Βηθλεὲμ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο, ἐλᾶτε νὰ δοῦμε.
τὴν ἀπόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ἐλᾶτε νὰ πάρουμε
τοῦ παραδείσου τὰ δῶρα μέσα στὸ Σπήλαιο.
ἐκεῖ φανερώθηκε δέντρο Ὑπερφυσικὸ ποὺ προσφέρει ἄφεσι,
ἐκεῖ μέσα βρέθηκε πηγάδι ἀχειροποίητο,
ἀπ᾿ ὅπου ὁ Δαβὶδ παλιὰ ἐπεθύμησε νὰ πιῆ.
ἐκεῖ μέσα βρίσκεται Κόρη ποὺ γέννησε Βρέφος
καὶ σταμάτησεν ἀμέσως τὴ δίψα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαβίδ.
γιὰ τοῦτο πρὸς τὸ Σπήλαιο ἂς τρέξουμε, ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.
Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβαστοί μου Πατέρες,
Αγαπητοί μου Αδελφοί.
«Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε». Αυτή είναι η διαβεβαίωση του Ιερού υμνογράφου που θα ψάλλουμε σε λίγες ώρες.
Είναι πράγματι περίεργο να εκπληρώνει τον πιο βαθύ πόθο του ανθρώπου, την επιστροφή στον χαμένο παράδεισο, μια ασήμαντη πόλη, περιφρονημένη απ΄ όλους. Ένα ταπεινό χωρίο, εξαφανισμένο σχεδόν από τον χάρτη. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, κανείς δεν ασχολείται με τους ασήμαντους τόπους. Όλοι ενδιαφέρονται για τις μεγαλουπόλεις, μόνο που σήμερα, οι πρωτεύουσες του κόσμου φλέγονται από φωτιές ταραχών και ο τρόμος χτυπάει καθημερινά τις πόρτες των κατοίκων τους. Εκεί, οι επιφανείς της γης σχεδιάζουν τη μοίρα των λαών και οι επίγειοι άρχοντες απορούν, πώς διαψεύδονται μονίμως οι υπολογισμοί και πως ανατρέπονται τα σχέδια τους. Οι μεγάλες πρωτεύουσες της γης, αντίστοιχες της μεγάλης εκείνης Βαβυλώνας, δεν έχουν πλέον βωμούς και ναούς. Νέες θεότητες, εταιρείες παγκόσμιες, ναοί του χρήματος και πανύψηλα κτίρια της εξουσίας των ισχυρών δέχονται πλέον τις θυσίες των ανθρώπων.
Εμείς οι απλοί άνθρωποι, εδώ μα και σε ολόκληρη τη γη, όσο και αν μας φοβίζει, όσο και αν μας στενοχωρεί, έχουμε πιστέψει πως οι λύσεις θα έρθουν από αυτούς , τους δυνατούς και κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου. Ανήμποροι και παραιτημένοι πληροφορούμεθα τις αποφάσεις τους, υφιστάμεθα τα μέτρα τους, ενημερωνόμαστε μόνον για εκείνα που εκείνοι επιθυμούν, προσαρμοζόμαστε στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Μέρα με τη μέρα αποδεχόμαστε την αδυναμία μας και την ανεπάρκειά μας. Μόνη μας ελπίδα ένας σωτήρας, ένας λυτρωτής. Από πού θα έρθει; Πώς θα είναι; Τι θα κάνει; Δεν γνωρίζουμε. Διαδέχονται οι γενεές η μια την άλλη και το παράπονο έχει πια μόνιμα εγκατασταθεί στην ψυχή μας. Ίσως δεν διαφέρουμε και πολύ από τους Εβραίους, στα χρόνια του Χριστού. Έναν Μεσσία, έναν Λυτρωτή περίμεναν κι εκείνοι. Λυτρωτή δυνάμεως και εξουσίας να εξαλείψει την αδικία και να επαναφέρει τον παράδεισο επί γης.
Σε λίγες ώρες ένας διαφορετικός Λυτρωτής θα έρθει στη γη. Λυτρωτής εκτεθειμένος στον Ηρώδη όλων των εποχών. Λυτρωτής αγάπης και ελέους. Τον αναμένουμε, ετοιμαζόμαστε γι’ αυτόν, το ερώτημα όμως είναι αν πράγματι πιστεύουμε πως μπορεί να αλλάξει κάτι. Παρακολουθούμε τον τρόπο που ήρθε στο κόσμο. Παρακολουθούμε τον τρόπο ζωής που επέλεξε να ζήσει. Παρακολουθούμε και τις αντιδράσεις του κόσμου, τότε και τώρα. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, ο Σωτήρας του κόσμου απορρίπτεται ως ξένος και ασήμαντος.
«δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ» ακούμε τον Ιωσήφ από Αριμαθείας να λέει στον Πιλάτο στον ύμνο που έχει συνθέσει ο Γεώργιος Ακροπολίτης, λόγιος του 13ου αιώνα.
Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και όσοι τον ακολούθησαν στους αιώνες. Και δεν μιλώ για εκείνους, που κάποτε χάραξαν έναν σταυρό στην πανοπλία τους και στο όνομα Του πραγματοποίησαν τα μύρια όσα εγκλήματα. Ούτε για εκείνους, που προφέρουν το όνομά Του, αλλά, παραποιώντας τα λόγια και το παράδειγμα Του, σκορπούν το μίσος αναμεσά στους ανθρώπους. Μιλώ για τους γνήσιους φίλους του Χριστού, τους ταπεινούς και αφανείς, που δίδαξαν με τη σιωπή και το μαρτύριό τους πολύ περισσότερα από τους σοφούς και τους συζητητές της ιστορίας.
«ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;», διερωτάται ο Απόστολος Παύλος (Κορ. Α΄, 1:20).
Αυτή η περιφρόνηση του κόσμου προς τον Χριστό μας, ίσως και να μας στενοχωρεί. Ας αναλογιστούμε όμως πως δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Σε λίγο ο Χριστός μας θα γεννηθεί στο όνομα μιας αγάπης ανυπεράσπιστης, εκτεθειμένης στη μοχθηρία των ανθρώπων. Τι κοινό μπορεί να έχει μια τέτοια στάση μέσα σε ένα κόσμο που αγωνιά για ασφάλεια και εξασφάλιση. Ακόμη και εμείς στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, δεν έχουμε σαν πρώτο μας μέλημα την προστασία και την μείωση των κινδύνων. Δεν είναι ο κόσμος μας αυτός που διαρκώς φοβάται, μην εκτεθεί, μην χάσει, μην εξαπατηθεί; Δεν είναι όλοι γύρω μας υποψήφιοι εκμεταλλευτές της εμπιστοσύνης μας, υποψήφιοι προδότες των συναισθημάτων μας; Δεν είναι όλοι ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας; Δεν είναι όλοι επικίνδυνοι να μας πληγώσουν;
Ένας τέτοιος κόσμος κλείνει μέχρι και σήμερα την πόρτα στον νεογέννητο Χριστό. Αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της αγάπης, γελάει ειρωνικά όταν ακούει για αγάπη ακόμη και προς τον εχθρό, ειρωνεύεται την υπομονή και σαρκάζει τη συγνώμη. Τον στέλνει σε ένα σπήλαιο, μια σκοτεινή περιφρονημένη γωνιά του κόσμου, όπου τα άλογα ζώα έχουν να δώσουν πιο πολύ ανθρωπιά από τους ανθρώπους. Η σπηλιά αυτή δεν έχει θρόνο, δεν διαθέτει γραμμές επικοινωνίας με τους ισχυρούς, δεν έχει ΑΤΜ ανάληψης μετρητών. Κι όμως, στη σπηλιά βασιλεύει η γαλήνη και το πιο ζεστό καλωσόρισμα. Σ΄ αυτήν δεν υπάρχει πόρτα, δεν υπάρχει κλειδί, ο ταπεινός είναι ευπρόσδεκτος, ας είναι βοσκός ή μάγος, ο περιφρονημένος είναι καλοδεχούμενος, ο κατατρεγμένος βρίσκει καταφύγιο. Μέσα εδώ, μακριά από τον φθόνο και την απιστία, θα ανοίξει σε λίγο ένας νέος δρόμος για έναν καλύτερο κόσμο, ένας άλλος τρόπος ζωής, άγνωστος και ακατανόητος για τους τρανούς του κόσμου. Σήμερα ξεκινά μια ζωή που θα ανθίσει σε όλο της το μεγαλείο το Πάσχα, όπου θα ψάλλουμε: «Θανάτου εορτάσωμεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιωτής της αιωνίου απαρχήν…».
Αιώνες τώρα ο άνθρωπος αναζητά παράδεισο. Χτίζει ακατάπαυστα, κατακτά διαρκώς, αρπάζει ασύστολα, σηκώνει επίμονα αποθήκες για τα περιττά και πετάει δυο σκηνές και τρεις κουβέρτες στους εξαθλιωμένους. Έτσι τον φανταζόταν ο άνθρωπος του κόσμου τον παράδεισο: σα μια ζωή που δεν θα του λείπει τίποτε και κανείς δεν θα μπορεί να τον απειλήσει. Κι όταν αυτός ο ψευτοπαράδεισος, ο παράδεισος τούτου του «αιώνος του απατεώνος» θεμελιώθηκε, γέμισε ο κόσμος ψυχές άδειες, σχέσεις διαλυμένες, δρόμους γεμάτους φόβο, πόλεις γεμάτες εφιάλτες. Ησυχία πουθενά, ειρήνη πουθενά, αγκαλιά πουθενά.
Εμείς όμως σε λίγες ώρες θα ψάλλουμε: «την τρυφήν εν κρυφή εύρομεν, δεύτε λάβομεν τα του παραδείσου ένδον του σπηλαίου».
Ναι, αδελφοί μου. Η χαρά κρύβεται μακριά από το φως των προβολέων. Γυρνούν οι άνθρωποι διψασμένοι για νόημα ζωής και χαρά στις λεωφόρους τις μεγάλες, δίνοντας πολλές φορές για διόδια την ίδια την ψυχή τους. Ίδια όμως μένει η δίψα, ίδια και η πείνα. Αλλά μέσα εκεί, στο σπήλαιο της ταπείνωσης «εφάνη ρίζα απότιστος, βλαστάνουσα άφεσιν». Διότι σήμερα, μέσα στο σπήλαιο, η ενοχή για μια αρχαία προδοσία αλλά και για μια άδεια ζωή μαραίνεται από την άφεση που προσφέρει ο ίδιος ο Θεός που γίνεται άνθρωπος αναζητώντας και πάλι το δημιούργημα αλλά και τον φίλο του, που έχασε τον παράδεισο πιστεύοντας τα ψέματα. Μέσα στη σπηλιά: «ευρέθη φρέαρ ανώρυκτον», πηγάδι με άφθονο νερό αλήθειας. Ποιας αλήθειας; Πως το μυστικό της ζωής κρύβεται στην αγάπη και την εμπιστοσύνη και πως την αγάπη αυτή, που φαίνεται τόσο ανυπεράσπιστη και εκτεθειμένη, την πραστατεύει, όχι η καχυποψία, αλλά η θυσία του Θεού της αγάπης, που ακόμη και αν πληγωθεί προσωρινά, πάντα ανασταίνεται και ανασταίνει.
Έχασε ο Αδάμ τον παράδεισο και απέμεινε διψασμένος για την γλυκύτητα της παρουσίας του Πλάστη του. Σήμερα όμως, στο σπήλαιο αυτό, «η Παρθένος τεκούσα βρέφος, την δίψαν έπαυσεν ευθύς, την του Αδάμ…».
Περίεργη λοιπόν η σημερινή σπηλιά, και συγχρόνως μεγαλειώδης και θαυμαστή. Είναι πρώτα πρώτα στενή και συγχρόνως αχώρητη, όχι μόνον διότι χώρεσε τον Αχώρητο, ο οποίος κατ΄ αρχάς «εχωρήθη εν γαστρί» της Παναγίας αλλά και διότι χωράει όλους μας, τους περασμένους, τους τωρινούς και τους ερχόμενους. Είναι σκοτεινή κι όμως φεγγοβολά, όχι από το φως των διάσημων, αλλά το ημίφως των ταπεινών, σαν εκείνο το μισόφωτο του καντηλιού των παππούδων μας, που πάντα γλύκαιναν τα βράδια μας και ξόρκιζαν τους παιδικούς μας εφιάλτες. Είναι τέλος η σπηλιά περιφρονημένη, αλλά και συγχρόνως ποθητή. Γιατί αυτή τη σπηλιά ποθεί ο κόσμος κι ας μην το ξέρει. Όταν καταρρέουν οι ψεύτικοι παράδεισοι, αυτήν ζητάει, δεν ξέρει όμως πως πηγαίνουν προς τα κει. Άστρα πια δεν ανατέλουν. Ο Θεός δεν τα φανερώνει πια. Ίσως να θεωρεί πως δεν χρειάζονται γιατί πλέον, στη γη αυτή, αστέρια καλούμαστε εμείς να γίνουμε για τον κόσμο. Αστέρια έμψυχα, γεμάτα από το φως της χάρης του. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει: «ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (Εφ. 5:8).
Αν θέλουμε, μπορούμε να γίνουμε εμείς το μεγαλύτερο θαύμα της νύχτας αυτής. Θα εισέλθουμε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ ως άνθρωποί αδύναμοι και φθαρτοί, βέβαιοι πως τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε για να επηρεάσουμε τη μοίρα του κόσμου. Με το ξημέρωμα όμως μπορούμε να γίνουμε υιοί και θυγατέρες φωτός, φωτισμένοι από τον νοητόν «Ήλιον της Δικαιοσύνης», που η ζωή μας, κάθε στιγμή και σε κάθε χώρο θα ακτινοβολεί την συγκατάβαση, την παρηγοριά και κυρίως τη λύτρωση από τα δεινά του κόσμου. Δεινά πολλά που η αιτία τους είναι μια: Η ψευδαίσθησή πως ο άνθρωπος είναι θεός.
Ευχηθείτε, Σεβασμιώτατε πάτερ και Δέσποτα, να αλλάξουμε τη ροή της ιστορίας και να παραδώσουμε τη ζωή μας στον αληθινό Θεό που «σήμερον γεννάται εκ Παρθένου». Ας δείξουμε με τη ζωή μας στους συνανθρώπους μας πως μόνον αυτή η επιλογή οδηγεί στη χαρά. Η αγάπη Του, που σε λίγο θα αποκαλυφθεί, ας δώσει στις ζωές μας τη γεύση του παραδείσου και ας μετατραπούμε σε καρπό γλυκύ, έτοιμο να ποτίσει και να θρέψει τον πικραμένο και εξουθενωμένο κόσμο μας.
«διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο * ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Αμήν.