Εἰς τά Χριστούγεννα. Ομιλία του Πρωτ. Δημητρίου Κατούνη στον Εσπερινό των Χριστουγέννων.

Δευτέρα, 24 Δεκέμβριος 2012

« γννησς σου Χριστ Θες μν, ντειλε τ κσμ, τ φς τ τς γνσεως».

            Μέ ποιά λόγια καί μέ ποιές σκέψεις, Σεβασμιώτατε πάτερ καί δέσποτα, πολυσέβαστε χορέ τῶν πατέρων, εὐλαβέστατε συνόμιλε τῶν διακόνων, πολύτιμε, παμφίλτατε καί φιλέορτε λαέ τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά περιπλακεῖ καί νά στολιστεῖ τό στεφάνι τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, μέ τό ὁποῖο θά στεφανώσουμε τήν ἀνέσπερη ἡμέρα πού σήμερα γλυκοχαράζει; Μία ἡμέρα πού θά μείνει ἀτελεύτητη καί μετά τή συντέλεια τοῦ σύμπαντος κόσμου! Ὅσο προσπαθεῖ κάποιος νά βρεῖ τά κατάλληλα λόγια, τόσο αἰσθάνεται ἄλαλος καί μουγκός. Ὅσο προσπαθεῖ νά βάλει σέ κάποια τάξη τίς ἀπειράριθμες σκέψεις, τόσο αἰσθάνεται μωρός καί πτωχός μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ἔνσαρκης θεϊκῆς παρουσίας.

                        Σήμερα καί γιά πάντα ἀνατέλλει στόν κόσμο τό «φῶς τό τῆς γνώσεως» «καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.» Ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Ἐδέμ θέλησε νά δοκιμάσει ἀπό τό ξύλο πού θά τοῦ χάριζε τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Ἡ γνώση τοῦ πονηροῦ τόν ἔριξε στά σκοτάδια τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ἔχασε τή γνώση τοῦ Θεοῦ, διότι περιπλέχτηκε μέ τίς ἐφήμερες γνώσεις τῆς ματαιότητός του. Ὅσο ἐξαντλεῖ τίς δυνάμεις του στό νά καλλιεργεῖ τίς ἐφήμερες γνώσεις πού σκαλίζουν τόν ἐγωισμό του, τόσο βυθίζεται καί βαθύτερα στά σκοτάδια τῆς ἄγνοιας. Ὅ,τι μαθαίνει τόν σκοτώνει, διότι κάθε ἀνθρώπινη γνώση εἶναι τροφή τοῦ θανάτου. Μόνο μία γνώση μπορεῖ νά τοῦ χαρίσει ζωή, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τό «φῶς τό τῆς γνώσεως», πού φέρνει σήμερα ὁ Νηπιάσας Λυτρωτής, εἶναι ἡ γνώση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἡ ἀληθινή ζωή τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ νικητής τοῦ θανάτου Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ Ἐκεῖνος διαβεβαίωσε πώς  «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ». Ὁ ἀφεγγής καί ὑπόγειος βίος τῶν ἀνθρώπων φωτίζεται ἀπό τόν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης». Τό σπαργανωμένο βρέφος μέσα στό σκοτεινό σπήλαιο γίνεται τό κεντρικό ἀντικείμενο κάθε ἀνθρώπινης ἀναζητήσεως. Τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας δέν μπορεῖ πλέον νά ἐμποδίσει τήν ἀναζήτηση καί τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτής προσφέρει τόν ἑαυτό Του ἁπλόχερα νά Τόν γνωρίσουμε καλά, μέσα ἀπό τήν ἕνωσή μας μαζί Του καί μέσα ἀπό τήν ταύτιση τῆς ζωῆς μας μέ τή δική Του ζωή.

            Τό σκοτεινό σπήλαιο τῆς πλάνης καί τῆς ἀγνωσίας δέν μᾶς φοβίζει πλέον. Ἡ νύχτα τῆς ἀπόγνωσης καί τῆς ἀπελπισίας τελειώνει. Ἀπόψε ξημερώνει τό φῶς τῆς γνώσεως καί τῆς ζωῆς. Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ ὁ Θεός παρουσιάστηκε στούς πρωτοπλάστους ἕνα δειλινό, διότι θά ἀκολουθοῦσε ἡ μεγάλη νύχτα τῆς ἀμετανοησίας τους. Στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ ὁ Βασιλέας ἔρχεται μέσα στή νύχτα, διότι ἀκολουθεῖ σέ λίγο τό γλυκοχάραμα καί ἡ λαμπερή ἡμέρα τῆς ὄντως ζωῆς. Μέσα στή νύχτα ἔρχεται ὁ μεγάλος Ἄγνωστος, γιά νά Τόν γνωρίσουμε καί νά μᾶς φωτίσει.

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
(Γεώργιος Δροσίνης)

            Τά λόγια τοῦ ποιητῆ γίνονται σύνθημα γι' αὐτό τό πανηγύρι καί πρόκληση γιά ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή μας. Ὁ σπαργανωμένος Βασιλιάς μᾶς καλεῖ κοντά Του «δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Μᾶς καλεῖ νά στρέψουμε τίς αἰσθήσεις μας πρός τά πάνω, πρός τά δίπλα καί πρός τά μέσα. Πρός τά πάνω μέ τήν προσευχή καί τή μυστική ἕνωση μαζί Του διά τῶν μυστηρίων. Πρός τά δίπλα μέ τήν ἔμπρακτη καί ἀφειδώλευτη ἀγάπη. Πρός τά μέσα μέ τήν αὐτομεμψία καί τή μετάνοια.

            Αὐτό τό «φῶς τό τῆς γνώσεως» ἀξίζει ἀπό 'δῶ καί πέρα νά τό ἀπολαμβάνουμε. Ἡ συνομιλία μέ τό Θεό νά γίνει πιό ἀπαραίτητη καί ἀπό τήν ἀναπνοή μας. Ἡ προσευχή εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλής δρόμος θεογνωσίας. Μέ τήν προσευχή δέν μιλᾶμε γιά τό Θεό, μιλᾶμε μέ αὐτόν τόν ἴδιο τό Θεό. Τά μυστήρια δέν εἶναι τυπικές πράξεις λατρείας. Εἶναι οὐσιαστικές καί μοναδικές εὐκαιρίες μεθέξεως τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἐμεῖς κάνουμε ἕναν ἀγώνα πρός τά πάνω, τόσο ὁ Λυτρωτής ἐπαναλαμβάνει τήν ὁρμητική Του βουτιά πρός τά κάτω. Τότε φωτίζει τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς μέ τό φῶς τοῦ προσώπου καί τῆς παρουσίας Του.

            Τό «φῶς τό τῆς γνώσεως» ἀνατέλλει στή σκοτεινή ζωή μας καί ὅταν στρέψουμε τίς αἰσθήσεις πρός τό διπλανό μας. Πρέπει ἐπειγόντως νά δώσουμε ἀπάντηση στό μεγάλο ἐρώτημα «τίς ἐστι μου πλησίον;». Εἶναι ἀδιανόητο ἄνθρωποι πού βαπτιστήκαμε στό ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος νά χωρίζουμε τούς συνανθρώπους μας σέ κατηγορίες. Ὁ μαθητής τοῦ Εὐαγγελίου δέν βλέπει ξένους, βλέπει μόνον ἀδελφούς. Ὁ ἀληθινά ὀρθόδοξος πιστός ἔχει ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά του γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν ξεχωρίζει τούς διπλανούς του σέ συγγενεῖς, σέ φίλους, σέ ὁμοεθνεῖς, σέ ἀλλοδαπούς, σέ καθαρούς καί βρώμικους, σέ αἱρετικούς καί προδότες σέ πατριῶτες καί σέ ξένους. Ὅποιος σκύβει ἀπόψε νά φιλήσει τό Θεῖο Βρέφος, εἶναι ἕτοιμος νά φιλήσει κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μέ τό φίλημα τοῦ Ἰούδα, ἀλλά μέ τό φίλημα τἠς ἀληθινῆς ἀγάπης, διότι καί ὁ ἴδιος δέχεται πλουσιοπάροχα τό θεϊκό ἀσπασμό. Ὅποιος θέλει ἀπόψε νά γεμίσει ἀπό Χριστό, πρέπει νά ἀδειάσει τήν καρδιά του ἀπό τό μῖσος. Δέν χωράει ὁ Λυτρωτής σέ καρδιές πού δέν μποροῦν νά συγχωρέσουν. Ὅταν ἡ καρδιά πλατύνει καί ἀνοίξει, ὅταν χωρέσει μέσα της ἐχθρούς καί φίλους, γνωστούς καί ἀγνώστους, ἀγαπητούς καί ἀντιπαθεῖς, ὁμοϊδεάτες καί ἀντιφρονοῦντες, ἡμετέρους καί ἀλλοτρίους, τότε μπορεῖ νά προσκαλέσει τό σαρκωμένο Λυτρωτή νά στήσει τή φάτνη Του στά δικά της σκοτάδια. Τότε ἡ ἀγάπη δέν εἶναι λόγια. Ἡ ἀγάπη γίνεται πράξη πού ξεκινάει ἀπό τό σεβασμό πρός τόν ἄλλο καί καταλήγει στή θυσία ὑπέρ τοῦ ἄλλου. Πιστεύουμε σ' ἕναν ἀναξιοπρεπῆ Θεό! Δέν ντράπηκε ν' ἀφήσει τή δόξα Του καί νά κατεβεῖ μέσα στή λάσπη τῆς ζωῆς μας, γιά νά μᾶς ἀγκαλιάσει. Ἄν θέλουμε νά Τόν γνωρίσουμε ἀληθινά, πρέπει νά γίνουμε τό ἴδιο ἀναξιοπρεπεῖς μ' Ἐκεῖνον. Νά προδώσουμε τήν ὁποιαδήποτε αἴσθηση ἀξιοπρέπειας πού διαθέτουμε, ν' ἀφήσουμε τήν κάθε εἴδους ἀσφάλειά μας, νά βγοῦμε ἔξω ἀπό τό κάκαδο τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί νά συναντήσουμε τόν ἐλάχιστο, τόν περιφρονημένο, τόν ἀπόκληρο τῆς καθώς πρέπει κοινωνίας μας, γιά νά τοῦ δώσουμε ἀπό τό ὐστέρημά μας τό δίλεπτο τῆς ταπεινῆς μας ἀγάπης. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη πού «οὐδέποτε ἐκπίπτει». Αὐτή ἡ ἀγάπη ἔφερε τόν Ἄκτιστο στήν κτίση, γιά νά ἀπολαύσουμε ἐμεῖς οἱ κτιστοί τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του.

            Ἡ τελευταία κίνηση γιά νά κατακτήσουμε τό «φῶς τό τῆς γνώσεως» εἶναι μία ἀληθινή στροφή πρός τά μέσα. Ὁ Θεός «ἐντός ἡμῶν ἐστί». Τόν κουβαλᾶμε μέσα μας, διότι εἴμαστε εἰκόνες Του. Ἡ θεογνωσία εἶναι τό εὐλογημένο ἀποτέλεσμα τῆς αὐτογνωσίας. Ἡ αὐτογνωσία εἶναι τό πρῶτο καί σημαντικότερο κατόρθωμα τῆς μετάνοιας. Ἄρα γιά νά φτάσουμε στήν αὐτογνωσία καί ἀπό ἐκεῖ στή θεογνωσία, πρέπει νά ξεκινήσουμε μέ τή μετάνοια. Χωρίς ντροπή νά παραδεχτοῦμε τά λάθη μας. Χωρίς δισταγμό νά τρέξουμε νά τά ἀκουμπήσουμε στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μας. Νά σβήσουμε τίς τύψεις καί τίς ἐνοχές μας. Ἐκεῖνος ἔρχεται ἀπόψε στή ζοφερή πραγματικότητά μας, γιά νά σηκώσει τό ἀβάστακτο φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ἔχουμε τή στοιχειώδη ἐξυπνάδα νά τοῦ ἐναποθέσουμε αὐτό τό φορτίο καί νά μή συνεχίσουμε νά τό κουβαλᾶμε, διότι αὐτό τό βάρος θά μᾶς παρασύρει στήν ἄβυσσο. Ὅ,τι βιώνουμε ὡς κρίση καί ὅ,τι μᾶς δυσκολεύει ὡς κατάσταση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τά ἐπινίκια τῶν ἀμέτρητων σφαλμάτων μας. Ὅσο μένουμε μέσα στήν ἀμετανοησία μας, τόσο θά μένουμε καί ἐγκλωβισμένοι στήν ὁποιαδήποτε κρίση καί δυστυχία μας. Ὅσο θεωροῦμε σημαντικά τά δευτερεύοντα καί ἀξιολογοῦμε ὑπερβολικά τά μάταια καί ψεύτικα τούτης τῆς ζωῆς, τόσο θά χάνουμε τά αἰώνια καί σημαντικά, τά μόνιμα καί ἀληθινά ἀξιόλογα ἀγαθά. Πρέπει ἐγκαίρως νά καταλάβουμε πώς ἡ μετάνοια δέν εἶναι μόνον δρόμος θεογνωσίας, εἶναι καί δρόμος ἀληθινῆς εὐτυχίας.

            Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί.

            Σήμερα ὁ Λυτρωτής ἀποφασίζει νά διακόψει τήν κατάπαυση τῆς Ἑβδόμης ἡμέρας. Σήμερα ἔρχεται νά πιάσει δουλειά. Νά θεμελιώσει τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς Βασιλείας Του. Ἐνῶ ἡ δημιουργία τῶν προηγουμένων ἡμερῶν ἦταν ὑπόθεση λόγου («εἶπε καί ἐγένετο»), ἡ ἀναδημιουργία εἶναι ὑπόθεση ἔργου, τοῦ ἔργου τῆς ἀπύθμενης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος εἶναι τό μέγα θαῦμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ἡ ἀνάπλαση καί παλιγγενεσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπροσμέτρητα μεγαλύτερο θαῦμα. Γιά τό πρῶτο θαῦμα τῆς Δημιουργίας ἦταν ἀρκετή ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, γιά τό δεύτερο θαῦμα τῆς Ἀναδημιουργίας εἶναι ἀπαραίτητη καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ παρουσία Του μέσα στόν κόσμο. Καί ἐνῶ θά μποροῦσε νά ἀναπλάσει τόν κόσμο μ' ἕνα Του λόγο, Ἐκεῖνος ἐπιλέγει τό δύσκολο δρόμο τῆς καταβάσεως στήν κτιστή πραγματικότητα. Ἡ ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά μείνει ἀναπαυμένος στό θρόνο τῆς μεγαλωσύνης Του, ἀλλά Τόν κατεβάζει μέχρι τά σκοτάδια τοῦ σπηλαίου. Τό σπήλαιο γίνεται ἡ αἴθουσα τοῦ θρόνου, ἡ βρωμερή ταῒστρα τῶν ζώων γίνεται τό βασιλικό ἀνάκλιντρο καί τά ταπεινά πάνινα σπάργανα γίνονται ἡ βασιλική ἀλουργίδα πού τυλίγει τό θεϊκό κορμί. «Ὁ πλήρης κενοῦται» ἀδειάζει ὁ Θεός μέ μία ἐπιδημία πρός τούς ἀνθρώπους «ἵνα πρός Θεόν ἐνδημήσωμεν». «Ὁ πλουτίζων πτωχεύει»  «ἵν' ἐγώ πλουτίσω τήν αὐτοῦ θεότητα». Τό πρῶτο καί σημαντικότερο γνώρισμα τῆς νέας ἡμέρας, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού σήμερα παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ, εἶναι «τό φῶς τό τῆς γνώσεως». Ὄχι ἡ γνώση γιά Ἐκεῖνον, ἀλλά ἡ γνώση Ἐκείνου. Κι ἐμεῖς αὐτή τήν ὄγδοη καί τελευταία, τήν κλητήν καί ἁγίαν, τήν μίαν τῶν Σαββάτων, τήν ἀέναη Κυριακή, τήν πρώτη καί ἀτελείωτη ἡμέρα τῆς σωτηρίας μας, τῆς ἔσχατης, ἀλλά καί ταυτόχρονα νέας πραγματικότητας, δανειζόμαστε τά λόγια τῆς Πανάχραντης καί Ἀειπάρθενης Μάνας τοῦ Λυτρωτοῦ μας:

ψηλ βασιλε, * τί σοι κα τος πτωχεύσασι;
Ποιητ
ορανο, * τί πρς γηΐνους λυθας;
Σπηλαίου
ράσθης * φάτν τέρφθης;
Σ
σον κόσμον, σωτήρ· * τούτου γρ χάριν λυθας·
στ
σον πάντα τ σά· * τούτου γρ χάριν λαμψας

  λαός σου γρ ντως * εσν οτοι ος γνώσθης,
παιδίον νέον, *
πρ αώνων Θεός.

Αὐτός ὁ λαός, δι' εὐχῶν τοῦ ἁγίου Δεσπότου καί Ἐπισκόπου μας, ἐμεῖς δηλαδή, ὅσοι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν πρό αἰώνων Θεό, ἄς ἔχουμε αὐτή τή γνώση σάν παρηγοριά, ἐλπίδα καί ἐφόδιο στίς δυσκολίες καί τίς συμφορές πού βιώνουμε καί πού προκαλέσαμε μέ τίς ἀπροσεξίες μας. «Τό φῶς τό τῆς γνώσεως» τοῦ Θεοῦ ἄς εἶναι ἡ δροσερή φωτιά πού θά μᾶς ἀναψύχει ὅπως ἀνέψυξε τούς Τρεῖς Παῖδες μέσα στό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ, πού ἀπό τήν ἀνθρώπινη δολιότητα πρόκειται ἴσως κι ἐμεῖς νά ζήσουμε. Τό φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ θά μᾶς δώσει τό κουράγιο καί τή βεβαιότητα, μέ χαρά καί δύναμη νά λέμε:

πρ παμφάγον λιπόντες, * πρ δροσίζον θεωρομεν,
παιδίον νέον, * τ
ν πρ αώνων Θεόν.   μήν.