Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Καθώς η μεγάλη ηθοποιός και πνευματική κυρία Άννα Συνοδινού βρίσκεται ήδη αναπαυμένη στην Αττική γη, η μνήμη μου ανακαλεί τη συνομιλία μας στην εκπομπή ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ πριν δέκα χρόνια. Και μάλιστα, ανακαλεί όχι μόνον τον θαυμασμό για την ποιότητα του ρέοντος λόγου και την υψηλή αισθητική της έκφρασης, έκφρασης πηγαίας και αβίαστης, αλλά και την συγκίνηση που ένιωσα ενώπιον μιας προσωπικότητας κοσμοπολίτικης και συγχρόνως βαθύτατα παραδοσιακής, ενσυνείδητα χριστιανικής και πρόθυμης να αποκαλύψει τα μύχια της ψυχής της με παιδική απλότητα, απόλυτη ειλικρίνεια και θαυμαστή διαφάνεια.
Είναι γεγονός, πως το πλατύ κοινό την αποχαιρετά ως «την μεγάλη μας ηθοποιό». Αυτός είναι άλλωστε και ο τίτλος - τίτλος δικαιότατος και απολύτως ακριβής - ο οποίος κυριάρχησε και στα ΜΜΕ. Αξίζει, όμως, τον κόπο να αξιολογήσει κανείς αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και από τη σκοπιά της πνευματικής της ταυτότητας, ταυτότητας βαθειά Ορθόδοξης, την οποίαν κατέθεσε, όχι μόνον στην εν λόγω εκπομπή, αλλά και σε κάθε περίσταση της καθημερινότητάς της. Ας μη παρερμηνευθούν οι σκέψεις μου: Δεν αναφέρομαι σε ένα πρόσωπο, που ευκαίρως - ακαίρως αναλωνόταν σε κραυγαλέες διακηρύξεις πίστεως. Αναφέρομαι σε μία προσωπικότητα υψηλής ευφυΐας., σπάνιας αισθητικής και ολοκληρωμένου χαρακτήρα, του οποίου οι επιλογές ήταν διαποτισμένες από σφρίγος, αρχοντιά και ήθος, βγαλμένα από τις ακριβότερες προθήκες της Ορθόδοξης πνευματικότητας και της αυθεντικής Ελληνικής παράδοσης.
Ακόμη και μετά από τόσο καιρό συγκρατώ την θέρμη του πατρικού της σπιτιού. Μια θέρμη, που με την αμεσότητα του χαρακτήρα και την υψηλή τεχνική της Τέχνης της κατάφερε να μου την μεταδώσει και να με καταστήσει «ωσεί παρόντα» στο δείπνο των παιδικών της χρόνων, όπου ο πατέρας ευλογεί το ψωμί, ενώ συγχρόνως βρέθηκα μέτοχος της τρυφερότητας και της ασφάλειας που δημιουργούσε σε αυτήν και τα επτά αδέλφια της η ευγένεια και η αγάπη του βλέμματος των γονιών της μεταξύ τους. Κι όταν τη ρώτησα πώς δέχτηκαν οι γονείς της την επιλογή της να γίνει ηθοποιός, εκείνη ανακάλεσε στη μνήμη της την πλήρη πατρική αποδοχή, μη παραλείποντας, όμως, να αναφέρει με σαφήνεια και ενάργεια, σαν να τα άκουγε από τον πατέρα της μόλις εκείνη τη στιγμή: "Κάντε ό,τι επιθυμείτε, ανοιχτείτε στην Τέχνη και σε όποιο επάγγελμα επιλέξετε, αρκεί στον πυρήνα των ενασχολήσεών σας να έχετε πάντα τη Χριστιανοσύνη».
Ο Θεός επέλεξε στον προικισμένο τούτο άνθρωπο να δώσει δοκιμασία ασθένειας σοβαρής. Το ξεπέρασε. Κι έφτασε να μιλάει για τη περιπέτειά της αυτή σχεδόν με ευγνωμοσύνη, καθώς έγινε αιτία, μετά από υπόδειξη μάλιστα γιατρού, να καταστήσει την συχνή Θεία Μετάληψη γιατρικό, όχι μόνον ψυχής, αλλά και σώματος.
Φεύγοντας από την επίγεια ζωή, η Άννα Συνοδινού αφήνει μια στέρεη βεβαιότητα: Πώς κάθε χώρος τιμάται ή απαξιώνεται από τους ανθρώπους. Το πέρασμά της από την Τέχνη του Θεάτρου στάθηκε ικανό να καταξιώσει, όχι το όνομά της, αλλά το ίδιο το Θέατρο, και μάλιστα να εξισορροπήσει επί δύο γενεές, ίσως και περισσότερο, την όποια ευτέλεια τού επεφύλαξαν και τού επιφυλάσσουν παλιότεροι και σύγχρονοι συνάδελφοί της. Το ίδιο συνέβη με τον χώρο της πολιτικής. Το ίδιο συνέβη με τον χώρο της θεατρικής διδασκαλίας. Όλα τα υπηρέτησε με τις ίδιες αρχές, ίδιες αξίες, ίδια ποιότητα, ίδια πνευματική συγκρότηση, ίδια σοβαρότητα, ίδια συνέπεια. Ακόμη και η αντίδρασή της απέναντι στη δικτατορία, δεν στηρίχτηκε σε κορώνες εντυπωσιασμού, αλλά στην αντίθεσή της στη λογοκρισία των κειμένων που ερμήνευε και στην γενικότερη κακοποίηση της Τέχνης που υπηρετούσε.
Πάνω απ΄ όλα, όμως, στη μνήμη μου μένει χαραγμένη η αστραφτερή της ματιά, όταν μιλούσε για τη αξία του δασκάλου. Αναφέρθηκε στην οικογένεια, αναφέρθηκε στο Θέατρο, αναφέρθηκε στη νεολαία, αναφέρθηκε στην πολιτική. Σε όλα η κατάληξη ήταν κοινή: «Εν αρχή οι διδάσκαλοι». Το είπε, το ξαναείπε, κυρίως, όμως, το ένιωθε και είμαι βέβαιος, πως η κάθε της δραστηριότητα, απώτερο στόχο είχε να καταστήσει σε κάθε χώρο την Τέχνη της εργαλείο παιδείας και αισθητικής.
Περνά ο καιρός και αφήνει πίσω του μνήμες. Αναπολώ την εμπειρία εκείνη και η ματιά μου σημαδεύεται από ένα σταυρό. Έναν απλό σχετικά μεγάλο σταυρό που κρεμόταν από το στήθος της. Δεν το εξέλαβα μόνον ως ομολογία πίστεως. Το εξέλαβα και ως μαρτυρία ενός άλλου ήθους, ενός άλλου οράματος, ικανού να μεταμορφώσει τα πιο «στεγανά» και τα πιο «αδιάφορα» περιβάλλοντα, τα οποία και η ίδια γνώρισε καλά. Ακόμη όμως και τα υψηλότερα οράματα μένουν ζωντανά, μόνον όσο άνθρωποι σαν την Άννα Συνοδινού διαφεύγουν από την φθορά των τρεχόντων και δρουν με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον.
«Δημοκρατία», 16/1/2016