Αγαπητοί μου Πατέρες και αδελφοί, Παιδιά μου εν Κυρίω Αγαπημένα,
Όλοι μας γνωρίζουμε, διότι το έχουμε γευθεί στην προσωπική μας ζωή, πόσο δύσκολοι είναι οι καιροί που διανύουμε ως έθνος και ως πρόσωπα. Σε όλα τα πεδία της καθημερινότητας, ο καθένας από μας αντιμετωπίζει δυσχέρειες που δείχνουν πως τείνουν να γίνουν απειλητικά αδιέξοδα: οικογενειάρχες βλέπουν τα έξοδα να αυξάνονται, γονείς τις σπουδές των παιδιών τους να γίνονται δυσβάσταχτες, επαγγελματίες να ευτελίζεται η αμοιβή των μόχθων τους, νέοι να αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας περιφερόμενοι στους δρόμους ανθρώπινα ράκη, συμπολίτες μας, μέχρι χθες ασφαλείς και αξιοπρεπείς, να αναζητούν ένα καλύτερο αύριο μακριά από τον τόπο τους.
Στις κρίσιμες αυτές ώρες ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της απογοήτευσης και της απελπισίας, που εισέρχεται βαθιά μέσα στην ψυχή και το νου, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια ένας κίνδυνος που γιγαντώνεται διαρκώς, καθώς οι λύσεις αποδεικνύονται αναποτελεσματικές και οι προγραμματικές δηλώσεις ανέφικτες.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η επίσημη πληροφόρηση επιμένουν να στρέφουν την προσοχή μας σε μέτρα και αριθμούς, τοποθετώντας την κρίση που διερχόμαστε σε καθαρά οικονομικά επίπεδα. Ωστόσο, ως Εκκλησία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και να μην υποδείξουμε τις ευρύτερες διαστάσεις και τις βαθύτερες αιτίες αυτής της κρίσης, αιτίες πνευματικές και ηθικές, μια από τις οποίες, ίσως τη σημαντικότερη, θα αναφέρω στην αγάπη σας.
Ως κοινωνία και ως πρόσωπα, λίγο έως πολύ, περιορίσαμε τις επιδιώξεις μας μόνο στον πεπερασμένο αυτό κόσμο. Στις στενές του διαστάσεις στηρίξαμε την ευτυχία μας και στα δικά του μέτρα, αυτά του «δούναι και λαβείν», μετρήσαμε την ύπαρξή μας. Στερήσαμε τις ψυχές μας από την χαρά της εξόδου από το εγώ μας προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Λησμονήσαμε την ιστορία του γένους μας, που μας τροφοδοτούσε επί αιώνες με υψηλές και αθάνατες αξίες και ιδανικά. Παύσαμε να οραματιζόμαστε και ξεχάσαμε τι σημαίνει κοινωνία με τον πλησίον μας, τον γνωστό η τον άγνωστο αδελφό μας.
Σήμερα, συγκεντρωθήκαμε στους Ιερούς Ναούς μας, για να συγκροτήσουμε την Ευχαριστιακή Σύναξη, να γίνουμε μέτοχοι του Σώματος και του Αίματος του Χριστού μας. Με την ευκαιρία, λοιπόν, αυτή, σας καλώ πατρικά να επεκτείνουμε τη Σύναξη αυτή στην καθημερινότητά μας· να γίνουμε δηλαδή ξανά, συνειδητά μέλη της Εκκλησιαστικής Κοινότητος, να ξαναγίνουμε «Εκκλησία». Να αναζωογονήσουμε μέσα μας τη χαρά και να συνειδητοποιήσουμε την ευλογία, αλλά και τη βαθιά έναντι του Θεού υποχρέωση που εμπεριέχει η ιδιότητά μας ως ορθοδόξων χριστιανών. Να θυμηθούμε πως πέραν του ότι είμαστε δημότες της πόλης μας, πολίτες της Ελλάδας και μέλη της παγκόσμιας κοινότητας, είμαστε κυρίως μελλοντικοί πολίτες της Βασιλείας του Θεού, την οποία ήδη από αυτή τη
ζωή βιώνουμε μέσα στην Εκκλησία· στην ουράνια αυτή πατρίδα, που πάντοτε ζούσε μέσα στον κόσμο, ποτέ όμως δεν τον εγκατέλειψε και δεν τον περιφρόνησε, αλλά που ωστόσο διέσωζε διαχρονικές αρχές και αξίες με αιώνια όμως προοπτική. Την ώρα που η μεγαλοστομία των εκάστοτε ηγετών διαψευδόταν από την ανθρώπινη εμπάθεια και ασυνέπεια, η ηχηρή μέσα στην αφάνεια και τη σιωπή της φωνή της Εκκλησίας υποδείκνυε πάντοτε μια άλλη ποιότητα ζωής, πέρα από τη φθορά και τον θάνατο, δια της έμπρακτης αγάπης.
Μια τέτοια μαρτυρία αγάπης περιμένει και σήμερα από μας η πόλη μας, η πατρίδα μας, ο κόσμος ολόκληρος και κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία όπου γης. Αυτή η αγάπη θα μαρτυρήσει πρώτα για τον Θεό, ότι είναι Θεός απέραντης και διαρκούς αγάπης, ιδιαιτέρως μέσα στις μεγάλες δοκιμασίες της ζωής, που κάνει αισθητή την παρουσία Του απλά και ταπεινά μέσω των συνανθρώπων μας. Όταν ο χωρίς ελπίδα και πίστη άνθρωπος θα βλέπει παντού πόρτες κλειστές και ευκαιρίες χαμένες, ο χριστιανός, διακρίνοντας με τα μάτια του Παύλου την ύπαρξη του Θεού μέσα στην ιστορία, θα αναφωνεί τα αποστολικά λόγια: «Οίδαμεν ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. η , 28).
Ακόμη θα μαρτυρήσει και για τους ανθρώπους του Θεού, τους ανθρώπους της αγάπης, που αν και αφανείς, μπορούν και θέλουν, με την ελπίδα που χαρίζουν και με την αγαθοποιό δράση τους, να ανοίγουν δρόμους μέσα στα αδιέξοδα όσων χρειάζονται τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Αδελφοί μου,
Ο χρόνος που διανύουμε πλησιάζει στο τέλος του, βεβαρημένος από χαρακτηρισμούς που φανερώνουν την ανθρώπινη σκληρότητα, εμπάθεια και εσωτερική πτωχεία: χρόνος κρίσης, χρεωκοπίας, φτώχειας, κατάθλιψης, κατάρρευσης. Εμείς οι χριστιανοί, όμως, ας ελαφρύνουμε το βάρος του και ας τον χαιρετίσουμε με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό που μας τον έδωσε, αφού μας χάρισε μαζί με αυτόν και πάμπολλες σωτήριες ευκαιρίες: ευκαιρίες για ενδοσκόπηση, για περισυλλογή, για μετάνοια, για αλλαγή τρόπου σκέψης και ζωής, για προσφορά έμπρακτης, ζωντανής αγάπης.
Ο καθένας μας ας σταθμίσει πόσο εκμεταλλεύθηκε αυτές τις ευκαιρίες, που ωστόσο δεν έχουν ακόμη τελειώσει. Διότι σήμερα η τοπική μας Εκκλησία μας δίνει μια τέτοια τελευταία ευκαιρία: τον έρανο της αγάπης.
Πρόκειται για μια συλλογική προσπάθεια με προϊστορία χρόνων πολλών, που προσπαθεί να δώσει λύσεις «αγάπης» σε πλήθος συνανθρώπων μας, οι οποίοι χρειάζονται άμεση στήριξη: είτε άποροι για να σιτιστούν, είτε ασθενείς για να νοσηλευτούν, είτε ηλικιωμένοι για να ενισχυθούν, είτε νέοι γονείς για να στηριχθούν από κάποια σχολή γονέων της τοπικής μας Εκκλησίας, είτε φοιτητές που χρειάζονται υποτροφία, είτε νέοι με αναζητήσεις, για να βιώσουν στανεανικά προγράμματα και στις κατασκηνώσεις μια διαφορετική κοινωνική ζωή, με χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο και πνευματική ανάταση.
Στη συλλογική αυτή προσπάθεια, μέτοχοι είσθε όλοι εσείς, που με το λίγο η το πολύ, με την ανιδιοτελή προσφορά όχι μόνο χρημάτων, αλλά και χρόνου και δυνάμεων, δεν αφήσατε χρόνια τώρα την ελπίδα του κόσμου να σβήσει, δίνοντας με την προσφορά της ζωντανής αγάπης τη μαρτυρία της μετοχής στην Βασιλεία του Θεού, μια βασιλεία όχι εξουσίας και εκμετάλλευσης, αλλά θυσίας και αυταπάρνησης. Τα χρήματα του Εράνου θα επιλύσουν βέβαια ανάγκες βιοτικές, επείγουσες και μεγάλες. Ωστόσο, η λέξη «αγάπη» που συνοδεύει τον έρανο, δίνει μια πλατύτερη και ουσιαστικότερη απάντηση, όχι πλέον μόνο σε οικονομικά, αλλά και σε κοινωνικά, πνευματικά, ακόμα και πολιτικά αδιέξοδα. Με την αγαπητική συμμετοχή μας στον έρανο μπορούμε να ερμηνεύσουμε το βαθύτερο «γιατί» της κρίσης που διερχόμαστε και να αποδείξουμε πως με τη φιλαδελφία η έξοδος από τα χειρότερα αδιέξοδα είναι εφικτή. Διότι, η κρίση που έχουμε ενώπιόν μας, τελικά δεν είναι μόνο κρίση οικονομικής φύσεως, αλλά κυρίως απονιάς και σκληροκαρδίας.
Γνωρίζω τις δυσκολίες σας. Κι όμως, την ώρα αυτή, μας δίνεται η ευκαιρία να ξαναβρούμε την αλληλεγγύη και την αρχοντιά της προσφοράς, που διέσωσε το γένος μας μέσα στην ιστορία από πολύ χειρότερες συνθήκες. Χωρίς μεμψιμοιρία, χωρίς αίσθημα καταναγκασμού και υποχρέωσης, απλόχερα, ο καθένας ας αποδεχθεί την πρόσκληση και συγχρόνως παράκληση της Εκκλησίας και ας συμβάλει κατά τις δυνάμεις του. Οι δύσκολοι καιροί κρύβουν πάντα μέσα τους μια θεϊκή ευκαιρία για τον άνθρωπο να μοιάσει στο Θεό του: ένα Θεό που έγινε άνθρωπος μέσα στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ και έκανε δικό Του τον πόνο και την αποτυχία του πιο αγαπημένου Του πλάσματος.
Στο φετινό αυτό κάλεσμά Του, στο κάλεσμα του Εράνου της Αγάπης, ας μην Τον αφήσουμε μόνο.
Σας ευχαριστώ και σας ευλογώ με όλη μου την καρδιά.