Αμέσως μόλις ο τελευταίος του εξέθεσε τους φόβους του, ο Μητροπολίτης φρόντισε να ενημερωθεί από τον φίλα προσκείμενο Γερμανό πρόξενο της περιοχής Έλμουτ Σέφελ για τις προθέσεις των κατακτητών και αμέσως συμβούλευσε τον Αρχιραβίνο, οι εβραίοι πολίτες του Βόλου να φύγουν το συντομότερο δυνατό από την πόλη. Για τον σκοπό αυτό ο μακαριστός Μητροπολίτης θα συντάξει ιδιόχειρη συστατική επιστολή, η οποία και διασώζεται, απευθυνόμενος προς τους εφημερίους των χωριών της επαρχίας του, τους αρχηγούς της αντίστασης και τους υπόλοιπους έλληνες πολίτες, όπως συμβάλουν με κάθε τρόπο -«εν παντί», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, στην προσπάθεια του αρχιραβίνου για τη σωτηρία των Εβραίων. Την ίδια στιγμή ο Ιωακείμ, χωρίς δεύτερη σκέψη και παρά τους προφανείς κινδύνους που μια τέτοια κίνηση ενείχε, θα διαφυλάξει πολλά πολύτιμα αντικείμενα της εβραϊκής κοινότητας, κατόπιν παράκλησης των ίδιων των εβραίων συμπατριωτών του, ενώ παράλληλα δεν θα διστάσει να απευθύνει και δημόσια πρόσκληση στον λαό της επαρχίας του για την επιστροφή τυχόν πολύτιμων αντικειμένων στους προκατόχους τους που ανήκαν στις εβραϊκές οικογένειες πριν τη φυγή τους «δια να ζήσουν και εκείνοι τώρα που απεκτήσαμεν όλοι την ελευθερία της πατρίδος μας».
Στο πλαίσιο της ίδιας μαρτυρίας, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ θα εκφράσει την ικανοποίησή του για τη δύναμη που του έδωσε ο Θεός να συμβάλει με τις όποιες δυνάμεις του στη διάσωση των Εβραίων συμπατριωτών του, δείχνοντας έτσι εμπράκτως την αληθινή και βαθιά εκτίμησή του απέναντί τους, χωρίς να παρασύρεται από τα στερεότυπα των θρησκευτικών προκαταλήψεων, αλλά εμπνεόμενος από μια κατεξοχήν ανθρωπιστική αλληλεγγύη για τη σωτηρία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία, όπως είδαμε, αποτελεί εξάπαντος εικόνα Θεού.
Στο ίδιο πνεύμα και με αφορμή ποικίλες εκφράσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς από ορισμένους κατοίκους της πόλης του Βόλου στα χρόνια μετά την κατοχή (1949), οι οποίοι προέβησαν σε επιθέσεις ενάντια στην Εβραϊκή Συναγωγή ή τραγουδούσαν αδόκιμα κατά την Μ. Παρασκευή ενάντια στους Εβραίους, ο μακαριστός Ιωακείμ θα επικαλεστεί «το αληθές χριστιανικόν πνεύμα της ανοχής και της αγάπης προς τους συμπολίτας μας Ισραηλίτας», εκφράζοντας έτσι από τη μια το γνήσιο ευαγγελικό ήθος και την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία του Σώματος του Χριστού, και από την άλλη τη ριζική αντίθεσή του και ρητή καταδίκη κάθε είδους απάνθρωπης ρατσιστικής συμπεριφοράς, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ίδια την ιδιότητα του χριστιανού.
Η γενικότερη στάση και συμπεριφορά του Μητροπολίτη Ιωακείμ υπήρξε σωτήρια για τους Εβραίους πολίτες του Βόλου, καθώς, σύμφωνα και πάλι με τα επίσημα στοιχεία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, το ποσοστό των θυμάτων στην περιοχή του Βόλου αγγίζει μόλις το 26%, αποτελώντας έτσι το χαμηλότερο ποσοστό Εβραίων θυμάτων σε όλη την Ελλάδα, γεγονός που πιστοποιεί με τον πλέον σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο τον σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε στη δύσκολη εκείνη συγκυρία, ο προκάτοχός μας για τη σωτηρία των Εβραίων συμπολιτών μας. Συμπερασματικά, ως προς την συμβολή του Μητροπολίτη Ιωακείμ στη διάσωση των Ισραηλιτών Βόλου, πρέπει να επισημάνουμε τα παρακάτω:
1. Ο Αρχιραββίνος Μωϋσής Πέσαχ γενικά ενήργησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τη σωτηρία του ποιμνίου του, ειδικότερα όμως με την προσφυγή του για βοήθεια προς τον Ορθόδοξο Επίσκοπο, του οποίου την έγκυρη και αξιόπιστη συμβουλή για «ΕΞΟΔΟ» των Ισραηλιτών από την πόλη του Βόλου, αποδέχτηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη.
2. Ο μητροπολίτης Ιωακείμ ανέλαβε την βαρύτατη ευθύνη να συστήσει στον Αρχιραββίνο Πέσαχ να πείσει 900 περίπου Ἐλληνες Ισραηλίτες του Βόλου να εγκαταλείψουν τάχιστα τα σπίτια τους, τα καταστήματά τους, τις εργασίες τους, τις περιουσίες τους και να πάρουν τα βουνά με το χειμώνα προ των θυρών, σέρνοντας μαζί τους ανήμπορους γέροντες, μικρά παιδιά, αρρώστους και αναπήρους. Η αξιοπιστία, εγκυρότητα και ο Χριστιανικός ανθρωπισμός του Μητροπολίτη και του κρυφού του συμβούλου Γερμανού προξένου Έλμουτ Σέφελ, έσωσε την Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου.
3. Ο αιφνιδιασμός των ναζιστών απέτυχε, παρά τα εντέχνως διαδιδόμενα από αυτούς, ότι απλά επεδίωκαν τη σύνταξη στατιστικού καταλόγου των Ισραηλιτών.
4. Η Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου θα είχε μηδενικές απώλειες -χάθηκαν 130 ψυχές- που αφορούσαν κυρίως φτωχούς μεροκαματιάριδες, μικροπωλητές, οικογενειάρχες Ισραηλίτες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να επιβιώσουν στα γύρω χωριά, ξεθάρεψαν και κατέβηκαν στην πόλη. Τη νύχτα 24 προς 25 Μαρτίου 1944 συνελήφθησαν από τους Ες Ες και οδηγήθηκαν στα ναζιστικά κρεματόρια.
Η σπουδαιότητα της συμβολής του Μητροπολίτη Ιωακείμ άλλωστε πιστοποιείται και από το γεγονός ότι η αρμόδια ισραηλιτική αρχή σχετικά με τα θύματα του ολοκαυτώματος, η επονομαζόμενη Yad Vashem, κατέταξε, μεταθανατίως, τον μακαριστό Μητροπολίτη Ιωακείμ μεταξύ των «Δικαίων των Εθνών», εξ αφορμής της ιδιαίτερης συνεισφοράς του στη χωρίς προηγούμενο διάσωση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης του Βόλου.
Είναι αλήθεια ότι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας δεν κράτησαν πάντοτε ανάλογη στάση απέναντι σε φαινόμενα ρατσισμού, διωγμού αθώων ανθρώπων, προστασίας κάθε λογής περιθωριακών και κατατρεγμένων ψυχών, ή απέναντι στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας και του αντισημιτικού μένους. Τέτοιες αρνητικές συμπεριφορές και ανάλογα φαινόμενα βρήκαν δυστυχώς πρόσφορο έδαφος με αφορμή ή μάλλον με πρόφαση την δεινή οικονομική κρίση που βιώνει ο λαός μας στις μέρες μας. Ποικίλοι νοσταλγοί των χιτλερικών εγκλημάτων, και θιασώτες των πλέον απάνθρωπων ιδεολογιών, βρήκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τα προβλήματα ή τους φόβους των συμπολιτών μας, επιχειρώντας να σπείρουν το μίσος και τη μισαλλοδοξία απέναντι στη διαφορετικότητα, για κάθε διαφορετικό άνθρωπο, τελικά για τον κάθε άνθρωπο που αντιστέκεται με πάθος στον απανθρωπισμό του ανθρώπινου προσώπου. Πολλές φορές και εμείς ως εκπρόσωποι του εκκλησιαστικού σώματος και πολλοί πιστοί μας δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, υιοθετώντας συχνά εμπρηστικό και προπάντων αντιχριστιανικό λόγο, που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να βρει αναλογίες στο λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα του προκατόχου μας μακαριστού Ιωακείμ.
Όπως έχει εύστοχα σημειωθεί, «η ευθύνη της Εκκλησίας δεν εντοπίζεται μόνον στο γεγονός ότι αγκαλιάζει και στέκεται έμπρακτα δίπλα στους αναγκεμένους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής προέλευσης, αλλά με όλες τις ποιμαντικές, θεολογικές και πρακτικές δυνατότητές της, αφορά και στη δημόσια μαρτυρία της, να μη συναινέσει ή να ανεχθεί, έστω και με τη σιωπή της, φασιστικές και εθνικιστικές πρακτικές, αλλά και να θέσει εκτός Εκκλησίας τις φοβικές ρητορείες και τα συνθήματα μίσους προς τον άλλο, τον ξένο...» στην περίπτωσή μας τον Εβραίο συμπολίτη και αδελφό μας.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή ομιλία μας, θα ήθελα να αναφερθώ στα περίφημα λόγια μιας Εβραίας που έγινε Χριστιανή και έζησε πραγματικά βίο αγίας, της Σιμόν Βέιλ. Έλεγε λοιπόν η Βέιλ ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν Χριστιανό από το «να μην τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μην τιμά το Όνομά του και να μην είναι έτοιμος να πεθάνει για Αυτόν». Και οι τρείς αυτές αρνητικά διατυπωμένες προτροπές της Σιμόν Βέιλ -η τήρηση των εντολών του Χριστού, ο αγιασμός του Ονόματός Του και η ετοιμότητα να πεθάνουμε για Αυτόν- δεν νοούνται χωρίς την ενεργητική μας στράτευση εναντίον του φυλετικού μίσους και εναντίον του αντισημιτισμού.
Καθίσταται, επομένως, επείγουσα ανάγκη, κάθε φορά που θα ακούγονται ποικίλες φωνασκίες ακόμη κι από εκκλησιαστικούς παράγοντες υπέρ του αντι-σημιτισμού με πρόσχημα την αγάπη για τον ελληνικό λαό και την πατρίδα, όλοι μας να αντιπαραθέτουμε με σθένος όχι μόνο τα θεμελιώδη πιστεύω του Ευαγγελίου, αλλά και τα πάμπολλα παραδείγματα της σύγχρονης εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, τα οποία διατρανώνουν με κάθε δυνατή λαγαρότητα ότι ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός, από όπου και από οποιονδήποτε και αν προέρχονται, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να εκφράζουν την πίστη και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας. Η διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας εκφράζεται από το παράδειγμα μεγάλων ιεραρχών, όπως του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του Ζακύνθου Χρυσοστόμου και του αειμνήστου προκατόχου μας Ιωακείμ, στον οποίο και έγινε ιδιαίτερη μνεία, αλλά και πολλά άλλα του ανώνυμου κλήρου και πιστού λαού, που ο καθένας με τον τρόπο του, και από γνήσια χριστιανικά αισθήματα παρακινούμενος, συνέβαλε στη σωτηρία χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων. Αυτή είναι η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, κι αυτή θα συνεχίσουμε, εις πείσμα πολλών αυτόκλητων κριτών, να ακολουθούμε.