Χαιρετισμός στο Συνέδριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών: "Εκκλησιολογία και Εθνικισμός

Πέμπτη, 24 Μάιος 2012

Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού

κ. Ιγνατίου

Το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Έθνους επανέρχεται διαρκώς με ποικίλες αφορμές στην επικαιρότητα του θεολογικού αλλά και ευρύτερα δημόσιου διαλόγου. Αφενός μεν η σοβαρότητα του θέματος, αφετέρου δε η ποικιλία των σχετικών απόψεων, επιβάλλουν την αναγκαιότητα μιας εμπεριστατωμένης και νηφάλιας, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις, εξέτασης των επιμέρους θεμάτων που συναπαρτίζουν το σύνθετο αυτό ζήτημα.

Πρόκειται άλλωστε, για ένα ζήτημα τόσο παλαιό, όσο και η ιστορική παρουσία της χριστιανικής πίστης. Ο ίδιος ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, ο Χριστός έλαβε σάρκα και οστά, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση του στο πλαίσιο ενός έθνους, του ιουδαϊκού. Ο Χριστιανισμός, ως Εκκλησία, ως το Σώμα του Χριστού ήδη από την πρώτη εμφανισή του θα έρθει σε γόνιμο και δημιουργικό διάλογο με τα έθνη και τους πολιτισμούς της περιοχής της Μεσογείου, πρώτα με τον Ελληνικό πολιτισμό, αλλά σύντομα μετά την εξάπλωσή του και με άλλους λαούς και πολιτισμούς. ΄Ετσι η Εκκλησία θα πορευτεί διαλογικά από την πρώτη στιγμή, αγκαλιάζοντας κάθε έθνος, κάθε λαό και κάθε πολιτισμό, κηρύσσοντας το μήνυμα της εκ νεκρών Αναστάσεως, της αιώνιας ζωής και της μεταμορφώσεως ολόκληρης της κτιστής δημιουργίας.

Στο πέρασμα των αιώνων ο Χριστιανισμός, και στην περίπτωσή μας η Ορθόδοξη Εκκλησία, συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία όχι μόνο υψηλών εκφράσεων πολιτισμού, αλλά με αποφασιστικό τρόπο και στην ανάδειξη και διαμόρφωση της ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας πολλών αυτόχθονων λαών στην Ασία, στην Ηπειρωτική Ευρώπη και τη Ρωσία, μπολιάζοντας τα νάματα του ευαγγελίου με τις ιδιαιτερότητες των κατά τόπους εθνικών και πολιτισμικών εκδηλώσεων. Επομένως, λιγότερο ή περισσότερο συνέβαλε στη ανάδυση του σύγχρονου ευρωπαϊκού γεωγραφικού χάρτη, όπως περίπου τον γνωρίζουμε σήμερα.

Ωστόσο, παρά την αναμφίβολα συχνά θετική συμβολή της Εκκλησίας στην πορεία ανέλιξης των εθνών και των λαών της Ευρώπης, η πτώση της χριστιανικής, πολυεθνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου οδήγησε παράλληλα στην εμφάνιση ορισμένων τάσεων, οι οποίες βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση προς τις αξονικές προϋποθέσεις της ευχαριστιακής και εσχατολογικής εμπειρίας και συνείδησης, όπως αυτή αναπτύχθηκε και αποτυπώθηκε στον πλούτο της πατερικής, λειτουργικής και κανονικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας. Πρόκειται για τον περίφημο εθνικό ρόλο της Εκκλησίας, η οποία στο εξής θα ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ιδιοπροσωπία και την επιβίωση των επιμέρους εθνών, παρά για την εργώδη ιστορική συνέργεια με σκοπό την ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ. Γενικά, μέχρι την εποχή της τουρκικής κατοχής (15ος-19ος αιώνας), κατά τη διάρκεια της οποίας μπορούμε να παρατηρήσουμε τα πρώτα σημάδια εκδήλωσης αυτού του εθνικού ρόλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητα, ή ίσως εξαιτίας των δεσμών της με την αυτοκρατορική εξουσία, αγνόησε κάθε είδος «εθνικής λογικής», τόσο στην εκκλησιολογική της δομή όσο και στην θεολογική αυτοσυνειδησία της. Γι' αυτό και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτός ο εθνικός ρόλος συνιστά έναν νεωτερισμό για την Ορθόδοξη Εκκλησία, που υπήρξε, για πολλούς αιώνες, η Εκκλησία μιας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας.

Έτσι, η ανάδυση τώρα του φαινομένου του θρησκευτικού εθνικισμού, όχι αποκλειστικά στις Δυτικές κοινωνίες, άρχισε να εμφανίζεται απειλητική, οδηγώντας συχνά στην αναδίπλωση και την εσωστρέφεια και στην ανάληψη από τις κατά τόπους Εκκλησίες (εθνικών) ρόλων, που βρίσκονται συχνά στον αντίποδα του κηρύγματος της ερχόμενης Βασιλείας. Στην εξέλιξη αυτή η Εκκλησία θα ταυτιστεί συχνά με τα εκάστοτε έθνη, υιοθετώντας εθνο-πολιτιστικές ιδεολογίες, με κύρια συνέπεια να ενδιαφέρεται περισσότερο για την εθνική ταυτότητα και επιβίωσή της παρά για την σάρκωση και την εμπέδωση της καθολικότητάς της. Ως συνέπεια της μετατόπισης του εκκλησιολογικού άξονα και κριτηρίου απο την σωτηρία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, στη σωτηρία και επιβίωση του έθνους και τη διατήρηση της εθνικής ιδεολογίας και συνέχειας (με τη χρήση μάλιστα προς το σκοπό αυτό και ένοπλής βίας εναντίον ομοδόξου ή μη λαού), η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες μια βαθιά διαίρεση ανάμεσα στις διαφορετικές εθνικές Εκκλησίες, όπως επίσης και την αποδοχή της προβληματικής εκκλησιολογικής ιδέας που συλλαμβάνει την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μια «συνομοσπονδία εθνικών Εκκλησιών».

 Είναι χαρακτηριστικό ότι μακριά από τις παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες, η Ορθοδοξία παρουσιάζει το εκπληκτικό φαινόμενο να οργανώνεται όχι με βάση την πάγια εκκλησιολογική αρχή της τοπικότητας (ένας επίσκοπος, μια ευχαριστία σε κάθε τόπο), αλλά με βάση την εθνική καταβολή των μελών της, με αποτέλεσμα να έχουμε σ' αυτές τις περιοχές τόσες διαφορετικές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (10 ή και περισσότερους κάποιες φορές επισκόπους) όσες και εθνικές κοινότητες. Αλλά όχι μόνο στο χώρο της λεγόμενης «Διασποράς», αλλά και στις παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης, η Εκκλησία συχνά, ακόμη και σήμερα που ο κόσμος έχει αλλάξει και διαρκώς μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς προς ένα περισσότερο πολυπολυτισμικό και ανοικτό μοντέλο οργάνωσης του παγκοσμίου χωρού, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με μονολιθικό τρόπο ως ένα μέρος της εθνικής τους ταυτότητας και πολιτισμού τους, που σχετίζεται με τα έθιμα τους και τον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό τους, ακυρώνοτας έτσι κάθε σοβαρή προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που ο σύγχρονος κόσμος θέτει στην Ορθοδοξία.

 

Φαίνεται, σήμερα όπου όχι μόνο η χώρα μας αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, βιώνει εξαιρετικά δύσκολες στιγμές, ότι ήρθε η ώρα η Ορθοδοξία να ξανακοιτάξει τις αντιλήψεις της για τον τρόπο αλλά και τη μορφή που οφείλει να έχει η σχέση προς τα εκάστοτε έθνη, προκειμένου να ανακτήσει την λησμονημένη, θεμελιώδη αποστολή της, που δεν είναι άλλη από το κήρυγμα Ιησού Χριστού και τούτου Εσταυρωμένου, για τη σωτηρία όχι των κάθε είδους καταστροφικών ιδεολογιών και των εκλεκτών εθνών αλλά του κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου, που έχει δημιουργηθεί κατ' εικόνα του Θεού, δεδομένου ότι στο ευχαριστιακό σώμα του Κυρίου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ...», και το μόνο που μπορεί να διακρίνει τους ανθρώπους μεταξύ τους είναι το είδος της σχέσης και στάσης τους έναντι του κάθε πλησίον, του κάθε άλλου.

Για μια ακόμη χρονιά η πόλη μας, ο Βόλος και η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Μητροπόλεώς μας φιλοξενεί ορισμένους από τους πλέον σημαντικούς εργάτες της ορθόδοξης θεολογίας και εκφραστές της αυτοσυνειδησίας της προκειμένου χωρίς φόβο και χωρίς πάθος να προβληματιστούμε πάνω στο κρίσιμο αυτό ζήτημα της σχέσης Εκκλησίας και έθνους, εκκλησιολογίας και εθνικισμού. Στη δύσκολη και κρίσιμη αυτή περίοδο, όπου ο νηφάλιος διάλογος στη χώρα μας φαίνεται ότι απουσιάζει παντελώς ή έχει καταστεί πολυτέλεια ή στην χειρότερη περίπτωση έχει υποκατασταθεί από ιδεολογικές αγκυλώσεις και κραυγές, το Συνέδριο αυτό, που διοργανώνεται σε συνεργασία και με άλλους σημαντικούς ορθόδοξους οργανισμούς απ' όλο τον κόσμο, καλείται με ψυχραιμία να συζητήσει προβλήματα, να αφουγκραστεί εμπειρίες και να ψηλαφήσει τις εκκλησιολογικές αρχές της Ορθοδοξίας όπως αυτές βιώνονται και αποτυπώνονται στην παράδοσή της, ανοίγοντας έναν ειλικρινή διάλογο για μια περαιτέρω και πιο βαθιά συζήτηση χωρίς σε καμιά περίπτωση να προτείνει καθολικές, τελεσίδικες και πολύ περισσότερο αλάθητες λύσεις. Πράττοντας τούτο η τοπική μας Εκκλησία δεν λησμονεί τα οξύτατα προβλήματα που προκαλεί στον τόπο μας η οικονομική κρίση, αλλά παράλληλα με την δυναμική και αποφασιστική στράτευσή της στο πλάι των αδυνάμων και των θυμάτων αυτής της κρίσης, θέλει να υπενθυμίσει την προτεραιότητα της θεολογίας, κάτι που διαχρονικά χαρακτήριζε την Ορθδοξία ακόμη και στις πιο δύσκολες ιστορικά στιγμές της.