Αγαπητοί μου,
Με πολλή χαρά σας υποδέχομαι σε αυτόν τον χώρο. Η παρουσία σας εδώ, υπογραμμίζει με τον πιο εμφαντικό τρόπο την ανάγκη επαφής και συνεργασίας ανάμεσα στην ποιμαίνουσα Εκκλησία και στους λειτουργούς της Θεολογίας μέσα στο σχολείο, το πιο ευαίσθητο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας.
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται στα πλαίσια του συνεχούς και ανύστακτου ενδιαφέροντός μας για την πορεία και το μέλλον του μαθήματος των θρησκευτικών, οι συζητήσεις, δε, που θα ακολουθήσουν, εντάσσονται σε έναν γενικότερο προβληματισμό για το μέλλον της ελληνικής παιδείας και για το μοντέλο του ανθρώπου που προσπαθούμε να διαμορφώσουμε, μέσω του Ελληνικού σχολείου. Παρ ὅλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει, πως τα θρησκευτικά αποτελούν μία ιδιάζουσα περίπτωση, διότι, πέραν της ένταξής τους σ ἕνα πρόγραμμα μετάδοσης γνώσεων, επιδιώκουν μέχρι και σήμερα να κρατήσουν ζωντανά ερωτήματα για το νόημα των πραγμάτων και της ζωής.
Σκοπός της σημερινής εκδήλωσης, δεν είναι η υπεράσπιση κάποιων συντεχνιακών αιτημάτων. Κίνητρο όλων και δικό μου προσωπικά, είναι ο πόνος για ένα σχολείο που κινδυνεύει να χάσει οριστικά κάθε επαφή με την ενοποιό ουσία των πραγμάτων και να καταντήσει ένα απλό γρανάζι στη μηχανή παραγωγής διασπασμένων προσωπικοτήτων, έτοιμων να ενταχτούν σε μία κοινωνία, μάλλον σε μία αγέλη, διαρκώς ανικανοποίητων καταναλωτών.
Οι προτάσεις για το νέου τύπου σχολείο δεν αποτελούν πλέοναπόρρητη πληροφορία, ούτε φήμη. Είναι επίσημα κατατεθειμένες και αφορούν το σύνολο του σχολικού προγράμματος, αλλά και την γενικότερη φιλοσοφία του εκπαιδευτικού συστήματος. Όπως συμβαίνει σε όλους του τομείς της κοινωνικής μας ζωής πλέον, η αναγκαιότητα των αλλαγών προβάλλεται ως απάντηση σε χρόνια προβλήματα, δυσλειτουργίες και βεβαίως πάντα την κακοδιαχείριση. Στο όνομα όμως αυτής της διόρθωσης, πολλές φορές απόλυτα επιβεβλημένης, πραγματοποιούνται ανατροπές, που θέτουν σε νέα διαπραγμάτευση ολόκληρο το φάσμα της προσωπικής, κοινωνικής και εθνικής μας ζωής. Το ίδιο συμβαίνει και με την Παιδεία. Υπαρκτά προβλήματα, όπως η χίμαιρα ενός ζωντανού σχολείου, η έλλειψη υποδομών, η βαρβαρότητα του συστήματος εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, η πανάκριβη παραπαιδεία με στόχο ένα ανύπαρκτο επαγγελματικό μέλλον κλπ τίθενται ως πρόσχημα, προκειμένου να επικρατήσουν δομές και νοοτροπίες ενός άλλου μοντέλου διαπαιδαγώγησης, επιβεβλημένου δήθεν από τις ανάγκες της πολυπολιτισμικότητας και των νέων οικονομικών συνθηκών, συντονισμένου όμως απόλυτα σε επιταγές και πρότυπα, προερχόμενα από κέντρα σχεδιασμού και διακυβέρνησης, πολλές φορές ξένα και ανυποψίαστα για όλες εκείνες τις σταθερές που κράτησαν όρθιο τον λαό αυτό στο μακραίωνο ταξίδι του, εν μέσω Κυκλώπων, Λαιστρυγόνων Σκύλας και Χάρυβδης.
Κανείς δεν αμφισβητεί τις νέες επιτακτικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες. Και όλοι μας, θεσμοί και πρόσωπα, έχουμε το μερίδιο των ευθυνών μας. Είναι όμως μόνο αυτές που διατυμπανίζονται; Στο νέο σχολικό πρόγραμμα οι προτεραιότητες είναι σαφείς: Ως απαραίτητη προϋπόθεση ένταξης στην κοινωνία που έρχεται, τίθεται η ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης, της γλωσσικής διαδικασίας και –υπό μεγάλη συζήτηση- της ιστορικής συνείδησης. Αρκούν αυτά, για να ξαναγίνει το σχολείο τόπος διαμόρφωσης ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων;
Στις 9/2, ο Γάλλος πρωθυπουργός, σε ζωντανή συζήτηση με πολίτες, ανέφερε πως η γαλλική κοινωνία ταλανίζεται από ανεξέλεγκτη βία, προερχόμενη από άτομα χωρίς αξίες και χωρίς αναστολές. Είναι αφέλεια να νομίζουμε πως σε μία όντως παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, αυτά αφορούν μόνον ένα ν λαό. Σε αυτές τις ανάγκες, σε αυτά τα φαινόμενα, τι έχει να απαντήσει ένα σχολείο του 21ου αιώνα;
Ας μη γελιόμαστε! Η αναγκαιότητα –και όχι απλή υποχρεωτικότητα- των θρησκευτικών δεν αφορά μόνο την Εκκλησία η τους θεολόγους. Αφορά στόχους και προτεραιότητες μίας ολόκληρης κοινωνίας. Αφορά τη διατήρηση ερωτημάτων για το νόημα της γνώσης, το νόημα του τόσου κόπου μαθητών και διδασκόντων, το νόημα της ζωής στο σύνολό της. Αφορά την ανάγκη ύπαρξης σημείου αναφοράς, την ανάγκη ύπαρξης προτύπων, την ανάγκη ύπαρξης σταθερών αρχών και αξιών.
Αφορά όμως και εμάς. Και μάλιστα σε όλο το φάσμα των ρόλων μας. Εκείνο του ποιμένα, του λειτουργού, του θεολόγου, του δασκάλου, του προτύπου. Αναμφίβολα είμαστε μέρος του προβλήματος μίας κοινωνίας, που εθίστηκε στις εύκολες λύσεις, τα κεκτημένα, τον άνευρο θεολογικό λόγο, την εξ αποστάσεως διαποίμανση, την ομφαλοσκοπία. Και ακριβώς επειδή είμαστε μέρος του προβλήματος, μπορούμε να γίνουμε και μέρος της λύσης του. Εάν στις παραλείψεις και τα σφάλματα προστεθεί η αδράνεια, η μοιρολατρία και η αναβολή, θα βρεθούμε αναπολόγητοι μπροστά σε μία γενεά, που θα μεγαλώσει στερημένη από ιδανικά, προοπτικές, ανοιχτούς ορίζοντες και ανοιχτούς ουρανούς. Μία γενεά που θα αναζητεί το απόλυτο και τον ηρωισμό στις οθόνες, στις κερκίδες και στην κατανάλωση. Μία γενιά χωρίς μέτρα και σταθμά στις ανθρώπινες σχέσεις, στον εργασιακό χώρο, στην κοινωνική της ζωή. Μία γενιά χωρίς ταυτότητα, ούτε προσωπική, ούτε εθνική, τελικά ούτε ανθρώπινη.
Βεβαίως δεν θα αποφευχθούν όλα αυτά αυτομάτως, εάν διατηρηθεί υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών. Δεν παύει όμως να αποτελεί μία έπαλξη αντίστασης, υποχρεωμένη να προβληματιστεί, να αναλύσει και να διαμορφώσει στην πράξη ένα μάθημα στηριγμένο συγχρόνως στην διαχρονικότητα και το «σήμερα». Καλύτερα από εμένα γνωρίζετε, πως η ισορροπία αυτή αποτελεί δρόμο τραχύ, με πιέσεις ένθεν και ένθεν. Δεν επιθυμώ να παρουσιάσω το μάθημα, ως μία βαρύγδουπη ηρωική πράξη. Πολλές φορές κακοποιήθηκε και από τους ίδιους τους φορείς του. Οφείλω όμως να του αναγνωρίσω, πως κανένας άλλος κρίκος της εκπαιδευτικής ζωής της πατρίδας μας δεν υφίσταται τόσο έντονες πιέσεις και κραδασμούς, κάθε φορά που το συνολικό οικοδόμημα αποφασίζει να αναπλαισιωθεί. Οφείλω να αναγνωρίσω, πως οι θεολόγοι φορτώνονται συχνά βάρη δυσβάστακτα και δυσανάλογα των δυνατοτήτων, των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών τους. Οφείλω να αναγνωρίσω, πως, όπως λέει και ένας νέος θεολόγος, αν όλοι οι κλάδοι των καθηγητών είχαν αφιερώσει τόσο χρόνο για προβληματισμό πάνω στο αντικείμενό τους,όσον οι θεολόγοι, το σχολείο θα είχε γίνει Παράδεισος.
Αυτές δεν είναι καινούργιες διαπιστώσεις. Έχει όμως προστεθεί πλέον και με τον πιο δραματικό τρόπο ο παράγων «χρόνος». Πρέπει να πειστούμε πως οι εξελίξεις έχουν ήδη δρομολογηθεί και πως δεν υπάρχει πλέον ένα minimum αυτονόητων. Δεν συζητείται πλέον το εάν θα εξελιχθούν τα πράγματα αλλά η ταχύτητα, η κατεύθυνση και ο βαθμός συμμετοχής μας.
Αγαπητοί μου,
Γνωρίζετε πως ουδέποτε υπήρξα άνθρωπος των κραυγών και των συνθημάτων. Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, με την ελπίδα να συνειδητοποιήσουμε το καινούργιο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζούμε και διακονούμε τη θεολογία, να ζωογονήσουμε ξανά όλες εκείνες τις διαχρονικές και λυτρωτικές αλήθειες της ορθόδοξης πίστης μας και να απευθυνθούμε προς έναν κόσμο, και ιδιαίτερα προς νέους, που διψούν για ζωντανά παραδείγματα και συνέπεια λόγων και πράξεων. Ένα ένδοξο παρελθόν και μία ματωμένη παράδοση βαραίνουν τους ώμους μας. Αλλά και ένα ακαθόριστο μέλλον, με πρωτόγνωρες ανάγκες και υπαρκτούς κινδύνους απώλειας θεμελιωδών σταθερών για τις επερχόμενες γενεές, ζητεί από μας νέους τρόπους, νέες ιδέες και τόλμη στην εκφορά, αλλά κυρίως στη βίωση αυτού που ονομάζεται «ζωντανή θεολογία». Στη φάση αυτή ίσως να φαίνεται πως αγωνιζόμαστε για μία διατήρηση δεδομένων. Αυτό όμως που θα δώσει προοπτική στην προσπάθεια αυτή είναι η συνειδητοποίηση των εσχάτων. Νομίζω πως έφτασε ο καιρός, τα λόγια και οι πράξεις μας να διαποτιστούν από τα πιο δυναμικά και τα πιο ελπιδοφόρα στοιχεία της Θεολογίας, της πίστης και της παράδοσής μας. Και ένα από τα σημαντικότερα, είναι η προσφορά ελπίδας και προοπτικής σε μία κοινωνία βυθισμένη στον πόνο και την απόγνωση. Σ΄ αυτὴ την πορεία προς τον κόσμο, πορεία σταυρική αλλά και αναστάσιμη, όπως θέλει και το πνεύμα των ημερών που διανύουμε, σας καλώ και σήμερα να συμπορευθούμε.