Εκκλησιαστική κήδευση και ταφή ή καύση. - Του Πρωτ. Χρίστου Χαχαμίδη, Εφημερίου Ι.Ν. Αναλήψεως του Χριστού Βόλου

Τρίτη, 16 Φεβρουάριος 2016

Το θέμα του θανάτου του ανθρώπου και της τύχης των σωμάτων των νεκρών, έχει απασχολήσει ήδη πολλούς ερευνητές, Έλληνες και ξένους, ενώ έχουν γίνει πολλές συζητήσεις και ημερίδες σχετικώς, με πληθώρα απόψεων από την κάθε πλευρά.

Ερέθισμα και έναυσμα για την εντυπωσιακή πράγματι επιλογή και προβολή του θέματος στο προσκήνιο του γενικότερου ενδιαφέροντος, υπήρξε η παλαιότερη και από ετών γνωστή τάση ορισμένων μελών της Εκκλησιαστικής κοινότητας να επιλέγουν, για ποικίλους λόγους, την καύση των νεκρών αντί της καθιερωμένης ταφής, με η και χωρίς την Ακολουθία της εκκλησιαστικής κηδεύσεως και μάλιστα αξιώνοντας τη νομοθετική κατοχύρωση της στα πλαίσια της ελευθερίας των Ελλήνων πολιτών. Το θέμα έφερε στην επικαιρότητα και η 2959 εγκύκλιος της 29ης Οκτωβρίου του 2014 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και είναι η τελευταία χρονικά επίσημη τοποθέτηση της Εκκλησίας για το θέμα.

[Η δυνατότητα να εκφέρει κανείς λόγο και να καταθέσει τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του μέσα σε μια τόσο κρίσιμη για την πορεία της μετανεωτερικής κοινωνίας μας και τη μαρτυρία της Εκκλησίας μας χρονική στιγμή, μάλιστα πάνω σε ένα θέμα που φαίνεται να επικεντρώνει την πρακτική έκφραση της πίστεως και της ευλαβείας αφ' ενός, και την όπως επιχειρείται από τη σύγχρονη εκκοσμικευμένη μετανεωτερική σκέψη, με το εργαλείο του ορθού λόγου και της αμφισβήτησης της ιερότητος του ανθρώπινου σώματος και του κατ' εικόνα Θεού πλασμένου ανθρώπου αφ' ετέρου είναι ιδιαίτερη τιμή και πρόκληση για τον ομιλούντα.]

Το Ιστορικό του ζητήματος στην Ελλάδα

Στη σύγχρονη Ελλάδα, το θέμα πρωτοεμφανίσθηκε το 1943 με την προσπάθεια ιδρύσεως σωματείου με την ονομασία «Εταιρία προς διάδοσιν της καύσεως των νεκρών», η οποία όμως απέτυχε λόγω απορρίψεως του σχετικού αιτήματος από το Πρωτοδικείο Αθηνών.

Μετά τρία χρόνια συνεστήθη η λεγόμενη «Επιστημονική Εταιρία προς μελέτην των διαφόρων συστημάτων της μεταχειρίσεως των νεκρών».

Λίγο αργότερα o διάσημος μουσουργὸς Δημήτρης Μητρόπουλος ζήτησε να καεί μετά θάνατον το σώμα του, δήλωση που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και οδήγησε στην κυκλοφορία του προπαγανδίζοντος την ιδέα βιβλίου του ιατρού Δημητρίου Θεοδωρίδου Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, αλλά και στη συζήτηση του θέματος από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΙΣΕΕ) το 1961[1].

Λόγω της σοβαρότητάς του το ζήτημα της καύσεως των νεκρών συζητήθηκε από την ΙΣΕΕ επανειλημμένα: το 1972, το 1983, το 1987, το 1994 και το 1999. Καθ' όλες τις συζητήσεις τα μέλη της ΙΣΕΕ αποφάνθηκαν ομόφωνα αρνητικά στην πράξη της καύσης. Το 2002 η ΙΣΕΕ απολύει εγκύκλιο με σκοπό την πληροφόρηση του ποιμνίου της, ενώ αποστέλλει τον τόμο της σχετικής με το θέμα ημερίδος του 1999 όπου και παρατίθενται εκτενώς οι θέσεις της εκκλησίας.

Συνοπτικά να αναφέρουμε ότι αρνητικά έχουν τοποθετηθεί στο ζήτημα της καύσης των νεκρών το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, η Εκκλησία της Κύπρου και της Ρωσίας. ενώ το θέμα είχε συμπεριληφθεί από την Α Πανορθόδοξη διάσκεψη της Ρόδου στο κατάλογο των θεμάτων προς συζήτηση στη μέλλουσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δίχως να προκριθεί στα τελικά θέματα[2].

            Στην πράξη όμως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά: σιωπηρώς, με το πρόσχημα της οικονομίας, παρατηρούνται ενίοτε παρεκκλίσεις, ιδίως στις χώρες του δυτικού κόσμου, όπου η καύση φαίνεται να επικρατεί.

 

 

Η Πρακτική των άλλων χριστιανικών ομολογιών

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να κάνουμε μια μικρή αναφορά στη πρακτική των άλλων χριστιανικών ομολογιών. Στη Δύση το αίτημα για καύση του νεκρού σώματος προβάλλει ιδιαίτερα δυναμικά μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με κύριο επιχείρημα τους κινδύνους της μόλυνσης που εγκυμονούν οι συνήθειες της ταφής.

Έτσι δημιουργούνται σύνδεσμοι υπέρ της καύσεως, αρχικά μεν στη Γαλλία, στα τέλη δε του 19ου αιώνος και στην Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Η κίνηση αυτή οδήγησε στην κατασκευή κρεματορίων, παρά την αντίδραση της Καθολικής εκκλησίας, η οποία δια του Συνοδικού της Κανόνος 1203 απαγόρευσε ρητά την καύση και τη συμμετοχή των πιστών της σε σωματεία ή συνδέσμους καύσης νεκρών.

Σήμερα η Ρωμαιοκαθολικὴ εκκλησία δεν απαγορεύει την αποτέφρωση των μελών της, εκτός και εάν η τελευταία επιλέχθηκε για λόγους αντίθετους προς την διδασκαλία της. Συγκεκριμένα, στον Κανόνα 1176 § 3 διευκρινίζονται τα εξής: «Η Εκκλησία συνιστά ζωηρά να διατηρείται η ευλαβής συνήθεια, να ενταφιάζονται τα σώματα των κεκοιμημένων. Ωστόσο, δεν απαγορεύει την αποτέφρωση, εκτός και αν αυτή επελέγη για λόγους αντίθετους στην χριστιανική διδασκαλία».

Ανεκτικές έναντι της καύσης εμφανίζονται από το 1925 και μετά οι βασικές προτεσταντικές ομολογίες, ενώ αντίθετα, οι Εβραίοι και οι Ισλαμιστές δεν την επιτρέπουν[3].

Α. Το θέμα σήμερα.

Μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες, την 1η Μαρτίου 2006, η ελληνική κυβέρνηση έκανε δεκτή τροπολογία 10 βουλευτών διακομματικής υποστήριξης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα της αποτέφρωσης των νεκρών (Άρθρο 35, ΦΕΚ 57, Τεύχ. Α΄ 15.3.2006), με την προϋπόθεση, όμως, πως κάτι τέτοιο είναι συμβατό με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Τον Μάρτιο του 2009 εξεδόθη και το υπ' αριθμ. 31/2009  (ΦΕΚ 49/Α' /23.3.2009) Προεδρικό Διάταγμα που περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις καθορισμού των χώρων δημιουργίας Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών, τους όρους, τον έλεγχο της λειτουργίας τους, αλλά και ειδικότερες παραμέτρους, λόγου χάρη τη διαχείριση της τέφρας. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2009, υπογράφηκε κοινή υπουργική απόφαση με σχετικές τροποποιήσεις (Υ.Α. οικ. 141270/2009  (ΦΕΚ 1411/Β'/15.7.2009).

Κατόπιν τούτων, η δυνατότητα αποτεφρώσεως των νεκρών στη χώρα μας έχει πλέον θεσμικά κατοχυρωθεί και ήδη ο δρόμος για την κατασκευή των πρώτων αποτεφρωτήρων έχει ανοίξει. Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή του νόμου προϋποθέτει τη συμβατότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων, η Εκκλησία θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην πράξη και συναφή με αυτό ερωτήματα και διλήμματα θα την απασχολήσουν.

 

Ιστορία-παράδοση

Από τη Μινωική και Μυκηναϊκή ακόμη εποχή βλέπουμε στον τόπο μας να προσδίδεται βαθιά φιλοσοφική και συναισθηματική σημασία στην παράδοση της κήδευσης και ταφής των νεκρών. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνουν σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα (τάφοι, αντικείμενα), αλλά και κείμενα (Πλουτάρχου, Βίος Λυκούργου), με βάση τα οποία η ταφή των νεκρών θεωρούνταν κατ' εξοχήν ιερό καθήκον, η στέρηση δε της τιμής του ενταφιασμού μεγάλο κακό[4].

            Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έθαβαν τους νεκρούς στην πόλη, αφού προηγουμένως τους περιτύλιγαν με σινδόνα ερυθρού χρώματος και κάλυπταν το δάπεδο του τάφου με φύλλα ελιάς. Η περίοδος του πένθους ήταν σχετικά σύντομη, 11-12 μέρες, και ολοκληρωνόταν με μια θυσία. Οι τόποι ταφής βρίσκονταν είτε σε καθορισμένους τόπους εκτός της πόλεως, τα νεκροταφεία, είτε σε ιδιόκτητους κήπους υπό μορφὴν ατομικών ή και οικογενειακών τάφων.

            Σε περιπτώσεις διακεκριμένων προσώπων η ταφή λάμβανε χώρα σε δημόσιους χώρους εντός της πόλεως. Αξιοσημείωτο είναι πως όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητος φρόντιζαν περισσότερο για τους νεκρούς τους από τους ζωντανούς, γι' αυτό και οι αρχαίοι τάφοι ήταν πολυτελέστεροι, συγκριτικά με τις οικίες των ζωντανών[5].

            Στην Οδύσσεια του Ομήρου χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ελπήνορος, που εκλιπαρεί τον Οδυσσέα να θάψει το άταφο και άκλαυστο σώμα του, αλλά και του ίδιου του Οδυσσέα, ο οποίος υπό την απειλή ναυαγίου εκφράζει τη θλίψη του που δεν θα πέσει μαχόμενος, ώστε να απολαύσει των ενταφίων τιμών. Την απόδοση των νεκρικών τιμών παρατηρεί κανείς και στην ομηρική Ιλιάδα: κύριο αίτιο για τις δύο μεγαλύτερες μάχες του Τρωικού πολέμου ήταν η διεκδίκηση των νεκρών σωμάτων του Πάτροκλου[6] και του Έκτορα.

            Σε άλλους λαούς της αρχαιότητος υπήρχε δυνατότητα επιλογής μεταξύ ταφής και καύσεως. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η καύση προήλθε κυρίως από φόβο στους νεκρούς ή για να εξαφανίσουν τα νεκρά πτώματα, που θεωρούνταν πηγή μιάσματος.

            Στους ομηρικούς χρόνους σε όποιες περιπτώσεις επικράτησε η καύση των νεκρών, η πράξη της ήταν μια ιεροτελεστία με διάφορες θυσίες. Δεν υπήρχε τότε καμία μέθοδος αποτεφρώσεως, αλλά μετά την καύση των πτωμάτων μάζευαν τα οστά, τα τοποθετούσαν σε πολυτελείς συνήθως λάρνακες και τα τοποθετούσαν σε ειδικούς τάφους, όπως συνέβη με τον Πάτροκλο, τον Έκτορα και άλλους ομηρικούς ήρωες.

            Πλείστες όσες αναφορές, σχετικές με την παράδοση της ταφής των νεκρών και της σημασίας της αποδόσεως των σχετικών τιμών μπορεί να βρει κανείς σε αρχαιοελληνικά κείμενα και ιστορικές περιγραφές. Ανάλογα στοιχεία φανερώνουν την κοινή παράδοση ταφής των Περσών, Σκύθων, Μήδων, Αιγυπτίων, Κινέζων, Ιαπώνων, Κελτών, γερμανικών φύλων, Μουσουλμάνων κ.λπ[7].

            Η ύπαρξη των κατακομβών καταδεικνύει επίσης εναργέστατα και την επικρατούσα παράδοση μεταξύ των Ρωμαίων. Παρά ταύτα φαίνεται ότι το έτος 250 π.Χ. υπήρχε ως παράλληλη πρακτική, μάλιστα κατά περιόδους κυριαρχούσα. Αργότερα, περίπου το 400 μ.Χ, με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η τακτική της καύσης εγκαταλείπεται.

            Κατά την χριστιανική περίοδο δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία εκούσιας καύσεως των σωμάτων, δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός ήταν πάντοτε υπέρ της ολόσωμης ταφής. Και τότε που οι μάρτυρες της πίστεως καίγονταν από τους διώκτες, δεν καιγόταν όλο το σώμα, αφού τα ανόργανα μέλη του σώματος δεν καίγονται ολοσχερώς με τις συνήθεις θερμοκρασίες, τα δε εναπομείναντα τμήματα περισυλλέγονταν με σεβασμό από τους Χριστιανούς και ενταφιάζονταν με ειδικές τιμές.

Στον Τερτυλλιανό συναντούμε σαφή θέση εναντίον της καύσεως των νεκρών[8].

Μετά τα σύντομα ιστορικά εισαγωγικά στοιχεία θα θέλαμε να παρουσιάσουμε την θεολογία της εκκλησίας γύρω από την σχέση της ψυχής με το σώμα. Μέσα από την θεολογία αυτή μπορούμε να καταλάβουμε ποια είναι η στάση της Εκκλησίας στο ζήτημα της αποτέφρωσης.

 

Η Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία. Η θεολογική προσέγγιση

Στην παράδοση της Εκκλησίας μας βέβαια, η ταφή αποτελεί πάγια πρακτική. Από την Παλαιά ακόμη Διαθήκη, στο βιβλίο της Γενέσεως παρουσιάζονται οι ταφές της Σάρρας, του Αβραάμ, της Δεβώρας, της Ραχήλ, του Ισαάκ, της Ρεβέκκας, του Ιωσήφ, του Μωϋσή, «μάλιστα δὲ ἡ κήδευση τοῦ Ἰακὼβ τῇ ἀδείᾳ τοῦ Φαραὼ ὑπὸ τοῦ Ἰωσήφ καὶ τῶν ἀδελφῶν του» (Γεν. ν΄ 3). Τα άταφα σώματα θεωρούνταν βαρύτατη τιμωρία : «ἐν θανάτῳ νοσηρῷ ἀποθανοῦνται, οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου γῆς ἔσονται καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ» [9].

            Αλλά και στην Καινή Διαθήκη γίνεται αναφορά στην ταφή του Τιμίου Προδρόμου: «καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ». Επίσης βλέπουμε να αποδίδεται τιμή στο νεκρό σώμα του Κυρίου με τα αρώματα («μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν»), τὰ ὀθόνια («ἀγοράσας (ενν. ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας) σινδόνα») και φυσικά την εναπόθεση στο «λελατομημένον ἐκ πέτρας» «καινὸν μνημεῖον»[10].

            Με την ίδια τιμή παρουσιάζονται στην εικονογραφία και υμνολογία η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Μεγ. Βασιλείου, των Αγίων μαρτύρων και φυσικά όλων των πιστών στις επικήδειες ακολουθίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Περὶ μετανοίας κεφάλαιο της Κλίμακος του Ιωάννη η αποφυγή της ταφής και η παράδοση του σώματος ως βορά των ορνέων, επίσης αναφέρεται ως τιμωρία και η σκέψη της ως αφορμή μετανοίας.

            Στον τόπο μας, όπου δεν ήταν άγνωστη η καύση του σώματος, με τη χριστιανική διδασκαλία καθιερώθηκε και διατηρήθηκε στη συνέχεια ως αυτονόητη η ταφή του. Είναι μια πράξη συμβολική. Ο απόστολος Παύλος παραλληλίζει την ταφή με τη σπορά του κόκκου του σιταριού, συνδέοντάς τη με την προσδοκία της νέας ζωής. Όταν σβήνει η προσδοκία αυτή, χάνει και η ταφή τη συμβολική διάστασή της.

            Η φροντίδα του νεκρού σώματος αποτελεί έκφραση σεβασμού προς τον άνθρωπο, αλλά και απόδειξη της συνεχιζόμενης ζωής του. Αυτό εκφράζεται με το κλείσιμο των ματιών του νεκρού[11], με την ένδυση των προσφιλών ενδυμάτων του, με την πάνδημη κήδευση[12].

            Όλη αυτή η πλούσια συμφωνία της παραδόσεως αποτελεί αδιάσειστη επιβεβαίωση στην πίστη και διαχρονική πρακτική της Εκκλησίας πού με κανέναν τρόπο δεν είναι εύκολο να μεταβληθεί. Η Εκκλησία δε μπορεί να δεχθεί για τα μέλη της ή να υιοθετήσει την αποτέφρωση των σωμάτων, επειδή σέβεται το ανθρώπινο σώμα που το θεωρεί ναό του Αγίου Πνεύματος, το ένα στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου.

            Δεδομένου δε ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα υφίσταται αυτή η ενότητα, μια τέτοια βίαιη πράξη μπορεί να αποτελεί βιασμό της φύσης, αφού το φυσικό είναι η αποσύνθεση. Επομένως, πίσω από την επιθυμία της καύσεως ίσως κρύπτονται η περιφρόνηση προς το σώμα, η απιστία στην ανάσταση των νεκρών, η μετεμψύχωση, ακόμη και η άρνηση της υπάρξεως της ψυχής μετά τον θάνατο.

            Ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού έχει συγκεκριμένη αρχή, δεν έχει όμως τέλος, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Η άποψη ότι «κάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος» δεν ισχύει για τον άνθρωπο, σύμφωνα με τη βούληση του Θεού.

             Αυτό σημαίνει πως η σχέση της ψυχής προς το σώμα είναι πολλή δυνατή. Η ισχύς της αποδεικνύεται από την ανθρώπινη οντολογία, τη διαδικασία του θανάτου, κατά την οποία η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, τη μετά θάνατον αιώνια ζωή, κατά την οποία θα επιτευχθεί εκ νέου η ένωση της ψυχής με το σώμα.

            Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ως συγκεκριμένη υπόσταση (πρόσωπο) διαφορετική από κάθε άλλη. Η υπόστασή του αυτή δε συγκεκριμενοποιείται, ούτε περιορίζεται στην ψυχή, αλλά επεκτείνεται στην όλη ύπαρξή του. Κατά συνέπεια, το σώμα δεν είναι απλώς το φυλακτήριο της ψυχής, όπως ισχυρίζονταν τα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα της αρχαιότητας, αλλά το ένα στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου. Η ψυχή με την ενέργειά της βρίσκεται «πανταχοῦ τοῦ σώματος» και ζωοποιεί το σώμα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Δαμασκηνός στα νεκρώσιμα τροπάριά του, ονομάζει το άψυχο σώμα, που κείτεται στο μνήμα «κατ' εἰκόνα Θεοῦ»: "καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ' εἰκόνα Θεοῦ φθαρεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον μή ἔχουσαν εἶδος".

            Ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν σημαίνει ότι ο Θεός έχει σώμα, αλλά: α. ότι ο Λόγος του Θεού, ο Οποίος, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, «ἐνηνθρώπησε», είναι το πρωτότυπο και το αρχέτυπο του ανθρώπου και β. ότι, όπως ο Θεός ζωοποιεί την κτίση ολόκληρη, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου ζωοποιεί το «συνημμένο σῶμα»[13].

            Η μεγάλη και ισχυρή ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος φαίνεται και από το γεγονός ότι η σωτηρία του ανθρώπου δεν εξαντλείται στην ψυχή, αλλά επεκτείνεται στόν όλο άνθρωπο. Σύνολη η λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας αναφέρεται στην ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου: αγιάζεται το νερό και μέσα βαπτίζεται όλος ο άνθρωπος. Με την αναγέννηση και την ἐν Πνεύματι ζωή του γίνεται ολόκληρος μέλος του Σώματος του Χριστού.

            Όταν κάνουμε λόγο για μέλη της Εκκλησίας, εννοούμε μέλη πραγματικά της «τεθεωμένης σαρκός», την οποία προσέλαβε ο Χριστός από την Παναγία. Η σχέση μας με την Εκκλησία δεν είναι ιδεολογική, μυστικιστική, αλλά πραγματική: αποτελούμε το Σώμα του Χριστού πνευματικά, ψυχικά και σωματικά. Και βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για σωτηρία, εννοούμε τη διατήρηση του όλου ανθρώπου[14]. Εἶναι χαρακτηριστικό το χωρίο του αποστόλου Παύλου: "Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ τηρηθείη" (Α´  Θεσ. ε´, 23).

            Το ότι ο άνθρωπος είναι υπόσταση, ως προς την ολοκληρωτική ενότητα ψυχής και σώματος, φαίνεται ακόμη και από το γεγονός ότι η ψυχή του δεν θέλει να ἀποχωρισθεί από το σώμα και με αυτόν ακόμη τον θάνατο. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι ο άνθρωπος χάνει και αποχωρίζεται αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά στο ότι η ψυχή αποχωρίζεται το αγαπημένο της στοιχείο, το σώμα. Η υπόσταση εντούτοις παραμένει αχώριστη και, θα λέγαμε, άτμητη.

            Φυσικά το σώμα του ανθρώπου, κατά τήν ανάσταση των νεκρών, δεν θα είναι το ίδιο, αλλά άφθαρτο, αθάνατο και ανακαινισμένο. Ο απόστολος Παύλος λέει περί αυτού: "οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν" (Α´  Κορ. ιε´ 42-44).

            Σύμφωνα με τον απόστολο, το αναστημένο σώμα θα έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υποστάσεώς του, αλλά συγχρόνως θα είναι ανακαινισμένο, αφού, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστού, θα γίνει νέα ανάπλαση, ανακαίνιση, χωρίς τα στίγματα της φθαρτότητος καί της θνησιμότητος. Δηλαδή, θα είναι όπως του Αδάμ και της Εύας προ της πτώσεως και όπως ήταν το Σώμα του Χριστού μετά την Ανάστασή Του.

            Επομένως, η αποκαλυπτική αλήθεια, όπως εκφράστηκε στην Αγία Γραφή καί στά πατερικά κείμενα, βεβαιώνει ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος, και πως, παρά τον χωρισμό τους, δεν καταστρέφεται ούτε διαλύεται η ανθρώπινη υπόσταση, αλλά η ψυχή γινώσκει και αναγνωρίζει τα αυθεντικά μέλη της.

            Στο ζήτημα της ταφής των νεκρών συμβαίνει κάτι «παράδοξο»: αφενός δεν αποτελεί δογματικό θέμα με την ειδική σημασία κάποιου δογματικού όρου[15], υπό την έννοια ότι η ανάσταση των νεκρών δεν θα εξαρτηθεί από την ταφή ή τήν καύση τους. Αφετέρου, η ταφή δεν είναι άσχετη με τη δογματική πίστη της Εκκλησίας, καθώς συνδέεται στενά με τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης.

            Πιο συγκεκριμένα, η καύση του σώματος δεν προσβάλλει άμεσα το δόγμα της αναστάσεως, αλλά το αίσθημα και το ήθος που καλλιεργεί το δόγμα αυτό[16]. Παραμορφώνει την προοπτική και την προσδοκία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο με αναπόφευκτη συνέπεια να θιγεί και το δόγμα, που είναι οργανικά ενωμένο μέ τό ήθος και τη ζωή της Εκκλησίας.

            Η Εκκλησία δεν αποστρέφεται το σώμα, αλλά το τιμά, επειδή ο άνθρωπος εικονίζει τον Θεό όχι μόνο ως ψυχή, αλλά και ως σώμα και έχει ως κύριο σκοπό να χωρέσει μέσα του τον Εικονιζόμενο, δηλαδή τόν ίδιο τον Θεό. Όλα τα άλλα υποτάσσονται και εντάσσονται στον σκοπό αυτόν[17].

            Η Εκκλησία δεν βλέπει το σώμα εχθρικά ούτε το θεωρεί "σῆμα", (τάφο), όπως ο Πλάτων, για να θέλει να το αφανίσει. Το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Είναι η ζωντανή Εκκλησία, μέσα στην οποία καλείται να λατρεύσει ο άνθρωπος τον Θεό. Καί όποιοι Τον λατρεύουν αληθινά, θεμελιώνουν με τα λείψανά τους τις κτιστές Εκκλησίες που στεγάζουν τους ζωντανούς. Γι' αυτό η Εκκλησία τιμά τα λείψανα τῶν αγίων και τα διατηρεί ως πολύτιμους θησαυρούς.

            Όποιος βλέπει το νεκρό σώμα ως λείψανο, ως σεβαστό, δηλαδή κατάλοιπο της ανθρώπινης υπάρξεως, θέλει να το τιμήσει έχοντας συναίσθηση της ιερότητας που χαρακτηρίζει την ταφή και εν συνεχεία τη διατήρηση των οστών[18]. Όποιος όμως βλέπει το νεκρό ανθρώπινο σώμα ως μακάβριο πτώμα, είναι φυσικό να το αποστρέφεται και να επιθυμεί τον αφανισμό του. Δεν διακρίνει σύμβολα, αλλά φυσικά αντικείμενα με χρηστική ή και χρηματιστική αξία. Λησμονεί την ψυχή και σκέφτεται λογικά: θεωρεί λογικότερη και πρακτικότερη την καύση των νεκρών σε μεγάλα αστικά κέντρα. Η στάση όμως αυτή αποτελεί προκλητικὴ διακήρυξη μηδενιστικής αποχρώσεως.

            Η απάντηση της Εκκλησίας στην αντίληψη αυτή είναι πως η ίδια αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο ελευθερίας και επομένως αντίκειται στη φύση της η λήψη μέτρων καταπιεστικών σε βάρος μιας κατηγορίας ανθρώπων[19].

            Βεβαίως δεν δεσμεύει κανέναν άνθρωπο να κάνει αυτό που εκείνος θεωρεί σωστό, σεβόμενη την ιδιαιτερότητα της κάθε κοινωνικής ομάδας ή του κάθε δόγματος.

Είναι επιτακτική σήμερα παρά ποτέ άλλοτε η ανάγκη της διάσωσης του ανθρώπινου προσώπου. Ο σεβασμός στο πρόσωπο επιβάλλει σεβασμό και στο ανθρώπινο σώμα, ο οποίος αποδίδεται με την φυσιολογική φθορά και όχι με μια βίαιη επέμβαση, όπως είναι αυτή της καύσεως του σώματος.

            Βεβαίως είμαστε ελεύθεροι καί υπεύθυνοι για τις επιλογές και τη συμπεριφορά μας. Η άκριτη όμως και απεριόριστη επίκληση της ελευθερίας και του αυτεξουσίου ούτε λογική ούτε ανθρώπινη μπορεί να είναι. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να γεννηθούμε ούτε κανείς θα μας ρωτήσει αν θέλουμε να πεθάνουμε. Κανείς δε μπορεί να αγνοήσει τους φυσικούς καί βιολογικούς του περιορισμούς, ούτε μπορεί να παραθεωρήσει τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η ιδιότητά του ως κοινωνικού όντος.

            Καί όμως, συχνά παρακάμπτουμε ορισμένα αυτονότητα καί χρησιμοποιούμε τις έννοιες της ελευθερίας και γενικότερα των δικαιωμάτων μας με σοφιστικό τρόπο. Η εύρεση της χρυσής τομής ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική εξάρτηση είναι δύσκολη ή και επώδυνη, αλλά ταυτόχρονα απαραίτητη.

            Ειδικότερα, στο θέμα της καύσεως των Ορθοδόξων υπάρχει ένα λεπτό σημείο: μπορεί κάποιος να ζητήσει νά καεί μετά τον θάνατό του. Η καύση του όμως θα πραγματοποιηθεί από ανθρώπους, οι οποίοι είναι πολύ πιθανό - καί στον τόπο μας ίσως βέβαιο - να έχουν αντιλήψεις αντίθετες προς την επιθυμία του εκλιπόντος. Πώς αυτοί θα υποχρεωθούν να την εκπληρώσουν; Καί κατά πόσον η ατομική επιθυμία εκείνου, που εδώ εκφράζει μια τοποθέτηση απέναντι στο ανθρώπινο σώμα, δεν παραβιάζει τήν ελευθερία της συνειδήσεως όσων είναι τοποθετημένοι διαφορετικά[20];

 

 

Συμπεράσματα προτάσεις

Ø  Κατόπιν των παραπάνω στοιχείων, μπορούν να διατυπωθούν οι εξής θέσεις:

Ø  Η Πολιτεία είναι η μόνη αρμόδια να νομοθετήσει για το θέμα της καύσεως. Άλλωστε στην Πολιτεία δεν ανήκουν μόνον μέλη της Εκκλησίας, αλλά και άνθρωποι ποικίλων Ομολογιών, Θρησκειών, ακόμη και αγνωστικιστές και άθεοι. Βεβαίως με τη νέα τροπολογία του νόμου 4277/2014 και με τα άρθρα 48 και 49 ο νομοθέτης δεν λαμβάνει ξεκάθαρα υπ' όψιν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του νεκρού. Συγκεκριμένα, εάν ο θανών δέν είχε εκφρασθεί ἐν ζωῇ περί της επιθυμίας για μετά θάνατον ταφή ή αποτέφρωση του σώματός του, τότε η αποτέφρωση δύναται να λάβει χώρα μόνο με τη δήλωση του/της συζύγου ή «συντρόφου», μετά του/της οποίου/ας έχει συνάψει «σύμφωνο συμβίωσης», ή τη δήλωση των συγγενών πρώτου ή δευτέρου βαθμού. Αυτό άλλωστε συντέλεσε ώστε να αποσταλεί και η υπ. Αριθμ 2959 της 29ης Οκτωβρίου 2014 της Ιεράς Συνόδου της Έκκλησίας της Ελλάδος. Με την οποία ξεκαθαρίζεται ότι δε θα τελείται νεκρώσιμη ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους αποδεδειγμένως και οικειοθελώς έχουν δηλώσει την επιθυμία για καύση του σώματός τους. Ενώ προστίθεται ότι «η αποτέφρωση του σώματος δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για λόγους θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς. Τέλος σημειώνεται ότι ο κάθε Μητροπολίτης μπορεί με δική του ευθύνη να τελεί κατά την κρίση του την ακολουθία του τρισαγίου.

 

Ø  Η Εκκλησία απορρίπτει την καύση γιατὶ αδυνατεί με αυτὴ να αντικαταστήσει τη βεβαιότητα καὶ ευλογία της ταφής. Δε μπορεί να υποτάξει τον σεβασμὸ της προς την ιερότητα του σώματος στὰ νέα ήθη της εποχής μας. Δεν δέχεται να προσφέρει κάτι βίαιο ως ἐναλλακτικὴ δυνατότητα αυτού, του οποίου την αγιότητα η ίδια βιώνει και μαρτυρεί.

Ø  Η Εκκλησία, όπως ήδη διαπιστώσαμε, έχει σταθερές απόψεις για την ύπαρξη του ανθρώπου, την αξία του σώματος, τη μετά θάνατον ζωή και την ανάσταση των νεκρών. Παράλληλα όμως σέβεται και την ελευθερία των ανθρώπων, τόσο αυτών που βρίσκονται έξω από τον «χώρο» της όσο και εκείνων που, ενώ ήταν μέλη της, διαπνέονται από άλλες ιδεολογίες και πεποιθήσεις. Γι' αυτόν τον λόγο η Εκκλησία δεν παρεμποδίζει τη νομοθέτηση για την αποτέφρωση των σωμάτων για όσους από ιδεολογία την επιθυμούν. Δεν θα μπορούσε, βέβαια, ποτέ να συστήσει την καύση των νεκρών, γιατί έτσι θα αρνηθεί έμπρακτα τη βασική διδασκαλία της για το σεβασμό του σώματος. Ως Μητέρα, ωστόσο, οφείλει προς τα παιδιά της να καταστήσει σαφή τα εξής:

Ø  Γιὰ όσους εμμένουν στην καύση, μάλιστα μὲ δημόσια δήλωση απιστίας στὴν αιώνια ζωή καὶ περιφρόνησης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, δεν χρειάζεται να τελεσθεί εξόδιος ακολουθία ή επιμνημόσυνη δέηση. Ο λόγος είναι συγκεκριμένος: οι ακολουθίες αυτὲς προϋποθέτουν τὴν πίστη καὶ τὴν ελπίδα του θανόντος στὴν αιώνια ζωὴ καὶ τὸν σεβασμό του στην Εκκλησία. Μόνον τότε έχουν αξία: είναι οι προσευχὲς και εκτενείς δεήσεις της Μητέρας Εκκλησίας προς τον Θεό που πηγάζουν από την ακλόνητη πίστη της στην άρρητη φιλανθρωπία του, από αγάπη για το κεκοιμημένο παιδί της, από ελπίδα στη σωτηρία του και πόθο μετοχής του στην ουράνια Βασιλεία. Βασικό αίτημα των δεήσεων αυτών είναι η άφεση των αμαρτιών του θανόντος που οφείλονται στην αδυναμία και αμαρτωλότητα της ανθρώπινης φύσης. Κατά συνέπεια, οι ακολουθίες αυτές δεν τελούνται για κοινωνικοὺς λόγους που ικανοποιούν τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα συναισθήματα των συγγενών. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εκκλησία μπορεί να αρνηθεί στον πόνο του κάθε ανθρώπου το χάδι της ελπίδας, την ανακούφιση, την ευγενική παραμυθία και την αγάπη.

Ø  Σὲ περιπτώσεις όμως που κάποιοι, χωρὶς να ασεβούν στην Εκκλησία, δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με τη διδασκαλία της, ενδεχομένως για λόγους ψυχολογικοὺς ή εσφαλμένης οικολογικής συνείδησης ή κοινωνικής πίεσης ή παραπλάνησης, θὰ μπορούσε να συζητηθεί το ενδεχόμενο κάποιας οικονομίας-φιλανθρωπίας. Εὰν η Ιερὰ Σύνοδος συμφωνήσει ότι υπάρχουν τέτοια περιθώρια, τότε θα ήταν δυνατὸν να μην τελεστεί μεν ακολουθία, αλλὰ να διαβαστεί κατ' οικονομίαν μια δέηση, ώστε να μη φύγουν κατὰ το δη λεγόμενον, αδιάβαστοι. Η δέηση αυτή καλό θα είναι να τελείται μόνο σε κοιμητηριακὸ ναὸ με κρεματόριο, όχι σε ενοριακὸ ναό ή παρεκκλήσι. Κάτι τέτοιο όμως θα πρέπει να θεσπιστεί συνοδικά.

Ø  Η στάση της Εκκλησίας πρέπει να είναι υπεύθυνη και συνετή προς την Παράδοσή της, αλλά και απέναντι στα παιδιά της. Ως προς την Παράδοση, εφ' όσον η Εκκλησία επιμένει στη μεγάλη σημασία της ταφής, οφείλει να περιβάλλει τις σχετικὲς τελετουργικὲς πράξεις (κηδεία, ταφή, επιμνημόσυνη δέηση, εκταφή, φύλαξη των οστών), με τις ανάλογες αρετές προς τα ψαλλόμενα και θεολογικώς υποστηριζόμενα (τάξη, σοβαρότητα, καθαρότητα, σεβασμό, ἀνθρωπιά, αἰσθητική).

Ø  Εμείς οι κληρικοί, αλλά και όλα τα ενεργά μέλη του Σώματος της Εκκλησίας του Χριστού έχουμε χρέος να διδάξουμε με ευγένεια, να εξηγήσουμε με υπομονὴ και να ακούσουμε με αγάπη τον λαό μας, ακόμη και όταν εκτρέπεται ή δεν συμφωνεί με την παράδοση μας, η οποία είναι πολύ αληθινή και ανθρώπινη. Απαιτείται πολλή προσοχή για να μην  κλείσουμε εμείς την θύρα της Βασιλείας του Θεού «διά τήν παράδοσιν ἡμῶν(;)» (Ματθ. 15, 3). Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο αυτόν, είναι ανάγκη να μιλήσουμε στη διάλεκτο όσων ἐπιχειρηματολογούν αντίθετα, με φρόνημα όμως και τρόπο εντελώς διαφορετικό.

Ø  Στην εποχή μας και στις μέρες μας "Βούλες", "ντιρεκτίβες", "αφορισμοί" και "αναθέματα" είναι αδιανόητα και εκ προοιμίου απορριπτέα. Πρέπει ως Εκκλησία να λάβουμε σοβαρά υπ' όψιν μας την πνευματική κατάσταση των σημερινών ανθρώπων: την τεράστια άγνοια που διακρίνει ακόμη και τα ενεργά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, τα οποία θα έπρεπε να γνωρίζουν την ορθόδοξη θεολογία και να τρέφονται από αυτήν. Η οδυνηρή πραγματικότητα είναι ότι οι Χριστιανοί ούτε γνωρίζουν, ούτε μπορούν να «δώσουν λόγον περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α' Πετρ. 3, 15). Δεν μπορούν να θρέψουν πνευματικά ούτε τα φυσικά παιδιά τους, έστω και αν η Εκκλησία τα βάπτισε νήπια, εναποθέτοντας στους γονείς το καθήκον της κατήχησης!

           Κλείνουμε την πραγμάτευση του μεγάλου θέματος της ταφής με ένα επείγον αίτημα: σε έναν κόσμο αποπροσανατολισμένο και «μπερδεμένο» πνευματικά σαν τον σημερινό, η Εκκλησία έχει χρέος να "χορτάσει" τα παιδιά της με την ορθόδοξη θεολογία περί του ανθρωπίνου σώματος. Την αποστολή της αυτήν όμως αρμόζει να την επιτελέσει βάσει της θεμελιώδους αρχής της ελευθερίας, που είναι συνυφασμένη με το πρόσωπο του Χριστού, από Τον οποίον τελειούνται και αυξάνουν και η Εκκλησία και η ελευθερία!

           Για τα παιδιά της, και για όσους «είναι και δεν είναι» παιδιά της, αλλά και για «τους έξω», και ακόμα περισσότερο για τους αντιδιατιθεμένους, πρέπει να είναι μια Εκκλησία που αναλαμβάνει κινδύνους και παίρνει ρίσκα, μια Εκκλησία που δεν μπορεί να λειτουργήσει στον σύγχρονο κόσμο, παρά μονάχα με γνωμονα την αγάπη και την ελευθερία, οι οποίες άλλωστε πηγάζουν από τον Πατέρα μας που είναι η ίδια η Αγάπη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αντουράκης Γ., Ταφή, καύση καὶ ἀνάσταση νεκρών. Μηνύματα από την Παράδοση και την Τέχνη, εκδ. β΄ Αθήνα 1986.

Γαλανόπουλος Μ. (μητρ. Κυθήρων), Διατὶ ταφὴ καὶ ὄχι καῦσις τῶν νεκρῶν, Αθήνα 1962.

Δουνδουλάκης Ε., Η Καύση των Νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μελέτες Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2003, (σ.40).

Θεοδωρίδης Δ., Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, Αθήνα 1956.

Ιερὰ Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ταφὴ ή καύση των νεκρών; ΕΚΥΟ, Αθήνα 2002.

Λέκκος Ε., Ταφὴ ή καύση των νεκρών; Αθήνα 1994.

Μαντζουνέας Ε., Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, Αθήνα 1987.

Μπαλάνος Δ., Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ὑπὸ θρησκευτικὴν ἔποψιν, Ἀθῆναι                              1912.

Μπούμης Π., Η καύση τῶν σωμάτων, Ἀθῆναι 1999.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Βλάχος Ι. (μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου), «Η θεολογικὴ άποψη καὶ οι εκκλησιολογικὲς συνέπειες της καύσεως των νεκρών» στο Ταφὴ ή καύση των νεκρών; Ιερὰ Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΕΚΥΟ, Αθήνα 2002.

Μεταλληνός Γ. (πρωτοπρ.), «Η ταφὴ των νεκρών, καρδιὰ του πολιτισμού μας», ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, 25.2.1999.

Σαββάτος Χ. (μητρ. Μεσσηνίας), «Ταφὴ ή καύση των νεκρών; Η απάντηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας καὶ τὰ ανθρώπινα δικαιώματα», ΙΘΩΜΗ, 57 (58), 2008, 11-14.

Χατζηνικολάου Ν. (μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής), «Καύση νεκρών: αμετάκλητη λήθη ή αιώνια μνήμη;» ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.1.1999.

Χριστινάκης Π.Ε.,  «Ταφή ή καύση των νεκρών; - ιστορικοκανονική θεώρηση» στο Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ιερὰ Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΕΚΥΟ, Αθήνα 2002.

Ø   

 


[1] Τα γεγονότα αυτά παρουσιάζονται εν συνόψει στην πολὺ ενδιαφέρουσα μελέτη του Μητροπολίτου Κυθήρων Μελετίου (Γαλανόπουλου) το 1962 μὲ τὸν τίτλο: «Διατί ταφὴ καὶ ὄχι καῦσις τῶν νεκρῶν;»

[2] Δονδουλάκη Εμμανουήλ, Η Καύση των Νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Πουρνάρα 2003, σ.40.

 

[3] Ακόμη, οι Ανατολικές μονοθεϊστικές θρησκείες, που πιστεύουν στην μετεμψύχωση, θεωρούν την καύση των σωμάτων ως υποχρεωτικό πέρασμα για την απελευθέρωση της ψυχής.

 

[4] Βλ. Σοφοκλέους Ἀντιγόνη. Κατὰ τὸν Δημοσθένη καὶ τὸν Λυσία, η παράλειψη του καθήκοντος του ενταφιασμού λογίζεται ως βαρὺ έγκλημα. Σαφή θέση εναντίον της καύσεως των νεκρών συναντούμε και στον Τερτυλιανό.

[5] Βλ. Γ. Αντουράκης (1986, 12,22).

[6] Ολόκληρη η ραψωδία Ρ περιλαμβάνει τὶς μάχες που έγιναν για το νεκρὸ σώμα του Πάτροκλου.

[7] Βλ. Γ. Αντουράκης (ό.π., 22).

[8] Terilianus,De cor.mil.,1PL2,795Q: «Christianus cui cremari non licuit».

[9] Π.Ε. Χριστινάκης «Ταφή ή καύση των νεκρών; - ιστορικοκανονική θεώρηση» στο Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ιερὰ Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΕΚΥΟ, Αθήνα 2002, 49.

[10] Η λεπτομερὴς αναφορὰ που γίνεται, μάλιστα και απὸ τοὺς τέσσερις Ευαγγελιστές στη θεόσωμο ταφὴ του Κυρίου καταδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο τὴ μεγάλη σημασία της.

[11] Ἰωσὴφ ἐπιβαλεῖ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς σου.

[12] «καὶ ἐκοιμήθη Ἀσᾶ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν μνήματι, ᾧ ὤρυξεν ἑαυτῷ ἐν πόλει Δαυΐδ, καὶ ἐκοίμησαν αὐτὸν ἐπὶ κλίνης καὶ ἔπλησαν ἀρωμάτων καὶ γένη μύρων μυρεψῶν καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ἐκφορὰν μεγάλην ἕως σφόδρα».

[13] Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος, «Η θεολογική άποψη και οι εκκλησιολογικές συνέπειες της καύσεως των νεκρών» στο: Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΕΚΥΟ, Ἀθῆναι 2002, 32.

[14] σωτηρία < σῶον + τηρῶ.

[15] Γ. Μαντζαρίδης «Η καύση των νεκρών από την άποψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας και ηθικής» στο Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ιερὰ Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΕΚΥΟ, Αθήνα 2002,100.

[16] Γ. Μαντζαρίδης,ό.π. 103. Πρβλ. και Ι.Π. Μπούμης (1999, 5).

[17] Στην εκκλησιαστική ιστορία υπήρξαν περιπτώσεις, όπου η καύση του σώματος υπηρετούσε τον συγκεκριμένο σκοπό , γι' αυτό και γινόταν όχι μόνο αποδεκτή, αλλά και επιθυμητή. Για παράδειγμα,οι χριστιανοί που καταδικάζονταν στον δια πυράς θάνατο δεν τον απέφευγαν, αντίθετα τον υπέμεναν προσβλέποντας στην τελική ένωσή τους με τον Χριστό. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ εὐχή πού διατυπώνει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γιά τόν ἑαυτό του: "Πῦρ καί σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ἀνατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί ὀστέων, συγκοπή μελῶν, ἀλεσμοί ὅλου τοῦ σώματος... ἐπ' ἐμέ ἐρχέσθωσαν, μόνον ἵνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω". Ο πόθος αυτός για πλήρη αφανισμό δεν οφείλεται σε εχθρότητα προς το σώμα ή την ύλη, αλλά στην αγάπη τους προς τον Κύριο: είναι ο πόθος για τη φανέρωση της οντολογικής αλήθειας της εικόνας.

[18] Άλλωστε γνωρίζουμε σήμερα ότι και τα ξερά οστά διατηρούν ζωντανή τη βιολογική ταυτότητα του νεκρού, σε αντίθεση με τη στάχτη.

[19] Βλ. αναλυτικότερα Χρ. Σαββάτος (μητρ. Μεσσηνίας) «Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα», ΙΘΩΜΗ, αρ. τεύχ. 57 (58), 2008, σσ. 11-14.

[20] Ό.π., 105.