«Η ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Πρωτ. Γεώργιου Δορμπαράκη, Βόλος 18/10/2016

Τρίτη, 18 Οκτώβριος 2016

 

Εισήγηση σε ιερατική σύναξη της Ι. Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού

18 Οκτωβρίου 2016, από τον π. Γεώργιο Δορμπαράκη.

 

Καταρχάς, θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, διότι αφενός φανερώνει κάθε φορά την αγάπη και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπό μου καλώντας με στις σπουδαίες αυτές ιερατικές συνάξεις, αφετέρου με προκαλεί έτσι να αναμετρηθώ με θέματα που με κάνουν να νιώθω τη θεολογική μου μετριότητα η και ανεπάρκεια, όταν μάλιστα τα θέματα αυτά καλούμαι να τα εκθέσω ενώπιον συμπρεσβυτέρων μου με γνώση και πνευματική εμπειρία ουκ ολίγες.

Το θέμα που μου ανετέθη, μέσα στα πλαίσια της αναφοράς μας στη βαθειά και ρωμαλέα θεολογία του εκλεκτού σκεύους του Θεού αποστόλου Παύλου, νομίζω ότι εμπερικλείει και τους βασικούς άξονες διαπραγμάτευσής του: «Η πρόληψη των εσχάτων μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας». Που σημαίνει, πρώτον, ότι πρέπει να καθορίσουμε όσο είναι δυνατόν την έννοια των εσχάτων, και δεύτερον, πως αυτά τα έσχατα που μας παραπέμπουν στο μέλλον ήδη προλαμβάνονται στο εκάστοτε παρόν, συνεπώς το μέλλον βιώνεται ήδη ως παρόν μέσα στην Εκκλησία και μάλιστα μέσα στα μυστήριά της, πάντοτε με την προϋπόθεση ότι, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η εσχατολογία των μυστηρίων στην προσωπική ζωή του πιστού, άλλη οδός  από τη συνειδητή ανταπόκρισή του δια της ασκητικής οδού, ήτοι της τηρήσεως από αυτόν του αγαθού θελήματος του εν Τριάδι Θεού, δεν υπάρχει. 

Επικαλούμενος τις ευχές του Σεβασμιωτάτου και όλων σας και με το δεδομένο ότι δεν είμαι ειδικός επί των θεμάτων της Καινής Διαθήκης, ζητώ τη συγκατάβαση και την επιείκειά σας σε όσα λίγα και ατελή θα καταθέσω στην αγάπη σας.

1. Η έννοια των εσχάτων στην Εκκλησία.

Πριν κάνουμε ειδική αναφορά στην εσχατολογία της Εκκλησίας, δύο παρατηρήσεις είναι νομίζουμε αναγκαίες. Η πρώτη αναφέρεται στην προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται κάθε λόγος περί εσχάτων: ότι υφίσταται χρόνος έχοντας αρχή και κάποιο τέλος, γεγονός το οποίο αποκλείει από την έννοια της εσχατολογίας κάθε θρησκευτική δοξασία ή φιλοσοφία που εκλαμβάνει τον χρόνο ως αεί ανακυκλούμενο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους αρχαίους Έλληνες, διότι ο κόσμος εκεί θεωρείται αιώνιος, χωρίς αρχή και τέλος, μέσα στον οποίο ενυπάρχουν όχι μόνον οι άνθρωποι και η φυσική πραγματικότητα, αλλά και οι ίδιες οι θεότητες. Στην περίπτωση των αρχαίων Ελλήνων η όποια εσχατολογία, αν μπορεί πια να ονομαστεί έτσι, απλώς κατανοείται όπως συμβαίνει στην τραγωδία, δηλαδή «ό,τι συμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου είναι προκαθορισμένο από τους θεούς» (Ζηζιούλας). Η δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στην κοσμικού τύπου λεγόμενη εσχατολογία, όπως εκφράστηκε «στη νεώτερη δυτική σκέψη, στην οποία επικρατεί ο ουμανισμός (πρβλ. μαρξισμό και καπιταλισμό), (σύμφωνα με την οποία) ο άνθρωπος με την πράξη του μπορεί να δημιουργήσει το μέλλον του». Προϋπόθεση και στα δύο αυτά, αρχαιοελληνισμό και ουμανισμό, είναι ότι το παρελθόν καθορίζει το μέλλον, ότι «το μέλλον μπορεί να προγραμματιστεί και να αποτελέσει αιτιατό ενός αιτίου που βρίσκεται στο παρελθόν» (Ζηζιούλας).

Στη χριστιανική εσχατολογία τα πράγματα ανατρέπονται ολοκληρωτικά: όχι το παρελθόν, αλλά το μέλλον είναι εκείνο που καθορίζει το παρελθόν, τα έσχατα με την παρουσία της Βασιλείας του Θεού είναι εκείνα που ρίχνουν ισχυρό φως στα γεγονότα του παρελθόντος. Η κατανόηση της παράδοξης αυτής πραγματικότητας γίνεται καλύτερα αν εξετάσουμε εν συντόμω και το τί συμβαίνει στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. π.χ. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, «Ημέρα Κυρίου»). Διότι στον χώρο αυτό, που συνιστά το πρώτο μέρος της αποκάλυψης του Θεού με την προοπτική του ερχομού του Μεσσία Χριστού, έχουμε την ίδια θεώρηση του χρόνου, ως ευθύγραμμης πορείας με αρχή και τέλος, μέσα στον οποίο παρεμβαίνει δυναμικά ο ίδιος ο Θεός που αποκαλύπτεται - ό,τι ονομάζουμε εσχατολογία. Η ιστορία δηλαδή του Ισραήλ, κατά τους προφήτες, αποκτά ιερό χαρακτήρα λόγω των παρεμβάσεων του Θεού Γιαχβέ, ο Οποίος περιγράφεται ότι επεμβαίνει στα γεγονότα της ιστορικής πορείας του λαού Του, τέλος δε ότι θα επέμβει και την έσχατη ημέρα, κατά την οποία θα παύσει να υπάρχει πια ο κόσμος με τη μορφή που τον ξέρουμε, τότε που θα έχουμε τη συντέλεια του κόσμου. Οι επεμβάσεις αυτές ονομάζονται «ημέρα Κυρίου», και διαπιστώνουμε έτσι ότι χαρακτηρίζονται από μία προοδευτικότητα από πλευράς του Θεού: από «ημέρα Κυρίου» μόνο για τον Ισραήλ, γίνεται «ημέρα Κυρίου» και για όλα τα έθνη, και μάλιστα όχι πια μέσα στον χρόνο, αλλά στο τέλος των καιρών, στο τέλος όπως είπαμε του σημερινού κόσμου. Έτσι και στην Π. Δ. η κάθε «ημέρα Κυρίου», η κάθε παρέμβαση και επέμβασή Του είτε στον Ισραήλ είτε στον υπόλοιπο κόσμο έχει εσχατολογικό χαρακτήρα, αφού βεβαίως Εκείνος, ο Γιαχβέ, είναι το πλήρωμα του χρόνου και «ο πατήρ του μέλλοντος αιώνος».

Η κατανόηση αυτή της εσχατολογίας από την Παλαιά Διαθήκη συνεχίζεται και στην Καινή, μάλλον παίρνει μία νέα διάσταση, αφού  έκτοτε ο χρόνος θεωρήθηκε ότι έφθασε πια στην πληρότητά του στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού...»(Γαλ. 4,4). Με τον Ιησού Χριστό δηλαδή, τον ενανθρωπήσαντα Θεό, τα έσχατα είναι ήδη εδώ, είναι παρόντα, γι' αυτό και ο ερχομός Του συνιστά την ημέρα «της επισκέψεως του Κυρίου» (Α  Πέτρ. 2, 12), την ημέρα «της κρίσεως»(Β  Πέτρ. 2, 9), την ημέρα του Κυρίου Ιησού, του Χριστού, του Υιού του ανθρώπου. Πρόκειται αλλιώς για την αποκάλυψη (Β  Θεσ. 1,7), για την επιφάνεια του Θεού (Α Τιμ. 6, 14, Τιτ. 2, 13) και για την παρουσία Του (Α  Θεσ. 2, 19, Β  Θεσ. 2, 1, Α  Κορ. 15, 23), παρουσία μάλιστα σωματικής φύσεως (Β Κορ. 10, 10). Ο απόστολος Παύλος, όπως και άλλα Καινοδιαθηκικά κείμενα, «βιάζονται να τοποθετήσουν την «επιφάνεια» του Κυρίου ακόμη και στην ενσάρκωση»: «...την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων, φανερωθείσαν δε νυν δια της επιφανείας του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Β  Τιμ. 1, 10) (Λ.Β.Θ).

Όπου Χριστός λοιπόν εκεί και η Βασιλεία του Θεού, εκεί και η παρουσία των εσχάτων. Μπορούμε να προχωρήσουμε την αλήθεια αυτή. Πώς; Αν λάβουμε υπόψιν ότι κατά πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας ήδη η δημιουργία του κόσμου από τον Θεό γίνεται με την προοπτική του ερχομού του Υιού Αυτού Ιησού Χριστού - (είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα επισημαίνει επ' αυτού ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής για παράδειγμα κατά την παρουσίαση της θεολογίας του από τον μακαριστό καθηγητή Παναγόπουλο: «Όπως η εκ του μηδενός δημιουργία είναι φανέρωση της άπειρης αγάπης του Θεού, έτσι και η ενσάρκωση ανήκει στη λυτρωτική οικονομία Του, είναι η τελική φάση του δημουργικού του σχεδίου. Για τον λόγο τούτο ο άγιος Μάξιμος διακρίνει δύο εποχές στην ιστορία της θείας οικονομίας. Η πρώτη κατακλείνεται και ολοκληρώνεται με την ενσάρκωση, όπου ο Θεός συγκαταβαίνει, ενανθρωπίζεται. Η δεύτερη είναι η εποχή της αναβάσεως του ανθρώπου στη δόξα της θεώσεως...Έτσι η ενσάρκωση υπάρχει εξαρχής στη δημιουργική και λυτρωτική βουλή του Θεού, είναι το έσχατο τέλος της, ο προεπινοούμενος θείος σκοπός της») - , όπως και το γεγονός ότι απαρχής, από το λεγόμενο πρωτευαγγέλιο και εφεξής διά των προφητών, σταθερά υπάρχει αυτή η προσμονή του ερχομού του Μεσσία Χριστού προκειμένου να «ανακεφαλαιώσει» τα πάντα στον κόσμο και να τα θέσει και πάλι μέσα στο πλαίσιο του αρχικού σχεδίου του  Θεού, δηλαδή της διαρκούς κοινωνίας του ανθρώπου και του κόσμου με Αυτόν, (όλη η Παλαιά Διαθήκη δεν έχει έντονο χριστολογικό χαρακτήρα και δεν γίνεται κατά τη χριστιανική πίστη αποδεκτή ως προφητεία για τον Χριστό;), τότε κατανοεί κανείς ότι η όποια «ημέρα Κυρίου», η όποια εσχατολογία ως παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο είναι τελικώς παρούσα απαρχής.

Κι όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά κυρίως και για το μέλλον: ο  ερχομός του Χριστού έφερε ήδη τα έσχατα ως παρόντα, ο Ίδιος όμως «και πάλιν έρχεται μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς». Έσχατα λοιπόν με την παρουσία του Χριστού ως προφητεία και εκπλήρωση, έσχατα με την προσδοκία και πάλι της Δευτέρας Του Παρουσίας. Κατά τους βιβλικούς θεολόγους μάλιστα «μία ορισμένη ένταση παραμένει ανάμεσα στην παραδοσιακή εσχατολογία και στην πραγμάτωσή της» (Λ.Β.Θ.). Διότι οι χριστιανοί, η Εκκλησία δηλαδή μέλη της οποίας είμαστε οι πιστοί, ζούμε το ήδη της Βασιλείας του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το όχι ακόμη της Δευτέρας Του Παρουσίας. Η Δευτέρα Του αυτή Παρουσία είναι ο εν δόξη αυτή τη φορά ερχομός του Ιησού Χριστού, κατά τον οποίο ερχομό ο απόστολος Παύλος «μνημονεύει τη σάλπιγγα και τον αρχάγγελο της συντελείας (Ζ  Θες. 4, 16 εξ., Α Κορ. 15, 52) και υπενθυμίζει ότι η ημέρα θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί...ώσπερ η ωδίν τη εν γαστρί εχούση»(Α Θεσ. 5,3), και ότι θα σημειώσει την οριστική νίκη πάνω στους εχθρούς (Α  Κορ. 15, 24-28). Προσθέτει όμως συνάμα ότι τότε θα πραγματοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών και η συνάντηση με τον Χριστό που θα κατεβαίνει από τον Ουρανό (Α Θεσ. 4, 16 εξ.)... Κοντολογίς, την ημέρα του Κυρίου θα λάμψει ο θρίαμβος του Θεού (Π.Δ.) δια του Υιού Του Ιησού (Κ.Δ.). Όλα θα αποκατασταθούν (Πραξ. 1,6. 3,20), με την προοπτική της σωτηρίας (Α Πέτρ. 1,4 εξ.) και τα σώματά μας θα μεταμορφωθούν, θα γίνουν «σύμμορφα τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλ. 3, 20 εξ.)» (Λ.Β.Θ.).

Αυτό το ήδη και το όχι ακόμη της παρουσίας του Κυρίου, η ένταση μεταξύ της πρώτης και δεύτερης παρουσίας Του, δημιούργησε κάποια προβλήματα στους πιστούς χριστιανούς των πρώτων χρόνων, ορισμένα από τα οποία αντιμετωπίστηκαν ήδη από τον απόστολο Παύλο. Όλοι γνωρίζουμε για παράδειγμα το τί συνέβη στη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, στην οποία ορισμένοι χριστιανοί, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι όπου να 'ναι ξανάρχεται ο Κύριος εγκατέλειπαν την οικογένειά τους και άφηναν τις εργασίες τους. Ο απόστολος τους έλεγξε. Χωρίς και ο ίδιος να εγκαταλείπει την πίστη στην αμεσότητα παρουσίας του Κυρίου (Α΄ Θεσ. 4,17), τους λέει να γυρίσουν πίσω στην καθημερινότητά τους, ζώντας όμως με την επαγρύπνηση της παρουσίας Του, διότι «η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται» (Α  Θεσ. 5, 2).

Ο ίδιος ο Κύριος είχε αναγγείλει, βεβαίως, αυτήν την αργοπορία, «προτρέποντας για τον λόγο αυτόν σε μία επίμονη εγρήγορση - («γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 24, 44) - που επιτρέπει την ακέραια διατήρηση της εντολής (Α  Τιμ. 6, 15). Ο χρόνος που μας χωρίζει από την Παρουσία του Κυρίου πρέπει να αναλωθεί στην αύξηση των ταλάντων (Μτ. 25, 14-30), στη βοήθεια των άλλων (25, 31-46), σύμφωνα με τη νέα εντολή που δίδαξε ο Ιησούς, προκειμένου να αναχωρήσει και να αναγγείλει την επάνοδό Του (Ιω. 13, 33-36). «Άρα ουν», καταλήγει ο απόστολος Παύλος, «ως καιρόν έχομεν, εργαζώμεθα το αγαθόν εις πάντας» (Γαλ. 6, 10). Αν η Παρουσία καθυστερεί, πρέπει πράγματι να είμαστε επιφυλακτικοί στα κηρύγματα των ψευτοδιδασκάλων: θα έρθει σίγουρα (Β΄ Πέτρ. 3, 10). Αν σήμερα φαινομενικά τίποτα δεν άλλαξε (3,4), είναι γιατί αναμένεται η τιμωρία του κόσμου με τη φωτιά (3,7). Αν καθυστερεί, είναι γιατί ο Κύριος δεν μετρά τον χρόνο όπως οι άνθρωποι (3,8) και γιατί ελπίζει, με την υπομονή Του, στη μετάνοια όλων των ανθρώπων (3,8 εξ.). Ο πιστός, λοιπόν, πρέπει να προσεύχεται ώστε να πραγματοποιηθεί η Παρουσία, γιατί είναι η έλευση της Βασιλείας σε όλη της την πληρότητα: «Κύριε έρχου!», έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί (Α  Κορ. 16, 22. Απ. 22, 17.20)» (Λ.Β.Θ.).

Είναι ευνόητο, λοιπόν, με τα παραπάνω ότι η εσχατολογία ουδέποτε αφίσταται τελικώς από την ιστορία. Μία εσχατολογία ως αποκλειστική στροφή προς το μέλλον με παραθεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι θα σήμαινε μάλλον άρνηση της ενανθρώπησης του Θεού η τουλάχιστον υποβιβασμό του Λόγου που «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1, 14). Από την άλλη μία αποκλειστική προσκόλληση στην ιστορία χωρίς ενατένιση του προσώπου του Χριστού και βίωση του ήδη ερχομού Του όπως και της πάλιν εν δόξη παρουσίας Του θα σήμαινε απιστία και ειδωλολατρία. Η εσχατολογία λοιπόν μας θέτει στο σημείο της ορθής θεώρησης της ιστορίας· ο ερχομός του Χριστού: το ήδη και το όχι ακόμη που είπαμε, αποτελεί τον ισχυρό προβολέα για να μπορούμε να πορευόμαστε στον κόσμο αυτόν κατά τον τρόπο του Χριστού και των Αποστόλων, που σημαίνει ότι η χριστιανική ύπαρξη, όπως ασφαλώς και η καθόλου Εκκλησία ως σώμα Χριστού, έχουν βαθύτατη εσχατολογική διάσταση. Μία φράση του εκκλησιαστικού συγγραφέα Ευσεβίου αποδίδει θαυμάσια αυτήν την αλήθεια. Ο χριστιανός, σημειώνει, είναι «εν σαρκί περιπολών Θεός».

Η αποδοχή και η βίωση του εσχατολογικού αυτού στοιχείου από τους πιστούς και την Εκκλησία, αφενός οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει χριστιανική πίστη ανεξάρτητα από την εσχατολογία της, κάτι που τονίστηκε με ιδιαίτερη ένταση στα νεώτερα ιδίως χρόνια στον χώρο της θεολογίας, ακόμη και τον ετερόδοξο, με αποτέλεσμα και η ίδια (η θεολογία) να πάψει να θεωρεί ακριβώς την εσχατολογία ως το τελευταίο απλώς κεφάλαιο της Δογματικής διδασκαλίας και να την θέσει στο κέντρο της όλης διαπραγμάτευσής της, αφού όλα τελικώς σφραγίζονται και κατανοούνται κάτω από το εσχατολογικό αυτό φως. Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις σπουδαίων συγχρόνων θεολόγων επ' αυτού. Ο π. Ιωάννης Μάγεντορφ για παράδειγμα γράφει: «Η εσχατολογία δεν μπορεί ποτέ πραγματικά να θεωρηθεί ως ξεχωριστό κεφάλαιο της χριστιανικής θεολογίας, διότι προσδιορίζει το χαρακτήρα της θεολογίας συνολικά». Και ο ημέτερος μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης σημειώνει: «Αν η Εκκλησία είναι «εν τω κόσμω» αλλά όχι «εκ του κόσμου», αν «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν», τότε η ταυτότητα της Εκκλησίας, η υπόστασή της, η οντολογία της, είναι εσχατολογική. Το είναι της βρίσκεται στη μέλλουσα Βασιλεία του Θεού, οι ρίζες της είναι στα έσχατα, και μόνον τα κλωνάρια και τα φύλλα του δένδρου της βρίσκονται στο παρελθόν και το παρόν της ιστορίας».

Αφετέρου, το εσχατολογικό αυτό ήθος για την Εκκλησία και τους πιστούς τους διαφυλάσσει από τον μεγαλύτερο νομίζουμε κίνδυνο που διατρέχουν πάντοτε και παντού οι πιστοί: τον συσχηματισμό τους με τον κόσμο, την έκπτωσή τους από το «καινόν» που έφερε ο Χριστός στο «κοινόν» του κόσμου, δηλαδή και σε αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι οι αποκομμένοι από τον Θεό και στο ρυπαρό συνεπώς στοιχείο της αμαρτίας που τους διακατέχει. Πρόκειται όπως καταλαβαίνουμε για τον κίνδυνο της εκκοσμικεύσεως που ελλοχεύει στη ζωή όλων μας, ευθύς ως απομακρυνθούμε από αυτό το ήθος, το οποίο μας θέτει αδιάκοπα πάνω στην εγρήγορση που ζήτησε και ζητά ο Χριστός από τους πιστούς. Η αίσθηση ότι ο κόσμος δεν είναι η τελική αναφορά μας, διότι «παράγει», παρέρχεται, η βαθειά πεποίθηση ότι ως μέλη του Χριστού δεν μπορούμε παρά να προσβλέπουμε στον μόνο και αιωνίως Όντα, τον Τριαδικό Θεό και τον Κύριο Ιησού Χριστό, δίνει την αποφασιστική ώθηση ώστε να ζούμε σύμφωνα μ' αυτό που επισημαίνει και ο απόστολος Παύλος: ως τέκνα όχι πια του σκότους, αλλά του φωτός, διότι η νύκτα έχει παρέλθει  και το φως ήδη έχει φανεί (πρβλ. Ρωμ. 13, 11 εξ.).  Μόνον όταν η λήθη, που συνιστά τη μεγαλύτερη τυραννίδα κατά τους Πατέρες, μας καταλάβει, τότε πράγματι μπορούμε να χάσουμε αυτό που είναι η προτεραιότητά μας, δηλαδή η βασιλεία του Θεού. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού» (Ματθ. 6, 33) προτρέπει συνεχώς ο λόγος του Θεού.

Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο κανείς έτσι να αρνηθεί αυτό που τονίζει γενικώς η Εκκλησία μας δια των αγίων της, ότι δηλαδή η εμπροσθοφυλακή της είναι ο μοναχισμός, η «μοναδική πολιτεία» κατά τον Κλίμακος Ιωάννη. Διότι ο μοναχισμός, όταν ορθά - και το τονίζουμε το ο ρ θ α  -  βιώνεται από τους επιλέγοντάς τον, βιώνει ήδη μέσα στην ιστορία την εσχατολογία στον απόλυτο δυνατό βαθμό. Διακηρύσσει από τώρα, στο μεταξύ του ήδη και του όχι ακόμη της Δευτέρας Παρουσίας, ο,τι απεκάλυψε ο Κύριος και δίδαξαν και έζησαν οι άγιοι απόστολοι, δηλαδή στην πραγματικότητα το «ζω δε ουκέτι εγώ» του αποστόλου Παύλου, «ζη εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20). Γι' αυτό και οι μοναχοί αποτελούν τα «δεύτερα φώτα» μετά το πρώτο που είναι ο Χριστός μας, αποτελούν το «αγγελικόν πολίτευμα», συνιστούν το «βία φύσεως διηνεκής» ως αγώνα υποτάξεως με τη χάρη του Θεού των ψεκτών παθών του εγωϊσμού στον ηγεμόνα νου και μεταμορφώσεώς τους σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, συνεπώς την όποια θλίψη και οδύνη την ζουν και ως χαρά και ηδονή. Κοντολογίς, η εσχατολογική δόξα της Βασιλείας του Θεού διαπερνάει την καθημερινότητα του μοναχού, κάνοντάς τον να εναλλάσσει το αδιάκοπο από τα χείλη του εκφερόμενο «Κύριε ελέησον» με το «Δόξα τω Θεώ».

 

2. Τα μυστήρια της Εκκλησίας ως πρόληψη των εσχάτων.

Όχι μόνο στην Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού, όπου το Άγιον Πνεύμα σφραγίζει τη ζωή της ως ψυχή αυτής, αλλά ήδη και στην Παλαιά Διαθήκη, η «ημέρα του Κυρίου» «πρώτα είναι ένα ιστορικό γεγονός, η κατεξοχήν ημέρα που αντικρίζει τον θρίαμβο του Θεού», αλλά «είναι συνάμα (και) μία λατρευτική διατύπωση, η ημέρα που αφιερώνεται ειδικά στη λατρεία του Θεού. Οι δύο αυτές σημασίες δεν είναι άσχετες μεταξύ τους. Η λατρεία μνημονεύει και αναγγέλλει την επέμβαση του Θεού στην ιστορία. Το ιστορικό γεγονός... ανήκει στο αιώνιο παρόν του Θεού, που η λατρεία πρέπει να το πραγματώσει στα πλαίσια του ιστορικού χρόνου» (Λ.Β.Θ.). Αν συμβαίνει λοιπόν αυτό στην Π. Δ., πολύ περισσότερο τούτο συμβαίνει στην Εκκλησία: εκεί που πραγματώνεται το αιώνιο παρόν του Θεού ως επέμβασή Του στον κόσμο εν προσώπω Ιησού Χριστού, είναι η λατρεία της και τα μυστήριά της. Τα μυστήρια της Εκκλησίας δηλαδή που συνιστούν τη λατρεία της ορίζουν και φανερώνουν αυτό που ο Κύριος έφερε, την ίδια τη Βασιλεία Του. Διότι «Βασιλεία Θεού», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «αυτός ο Χριστός (εστι)». Έτσι ο Χριστός, συνεπώς και η Εκκλησία Του, «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», όπως συνοψίζει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Η φράση έχει επαρκώς εξηγηθεί. «Η φράση «εν τοις μυστηρίοις», σημαίνει απλώς «εν τη θεία Ευχαριστία», σημειώνει ο Περγάμου Ιωάννης, «διότι σε όλη την πατερική περίοδο - όπως άλλωστε και στο κείμενο της θείας Λειτουργίας που χρησιμοποιούμε σήμερα - η θεία Ευχαριστία καλείται «τα μυστήρια». Και συνεχίζει ο ίδιος: «Άλλωστε ο Καβάσιλας είναι σαφής ως προς την ταύτιση Ευχαριστίας και Εκκλησίας, όταν γράφει: «την του Χριστού Εκκλησίαν ει τις ιδείν δυνηθείη, ουδέν έτερον η αυτό μόνον το Κυριακόν σώμα όψεται». Δηλαδή, αν θελήσει κανείς να ιδεί την Εκκλησία, δεν θα την δει παρά μόνον (είναι σημαντικό αυτό το «μόνον») στο Κυριακό σώμα. Γι' αυτό και συνεχίζει: «δια τούτο ουδέν απεικός ενταύθα δια των μυστηρίων την Εκκλησίαν σημαίνεσθαι», δηλαδή δεν είναι καθόλου ανάρμοστο το να ορίζει κανείς την Εκκλησία ταυτίζοντάς την με την Ευχαριστία». Στην πραγματικότητα η ταύτιση αυτή που κάνει ο Νικόλαος Καβάσιλας στοιχεί στην ταύτιση που έκανε η πρώτη Εκκλησία. Στα κείμενα της Κ. Δ. και δη στον απόστολο Παύλο βλέπουμε ότι η Εκκλησία σχετιζόταν απολύτως με τη σύναξη των πιστών προκειμένου να τελεστεί η Θεία Ευχαριστία. Είναι κλασική η φράση μεταξύ άλλων του αποστόλου Παύλου: «συνερχομένων υμών εν εκκλησία» (Α Κορ. 11, 18), εννοώντας ακριβώς την πραγματικότητα αυτή.

Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ το θέμα των μυστηρίων σε σχέση με την εσχατολογία, αφού η Θεία Ευχαριστία είναι εκείνη που αποτελεί το όλον τελικώς των μυστηρίων. Διότι στη ζωή της Εκκλησίας πράγματι εκείνο το μυστήριο (η τα μυστήρια όπως ειπώθηκε), εκείνο λοιπόν το μυστήριο που περικλείει και νοηματίζει και όλα τα όλα, βάπτισμα, χρίσμα, μετάνοια, ιερωσύνη, ευχέλαιο, γάμο κλπ., είναι η θεία Ευχαριστία. Στη θεία Ευχαριστία εύρισκαν το νόημά τους και όλα τα υπόλοιπα μυστήρια. Η αποσύνδεση που έγινε, με την πάροδο του χρόνου για λόγους πρακτικούς, των άλλων μυστηρίων πλην της ιερωσύνης από τη Θεία Ευχαριστία, όχι μόνον δεν υποβαθμίζει την αλήθεια αυτή, αλλ' αντιθέτως την ενισχύει, διότι διαπιστώνει κανείς την αλλοίωση που έχει επέλθει με την μετατόπιση αυτή από την κανονική τους θέση.

Γιατί όμως είπαμε ότι η εσχατολογία κατεξοχήν φανερώνεται στη Θεία Ευχαριστία; Διότι η εσχατολογία είναι ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού, είναι ο Χριστός που ήλθε και ταυτοχρόνως έρχεται, και αυτό το βιώνουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί, όπως σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, τρώμε και πίνουμε το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μετέχοντας επομένως και εμείς στον Μυστικό Δείπνο Του, και ταυτοχρόνως μετέχοντας σ' αυτόν έχουμε στραμμένα τα μάτια της ψυχής μας στον και πάλι ερχόμενο Κύριο. Θα έλεγε κανείς ότι όπως ο Κύριος ξεκινώντας το κήρυγμά Του για την ήδη με Αυτόν ερχόμενη Βασιλεία του Θεού αποκαλύπτει ότι η μόνη στάση αποδοχής της είναι η μετάνοια: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. 4, 17), δηλαδή ότι μπροστά στην εσχατολογική αυτή πραγματικότητα της παρουσίας Του άλλος δρόμος δεν υπάρχει πέραν της μετανοίας: η μετάνοια ως διαρκής προσαρμογή στο θέλημα του Θεού συνιστά τον μονόδρομο εισόδου στη Βασιλεία Του, κατά τον ίδιο τρόπο, ενόψει ανά πάσα στιγμή του ερχομού Του και πάλι στη Δευτέρα Παρουσία Του, μαζί με τη μετάνοια ασφαλώς, η μόνη ορθή στάση είναι η μετοχή στο Κυριακό Δείπνο. «Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη» (Α  Κορ. 11, 26). (Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτό το ψωμί και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου). Είναι πολύ σημαντικές επ' αυτού οι επισημάνσεις του αγίου Περγάμου: «Ο ταυτισμός της Εκκλησίας με τη θεία Ευχαριστία αποκαλύπτει τον άρρηκτο δεσμό της Εκκλησίας με τη Βασιλεία του Θεού, δηλαδή τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να ξαναβρούμε τη χαμένη αντίληψη για τη Θεία Ευχαριστία ως εικόνας της Βασιλείας του Θεού, ως κοινωνίας των εσχάτων». Και συνεχίζει παρακάτω: «Η θεία Ευχαριστία είναι η στιγμή και το γεγονός κατά το οποίο η Εκκλησία βιώνει την εσχατολογική της υπόσταση, παύει να είναι αυτό που είναι και γίνεται αυτό που θα είναι».

Δεν είναι τυχαίο ότι και η πρόσφατα συγκληθείσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη επισημαίνει στο «μήνυμά της προς τον ορθόδοξο λαό και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως» τη σπουδαία αυτή αλήθεια ήδη από το πρώτο σημείο της: «Βασική προτεραιότητα της αγίας και μεγάλης Συνόδου υπήρξε η διακήρυξη της ενότητος της Όρθοδόξου Εκκλησίας. Στηριγμένη στη θεία Ευχαριστία και την Αποστολική Διαδοχή των Επισκόπων, η υφισταμένη ενότητα είναι ανάγκη να ενισχύεται και να φέρνει νέους καρπούς. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι θεανθρώπινη κοινωνία, πρόγευση και βίωση των Εσχάτων εντός της Θείας Ευχαριστίας. Ως μία διαρκής Πεντηκοστή είναι ασίγαστη προφητική φωνή, παρουσία και μαρτυρία της Βασιλείας του Θεού της αγάπης».

Υπό το παραπάνω πρίσμα κατανοεί κανείς και το μυστήριο του βαπτίσματος. Τί είναι το βάπτισμα παρά, κατά την εντολή του Κυρίου («ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται», «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος»), το εισαγωγικό μυστήριο προκειμένου κανείς να εισέλθει στην Εκκλησία, δηλαδή να γίνει μέλος Χριστού και συνεπώς μία Εκείνου προέκταση στον κόσμο; Οπότε, λόγω της ενσωματώσεως αυτής στον Ιησού Χριστό η αμαρτία που καταδυνάστευε αναγκαστικά τον άνθρωπο χάνει την εξουσία της. Ο Χριστός που «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1, 29) πάνω στον Σταυρό, δίνει τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών προσωπικά στον βαπτισμένο, αφού το βάπτισμα, κατά τον απόστολο, σημαίνει συμμετοχή στον θάνατο και στην ανάστασή Του. Με τα λόγια του ίδιου του αποστόλου: «όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη  Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα. Τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ. 6, 3-6). Ώστε «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις».

Από την άποψη αυτή όταν ο απόστολος σημειώνει τη μυστηριακή αυτή πραγματικότητα ότι κάθε βαπτισμένος ενδύθηκε τον Χριστό, ότι κάθε βαπτισμένος έγινε μέλος Χριστού και της Εκκλησίας, συνεπώς αλλήλων μέλος, ότι το σώμα και η ψυχή του συνιστούν πια ναό του αγίου Πνεύματος, ώστε εφεξής ο πιστός να ανήκει στον Θεό και ο Θεός να δοξάζεται δι' Αυτού, τι άλλο  μαρτυρεί παρά την εσχατολογική αυτή διάσταση της Εκκλησίας, κατά την οποία η Βασιλεία του Θεού είναι παρούσα ήδη πραγματικότητα στον κόσμο που διαλαλεί και πραγματώνει την ενότητα με τον Θεό και με τους ανθρώπους; Γι' αυτό οι παραπάνω φράσεις στην κανονική τους εκφορά: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», «ημείς μέλη Χριστού εσμεν», «ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός εστι του αγίου Πνεύματος; Δοξάσατε ουν τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού», αποτελούν κυριολεκτικώς διαμάντια, τα οποία ανακυκλούμενα διαρκώς στον νου και την καρδιά του πιστού τον διαποτίζουν έτσι, ώστε πράγματι να νιώθει τον χρωματισμό του Πνεύματος του Θεού που ήδη έχει ως μέλος Χριστού, και να τον καθιστούν όντως μία άλλη παρουσία Χριστού επί της γης, «εν σαρκί περιπολούντα Θεόν» κατά την έκφραση που μνημονεύσαμε και παραπάνω. Γι' αυτό και ο πιστός συνιστά όπως και ο Χριστός ένα παράδοξο για τον κόσμο. Ενώ είναι ίδιος με όλους τους ανθρώπους, ταυτοχρόνως δεν είναι ίδιος. Η ζωή του είναι κρυμμένη μέσα στον Χριστό και στον Θεό, η δόξα της ενεργείας του Χριστού υφίσταται σ' αυτόν αλλά μέσα στην οδύνη των θλίψεων της παρούσης ζωής, (ας θυμηθούμε ότι ο Σταυρός του Κυρίου χαρακτηρίζεται εσχατολογικά δόξα Αυτού), και η προσδοκία του είναι πότε θα φανερωθεί εν δόξη Εκείνος, προκειμένου να φανερωθεί κι ο πιστός στην αληθινή διάσταση της ζωής του. «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. 3, 3-4).

Το χρίσμα από την άλλη: Πραγματοποιούμενο διά της επιθέσεως των χειρών των αποστόλων και των διαδόχων τους επισκόπων στην αρχή και έπειτα δια της χρίσεως με το άγιο μύρο, δεν συνιστά και αυτό στοιχείο που αποκαλύπτει στον πιστό τη Βασιλεία του Θεού; Όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες μας, η εισδοχή στο μυστικό σώμα του Χριστού γίνεται μεν διά του αγίου βαπτίσματος, εκείνο όμως το οποίο ενεργοποιεί τη χάρη αυτή της γεννήσεως του Χριστού στην ύπαρξη του πιστού είναι το άγιο χρίσμα. Για να μνημονεύσουμε και πάλι τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ο πιστός αποκτά τη νέα εν Χριστώ ύπαρξη δια του βαπτίσματος, όπως το βρέφος που έρχεται στον κόσμο, αρχίζει και τίθεται σε ενέργεια αυτή η νέα ύπαρξη διά του χρίσματος, όπως και το βρέφος μετά τη γέννησή του αρχίζει και κινείται, δείχνοντας ότι είναι φυσιολογικό, και τέλος παίρνει την τροφή του διά της Θείας Ευχαριστίας, προκειμένου να μεγαλώσει και να αυξηθεί, όπως και το βρέφος χρειάζεται την τροφή της μάνας του για να διατηρηθεί και να αυξηθεί.

Το μυστήριο της μετανοίας έπειτα: Ο ίδιος ο Κύριος είπαμε και παραπάνω μας αποκαλύπτει ότι η μετάνοια συνιστά τον μονόδρομο ενόψει της ελθούσης και ερχομένης Βασιλείας του Θεού. Αλλά ακόμη και μετά την εισδοχή του ανθρώπου στην Εκκλησία ως μέλος Χριστού, εισδοχή που κανονικά όπως σημειώσαμε τον καθιστά αναμάρτητο, απαιτείται η μετάνοια, διότι η αλλαγή του ανθρώπου προκειμένου αυτός να ευρίσκεται πάντοτε πάνω στις εντολές του Κυρίου παρουσιάζει κενά και ελλείμματα, οφειλόμενα στη λήθη και την πνευματική του χαλάρωση, αλλά και τις αένναες από την άλλη μεριά επιθέσεις, κατά παραχώρηση Θεού, του κοσμοκράτορος διαβόλου. «Ότι ουκ έστιν η πάλη ημών προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά  της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφ. 6, 12). Ακόμη και ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος στην Α  Καθολική του επιστολή, ενώ επισημαίνει ότι με το σπέρμα του Θεού που πήραμε ως μέλη Χριστού γίναμε αναμάρτητοι, συμπληρώνει ότι αυτό είναι τελικώς ανέφικτο. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (1,8). Η μετάνοια λοιπόν, βοά η Καινή Διαθήκη και σύνολη η πατερική Παράδοση,  αποτελεί βίωμα διαρκείας, εκφραζόμενο δια της ιεράς εξομολογήσεως, ώστε να καθαρίζει τον άνθρωπο ως δεύτερο βάπτισμα από κάθε αμαρτία και να τον επαναφέρει στο αφετηριακό σημείο που βγήκε από το άγιο βάπτισμα. Μόλις παραπάνω σημειώσαμε την απόλυτη ανάγκη μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, κατά τον απόστολο Παύλο που κηρύσσει και αυτός μαζί με τους άλλους αποστόλους ο,τι ο Κύριος απεκάλυψε, ο οποίος όμως Παύλος προκειμένου να μετάσχει κανείς στο κατεξοχήν αυτό μυστήριο της Βασιλείας θεωρεί όρο και προϋπόθεση την εξέταση και τον έλεγχο του εαυτού. «Δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α  Κορ. 11,28). Είναι τόσο σημαντικός μάλιστα αυτός ο έλεγχος για τον πιστό προκειμένου να προσέλθει εν επιγνώσει στο μυστήριο, ώστε ο απόστολος καταγράφει τις συγκλονιστικές περιπτώσεις ασθενείας η και θανάτου πιστών που αδοκιμάστως προήλθαν στη θεία Ευχαριστία (Α  Κορ. 11, 28-30).

Αλλά βεβαίως και τα υπόλοιπα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως καταλαβαίνουμε, βρίσκονται στην ίδια προοπτική: δίνουν τη δυνατότητα στον πιστό, με το δεδομένο της μετοχής του στη νέα πραγματικότητα που έφερε ο Κύριος και αναλόγως της καταστάσεώς του, να βιώσει τη δόξα της βασιλείας του Θεού  μέσα από τις συνθήκες πτώσεως του ανθρώπου στον κόσμο τούτο.

 Ο γάμος έτσι: από μία φυσική και οριζόντια σχέση ανδρός και γυναικός, όπως ίσχυε προ της αποκαλύψεως του Χριστού, κατά την οποία καλύπτεται μεν ψυχολογικά η και συναισθηματικά ίσως ο άνθρωπος, διαιωνίζει και τροφοδοτεί όμως στην πραγματικότητα τον ίδιο τον θάνατο, μεταμορφώνεται σε υπέρ φύσιν γεγονός, που φανερώνει την κατεξοχήν εικόνα της Βασιλείας, την ίδια την Εκκλησία. Ιδίως θα λέγαμε στον γάμο διαπιστώνεται το εσχατολογικό στοιχείο του μυστηρίου, αφού «το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», κατά τον μέγα απόστολο (Εφ. 5, 32). Ενώ φαίνεται ότι με την ανδρογυνική σχέση υπηρετείται η φύση, όμως κυριαρχεί η χάρη, αφού δίνεται η αποφασιστική ώθηση στο πιστό ανδρόγυνο, να υπερβεί και την ίδια τη φύση και να καταστεί η σχέση  τους μέσον αναγωγής τους στον Θεό, κυριολεκτικά μέσον σωτηρίας, δηλαδή χαρούμενης προσωπικής σχέσης τους με τον Τριαδικό Θεό. Κι ο,τι λέει ο απόστολος συνιστά ερμηνεία του αρχικού θελήματος του Θεού για τον άνθρωπο κι επιβεβαίωση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος θέλει τη σχέση αυτή, όπως το έδειξε και με την παρουσία Του στον γάμο της Κανά. «Ένεκεν τούτου καταλήψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Ματθ. 19, 5). Κι έρχεται επιπρόσθετα ο απόστολος να επιβεβαιώσει το χαρισματικό και εσχατολογικό στοιχείο του γάμου που τέλος δεν πρέπει να έχει τον θάνατο, αλλά τη βοήθεια του ενός προς τον άλλον για τη διατήρηση της σχέσης με τον Θεό: «και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες» (Α  Κορ. 7,29), διότι πρόκειται περί χαρίσματος που ο ίδιος ο Θεός δίνει στον άνθρωπο: «άλλος έχει το χάρισμα της παρθενίας, άλλος του γάμου» (Πρβλ. Α Κορ. 7,7: «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως»).

Στο ίδιο σκεπτικό βρίσκεται και το μυστήριο της μοναχικής κουράς. Θεωρώντας δεδομένο ότι υπερβαίνουμε τη σχολαστική αναφορά στα επτά μυστήρια, κατανοούμε τον μοναχισμό, κάτι που δηλώσαμε εκτενώς και παραπάνω, ως την πρωτοπορία της Εκκλησίας, τον κατεξοχήν θεσμό στον οποίο φανερώνεται η εσχατολογία αυτής. Κι αν μιλάμε έτσι για τον μοναχισμό, τί θα πρέπει να πούμε για το μυστήριο εκείνο που διαιωνίζει θα λέγαμε με αισθητό τρόπο το μυστήριο της Πεντηκοστής και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος; Όπως στη Θεία Ευχαριστία έχουμε το κέντρο των μυστηρίων, την πιο εκφραστική και «απόλυτη» φανέρωση της βασιλείας του Θεού ως εσχατολογικής πραγματικότητας, έτσι και στο μυστήριο πια της ιερωσύνης. Απαρχής ο Κύριος και οι απόστολοι στη συνέχεια έδειξαν ότι προκειμένου να τελεστεί η Θεία Ευχαριστία απαιτείται ο ποιμένας και το ποίμνιο. Η Εκκλησία μας φανερώθηκε εξαρχής με ιεραρχικό τρόπο. Ο ίδιος ο Κύριος «εξελέξατο» τους μαθητές Του και τους κατέστησε ποιμένες ενός κόσμου που βρισκόταν χαμένος, όπως τα πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα (Πρβλ. Μάρκ. 6, 34). Στην ιερωσύνη, λοιπόν, έχουμε επίσης την κατεξοχήν φανέρωση της Βασιλείας του Θεού, διότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και η ίδια η θεία Ευχαριστία. Οι αναφορές της Καινής Διαθήκης, ιδίως μάλιστα του αποστόλου Παύλου και μάλιστα στις Ποιμαντικές λεγόμενες επιστολές του, προς Τιμόθεον και προς Τίτον, γέμουν πολλών τέτοιων τοποθετήσεων που νομίζουμε ότι απλώς θα παρέτειναν τον λόγο κατά περιττό τρόπο.

Δεν θα θέλαμε όμως να τελειώσουμε την αναφορά μας στα μυστήρια χωρίς λόγο για το ευχέλαιο και για την κηδεία.

Το ευχέλαιο είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, θεμελιωμένο μέσα στην ίδια την Καινή Διαθήκη, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλα τα υπόλοιπα, το οποίο θα μπορούσε εικονιστικά να θεωρηθεί, με βάση μάλιστα την ίδια την ακολουθία του, ως η προέκταση του θεραπευτικού χεριού του Χριστού στους αιώνες. Στην τελευταία ευχή του μυστηρίου για παράδειγμα ο ιερέας απαγγέλλει μεταξύ άλλων: «...Ου τίθημι εμήν χείρα αμαρτωλόν επί την κεφαλήν του προσελθόντος σοι εν αμαρτίαις και αιτουμένου παρά σου δι' ημών άφεσιν αμαρτιών, αλλά σην χείρα κραταιάν και δυνατήν, την εν τω αγίω ευαγγελίω τούτω... επί την κεφαλήν του δούλου σου... έκτεινον». Ο Κύριος θεράπευε αρρώστους και αδύναμους ανθρώπους, εξεδίωκε τα δαιμόνια, ανάσταινε τους νεκρούς. Κι αυτό προκειμένου ακριβώς να φανερώσει ότι ο ερχομός Του στον κόσμο αλλάζει τα δεδομένα: αποκαλύπτει τι θα συμβαίνει από δω και στο εξής στη Βασιλεία Του. Η ασθένεια δεν θα υφίσταται, πλέον, τα δαιμόνια δεν θα έχουν ισχύ, ο θάνατος θα υπερβαθεί. Κι αν ακόμη στον κόσμο τούτο υφίστανται, λαμβάνουν άλλο περιεχόμενο και κατανοούνται ως μέσα σωτηρίας, διότι καλλιεργούν την υπομονή και φανερώνουν το όχι ακόμη της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Το εσχατολογικό στοιχείο λοιπόν και στο μυστήριο του ευχελαίου είναι εμφανέστατο. Και θα πρέπει οι ιερείς να εξηγούμε τα πράγματα αυτά στους πιστούς μας, και μάλιστα με την προϋπόθεση πάντοτε της μετανοίας, η οποία προϋποτίθεται έντονα και στο μυστήριο αυτό, προκειμένου να μην τα αντιμετωπίζουν με μαγικό τρόπο ή με μία θρησκευτικότητα, η οποία προσιδιάζει ίσως σε άλλες θρησκείες, σίγουρα όμως όχι στη δική μας πίστη.

Το ίδιο συμβαίνει και με το μυστήριο της κηδείας. Ο θάνατος, παρόλο ότι ξεπεράστηκε με την ανάσταση του Κυρίου, εξακολουθεί και υφίσταται. Έχει χάσει, όμως, την τρομακτική προ της ελεύσεως του Κυρίου όψη του. Θεωρείται ως απλή δίοδος, η οποία εκβάλλει στην αγκαλιά του ίδιου του Κυρίου. «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14,8). Μετά την ανάσταση του Κυρίου, ανάσταση που έγινε για εμάς και όχι διότι Εκείνος την είχε ανάγκη, αφού είναι «η ζωή και η ανάστασις», θάνατος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Γέμισε με τη δική Του παρουσία και το δικό Του φως, ώστε καθένας που φεύγει από τη ζωή αυτή, όντας βεβαίως πιστός στον Κύριο, να φεύγει με πίστη και ελπίδα σ' Εκείνον. «Που σου, θάνατε,το κέντρον; Κατεπόθη ο Άδης». Γι' αυτό και όταν φεύγει από τον κόσμο αυτόν ένας πιστός, τα άλλα μέλη της Εκκλησίας δεν θρηνολογούν κατά τον τρόπο των απίστων. Λυπούνται μεν διότι χάνουν την άμεση και οπτική επαφή με τον αγαπημένο τους άνθρωπο, παρηγορούνται από την άλλη, όμως, διότι «μετάθεσις γίνεται επί τα θυμηδέστερα και τα αλυπότερα». Ώστε «μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α Θεσ. 4, 13).  Όλο το «βάρος», θα λέγαμε, της εσχατολογίας της Εκκλησίας πέφτει άμεσα και «ορατά» ιδίως στο μυστήριο αυτό, κι ίσως εκεί που βλέπουμε τον δικό μας άνθρωπο μέσα στην κάσα, «άμορφον, άδοξον μη έχοντα είδος» κρίνεται πραγματικά και η χριστιανική μας συνείδηση και η πίστη μας στην εσχατολογική ελπίδα της Εκκλησίας μας.

Εν τέλει, έχοντας πολλαπλώς υπονοήσει η άμεσα αναφέρει ότι όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας προϋποθέτουν για την κατανόηση και τη βίωσή τους την ενεργή συμμετοχή των πιστών, δηλαδή τον ασκητικό αγώνα τους προκειμένου να τηρούν κατά το δυνατόν τις εντολές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διότι εκεί νομίζουμε φανερώνεται η ασκητική και πνευματική διάθεση του χριστιανού ανθρώπου - μη ξεχνάμε ότι η διαχρονική προτροπή της Εκκλησίας μας απαρχής ήταν «δια των εντολών όδευσον» - θα θέλαμε  ως επίλογο να πούμε το εξής. Η θεολογία των ετεροδόξων χριστιανών, ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, αλλά και πολλών ορθοδόξων, οι οποίοι σε κάποιο βαθμό, μεγάλο η μικρό, ακολουθούσαν κατά πόδας αυτούς τους ετεροδόξους, ιδίως στο ακαδημαϊκό επίπεδο, δέχτηκε καταλυτική επίδραση ως προς τον προσανατολισμό της, προσανατολισμό στην εσχατολογική προοπτική, μετά τις μελέτες που δημοσίευσαν ο Johannes Weiss (το 1892) και ο Albert Schweitzer (το 1906), οι οποίοι πράγματι «ήταν από τους πρώτους που τόνισαν το εσχατολογικό περιεχόμενο της διδασκαλίας του Χριστού, χωρίς όμως να αποφύγουν ακρότητες» (π. Δημήτριος Μπαθρέλλος). Έκτοτε θεωρείται ότι η θεολογία χωρίστηκε στην προ Weiss  εποχή και στη μετά από αυτόν. Στον ορθόδοξο όμως χώρο, μπορεί από πλευράς ακαδημαϊκής θεολογίας να υπήρχε όντως η ακολουθία των Προτεσταντών η Ρωμαιοκαθολικών, όμως στην πράξη και τη ζωή της Εκκλησίας μας τα πράγματα ήταν ανέκαθεν αυθεντικώς ευαγγελικά και γνήσια. Θέλουμε να πούμε ότι όσο λειτουργούσε και λειτουργεί βεβαίως ο μοναχικός θεσμός, όσο η Εκκλησία μας τελούσε και τελεί τα ιερά μυστήρια, κυρίως το της θείας Ευχαριστίας, όσο υπήρχαν και υπάρχουν οι άγιοί μας, αυτοί που φανερώνουν αισθητά τη Βασιλεία του Θεού, τόσο το εσχατολογικό στοιχείο υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, κατά ένα τρόπο μυστικό, υπόγειο και γι'αυτό ίσως κατεξοχήν δυναμικό. Θυμίζει η θέση αυτή το παρακάτω περιστατικό, το οποίο διαβάζουμε στο σπουδαιότατο από πλευράς πνευματικής βιβλίο «Άγιος Σιλουανός του Άθω» του γνωστού και αγίου μακαριστού Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Μας λέει λοιπόν εκεί ο Γέροντας ότι κάποια φορά ανέβηκαν στο Άγιον Όρος κάποιοι ρωμαιοκαθολικοί ιερείς θεολόγοι. Στην ερώτησή τους τι διαβάζουν οι καλόγεροι του Όρους ο άγιος Σιλουανός απάντησε με πολύ φυσικό τρόπο: Φιλοκαλία, άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, όσιο Ισαάκ τον Σύρο, όσιο Εφραίμ τον Σύρο, αββά Βαρσανούφιο κλπ. Έκπληκτοι οι ρωμαιοκαθολικοί απάντησαν ότι στο δικό τους χώρο, οι μόνοι που διαβάζουν τέτοια κείμενα είναι μόνο οι καθηγητές Πανεπιστημίου. Κι ο άγιος απάντησε: Για τους μοναχούς του Όρους αυτά είναι τα καθημερινά τους αναγνώσματα. Κι όχι μόνο αυτό. Υπάρχουν καλόγεροι, οι οποίοι ζουν τέτοια ασκητική και πνευματική ζωή, ώστε αν τύχαινε και χάνονταν από προσώπου της γης όλα τα κείμενα αυτά των Πατέρων, οι ίδιοι είναι σε θέση να τα γράψουν το ίδιο, γιατί έχουν την ίδια βιοτή με αυτούς.

Γιατί αναφέρουμε το περιστατικό; Ακριβώς για να δείξουμε ότι μπορεί και στον ορθόδοξο ακαδημαϊκό χώρο, ιδίως του παρελθόντος, να μην υπήρχε η αίσθηση του εσχατολογικού ήθους της Εκκλησίας, το οποίο  την σφραγίζει κατά τρόπο απόλυτο, όμως αυτό το ήθος ίσχυε, ισχύει και θα ισχύει στη ζωή της Εκκλησίας, στον βαθμό που είπαμε ότι η ζωή της διαποτίζεται από τους βίους των αγίων μας, από τις ιερές ακολουθίες της, από την απλή πίστη του λαού της. Κι αυτό γιατί η Βασιλεία του Θεού, ο Χριστός μας δηλαδή, βρίσκει έδαφος και «επαναπαύεται» όπου υπάρχει καλή διάθεση και απλή καρδιά.