ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΩΝ Πρωτ. Θωμά Συνοδινού

Τρίτη, 29 Ιανουάριος 2013

 

«...τελειωθείς εν ολίγῳ, επλήρωσε χρόνους μακρούς

αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού,

 διά τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας...»

 

 

Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,

Αδελφοί μου πατέρες και συλλειτουργοί,

Εντιμότατοι και ενδοξότατοι εκπρόσωποι των πολιτικοστρατιωτικών αρχών,

Ευλαβέστατε λαέ που αγάπησε και αγαπήθηκε από το Χριστόδουλο,

 

    Η φράση αυτή από τη Σοφία Σολομώντος, αποτυπώνει με ενάργεια αυτό που στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία ονομάζουμε «το φαινόμενο Χριστόδουλος». Πέρασαν ήδη πέντε χρόνια από την μακαρία εκδημία του και οι πανέλληνες, με τον δικό τους τρόπο και για τον δικό τους λόγο ο καθένας, αναπολούν και νοσταλγούν την γλυκεία και δυναμική προσωπικότητά του. Τούτο συμβαίνει γιατί ακριβώς το χαρακτηριστικό των σπουδαίων και μεγάλων ανθρώπων είναι η αμεσότητα και η διαχρονικότητα. Οι αληθινά σπουδαίοι μπορούν πάντοτε να ολοκληρώνουν μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα ο,τι κάποιοι άλλοι αγωνίζονται για πολλά χρόνια να ξεκινήσουν. Τις αληθινές προσωπικότητες διακρίνει ένα δημιουργικό όραμα, που υπηρετούν με αυτοθυσία και εντιμότητα. Εν τέλει η μάχη για τις πραγματικές αξίες και την αλήθεια, ξεπερνά το χωρόχρονο και νικά τη λήθη. Γι αὐτό ακριβώς, ο μακαριστός και αλησμόνητος Αρχιεπίσκοπός μας, συνιστά ένα πραγματικό φαινόμενο για τα σύγχρονα δεδομένα. Και απόδειξη αυτού του γεγονότος δεν είναι μόνο οι πολυπληθείς εκδηλώσεις μνήμης, σαν την αποψινή, που κάθε χρόνο τούτο τον καιρό αναζωπυρώνουν τις αναμνήσεις μας. Ήδη στις πανεπιστημιακές σχολές ετοιμάζονται διατριβές για πτυχές του έργου  του. Κυκλοφορούν τα άπαντα των έργων του με ποικίλους τρόπους ώστε να εντρυφά κανείς στο διεισδυτικό και οραματικό λόγο του. Το γεγονός ότι σε όλα τα επίπεδα, εκκλησιαστικά, πολιτικά, κοινωνικά, ο Χριστόδουλος συζητείται και αναζητείται επί καθημερινής βάσεως, είναι δείγμα της εμβέλειας του σύντομου χρονικά, ασύγκριτου όμως σε εύρος έργου του. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό ιδίωμα των μεγάλων οραματιστών. Να ανοίγουν δρόμους που οι ίδιοι ελάχιστα περπάτησαν, να δημιουργούν παρακαταθήκες που οι ίδιοι ελάχιστα απόλαυσαν, να σπέρνουν και να καλλιεργούν γευόμενοι ελάχιστους από τους καρπούς των μεγάλων  κόπων τους. Εντέλει οι οραματιστές δεν παραδίνονται στο παρελθόν της ιστορίας, ανήκουν στο μέλλον και στην περίπτωση του Χριστοδούλου αποτελούν κι ένα διαρκές παρόν. Σήμερα η παρουσία σας δεν αποτελεί απότιση φόρου τιμής και εξόφληση χρέους αγάπης. Είναι ηχηρό μήνυμα πως ο Χριστόδουλος ζη και είναι παρών! Πως οι οραματικοί σχεδιασμοί του για την Εκκλησία και το Εθνος εξακολουθούν να εμπνέουν και να δίνουν ελπίδα στον πτοημένο λαό μας! Πως δεν τον χάσαμε οριστικά και αμετάκλητα αλλά μπορούμε να τον αισθανόμαστε με την πίστη και την αγάπη μας πάντοτε μπροστάρη, καθοδηγό! Γιατί η πίστη και η αγάπη είναι πιο δυνατές κι από το θάνατο!

    Τις καρδιακές μου σκέψεις για τον Αρχιεπίσκοπο των μεγάλων οραματισμών, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας σήμερα, ανταποκρινόμενος στην ευγενή  και φιλάδελφη  πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου σας αλλά και στη δική σας αγάπη, την οποία πλουσιοπάροχα μου χαρίσατε στα χρόνια της διακονίας μου στο Βόλο κοντά στον μακαριστό τότε Μητροπολίτη μας Χριστόδουλο.

    Για την αρτιότερη παρουσίαση και οργάνωση των σκέψεων αυτών, θα τις αναπτύξουμε σε τρεις άξονες:

1. Το όραμα του Χριστοδούλου για την Εκκλησία

2. Το όραμα του Χριστοδούλου για το Έθνος.

3. Το όραμα του Χριστοδούλου για τον Άνθρωπο.

    Ασφαλώς πολλά από όσα θα ακουσθούν τα γνωρίζετε, έχοντας ο καθένας προσωπικά τους δικούς του λόγους, τις προσωπικές του αναμνήσεις και θεωρώντας ως δικό του άνθρωπο και φίλο τον μακαριστό Δεσπότη μας. Γι αὐτό θα σας παρακαλούσα να δεχθείτε και μερικές εκτός κείμενου προσωπικές μου αναμνήσεις που θα ζωηρέψουν τη μνήμη όλων μας, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς του. Και τούτο διότι ο Χριστόδουλος ήξερε πάντοτε να συνταιριάζει την επισημότητα με την απλότητα για να μεταδίδει μιαν ασύγκριτη οικειότητα. Θα μείνει στη μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν «Ιεράρχης με το χαμόγελο». Το γέλιο της καρδιάς αποτυπώνονταν στο φωτεινό πρόσωπό Του.

 

Α  ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

 

    Ο Αρχιεπίσκοπος ήδη από την είσοδό του στις τάξεις του ιερού κλήρου και την εις επίσκοπο ανάδειξή του προσέβλεπε στην Εκκλησία ως μια κοινωνία αγάπης. Με πρότυπο τις πρωτοχριστιανικές κοινότητες και θεμέλιο την αποστολική-πατερική παράδοση, η Εκκλησία θα  πρεπε να παραμένει το διαρκές και ασφαλές καταφύγιο του λαού, ακολουθώντας τις ευαγγελικές επιταγές και αναδεχόμενη τον ιστορικό της ρόλο. Για να δανεισθώ το λόγο του ποιμενάρχου σας κ. Ιγνατίου στον ενθρονιστήριο λόγο του, η Εκκλησία οφείλει να είναι «ελευθέρα και ελευθερώτρια». Η γνήσια αγάπη μόνο με την δύναμη της ελευθερίας καρποφορεί. Πάντοτε ο Χριστόδουλος μιλούσε για μια ελευθέρα και ζώσα Εκκλησία, απερίσπαστη στον πνευματικό προσανατολισμό της αλλά και στην εγκόσμια αποστολή της, μιαν Εκκλησία-Κιβωτό αληθείας και σωτηρίας. Και το έκαμε πράξη αυτό σε πρώϊμους καιρούς πριν η πρόνοια του Θεού του αναθέσει ευθυνοφόρα καθήκοντα, προβλέποντας τις δύσκολες στιγμές και τις συγκρούσεις με το κατεστημένο, που ήθελε τον εκκλησιαστικό χώρο υποταγμένο.

    Οραματίζονταν την Εκκλησία μας καταρχήν σύγχρονη, ενταγμένη στο κοινωνικό γίγνεσθαι, διαμορφώτρια των περιστάσεων και όχι ταπεινωμένη, απλό ακόλουθο των γεγονότων. Ήξερε πως η ιστορική δικαίωση της Εκκλησίας δεν είναι το περιθώριο, η εξέδρα, αλλά ο αγωνιστικός στίβος. Δεν την φανταζόταν ποτέ πίσω από τις εξελίξεις η έστω συνοδοιπόρο τους, αλλά πάντοτε πριν και μπροστά από τα γεγονότα να δίνει τον τόνο και να σηματοδοτεί. Συγχρονισμένη αλλά όχι εκκοσμικευμένη, να παρακολουθεί, να αφουγκράζεται και να προβλέπει. Αυτός που ζη μέσα στο παρόν και μέσα στον κόσμο μπορεί πραγματικά να διαμορφώνει άποψη και να συμμετέχει στα δρώμενα. Σε αντίθεση, όποιος ζη στη δική του πλασματική πραγματικότητα και αγνοεί τα βασικά στοιχεία της καθημερινότητας, αδυνατεί να παρεμβαίνει γιατί αδυνατεί να προσλαμβάνει. Και έτσι εύκολα εξέρχεται στο περιθώριο. Με βάση αυτή την απλή σκέψη ο Χριστόδουλος ήθελε την Εκκλησία σύγχρονη. Οι προσπάθειές του για ένα συγχρονισμένο εκκλησιαστικό λόγο εκτείνονταν από τις πρωτοποριακές του πρωτοβουλίες σε φλέγοντα κοινωνικά θέματα έως τον απλό περίπατό του ανάμεσα και κοντά στους ανθρώπους. Βάση του πόθου του για σύγχρονο εκκλησιαστικό λόγο ήταν το ερώτημα, πως ο ίδιος θα αντιδρούσε σαν οικογενειάρχης, σαν εργαζόμενος, σαν γονιός, σαν ηγέτης, σαν δάσκαλος, όντας ένας κληρικός με συναίσθηση της αποστολής του; Πως δηλαδή θα μετέτρεπε τον ευαγγελικό λόγο και την εκκλησιαστική παράδοση σε οδηγό ζωής και «συνταγή» για την καθημερινότητα. Μόνον έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει την αμεσότητα του κηρύγματός του, την αποτελεσματικότητα των παραινέσεών του, την ειλικρίνεια των γραπτών του, την καθαρότητα της διαπροσωπικής του επικοινωνίας. Έμπλεως ελευθερίας και αγάπης, ο Αρχιεπίσκοπός μας διακρίνονταν για την προσγειωμένη και αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να σχεδιάζει ένα μέλλον που εισέβαλε καταιγιστικά στο παρόν, πάντοτε γρήγορος και τολμηρός σε αποφάσεις και επιλογές, που τον δικαίωσαν εκ των υστέρων. Ήξερε να ισορροπεί τα πράγματα και να γίνεται ο ενοποιός κρίκος άλλοτε διισταμένων άλλοτε ανθισταμένων και εντέλει συνισταμένων. Ο Χριστόδουλος προσέβλεπε σε μία ενότητα, την οποία είχε τον τρόπο και τη δύναμη να επιβάλλει ώστε το εκκλησιαστικό γεγονός να μην εμφανίζεται πολυδιασπασμένο και αναποτελεσματικό. Η σταθερή πεποίθησή του στον ενοποιό λόγο του Ευαγγελίου τον έκαμε προσιτό, σύγχρονο και, τολμώ να πω, διαχρονικό. Σ αὐτό βεβαίως τον βοηθούσε ο χαρισματικός χαρακτήρας του και η εκρηκτική προσωπικότητά του, η οποία επιβαλλόταν στον άλλο όχι στανικά αλλά αγαπητικά. Το «λάθος» του ίσως ήταν πως θεωρούσε ότι οι πάντες και ειδικά οι συνεργάτες του μπορούσαν κι έπρεπε να τον ακολουθούν σ αὐτόν τον καλπασμό του προς το μέλλον με την ίδια δύναμη. Μ ἄλλα λόγια πίστευε, «κρίνων εξ ιδίων τα αλλότρια», πως όλοι διέθεταν τα δικά του χαρίσματα κι όφειλαν να τα εκδαπανούν όπως εκείνος  ὅμως δυστυχώς δεν ήταν πάντοτε έτσι...Και δεν υπολόγιζε ότι στον ελληνικό ουρανό σπανίζουν οι αετοί και αφθονούν τα κοράκια που τον σπάραζαν καθημερινά σαν τον Προμηθέα.

    Επιθυμούσε διακαώς να είναι η Εκκλησία μας παραδοσιακή και σύγχρονη, για να ενστερνίζεται τα μηνύματα των καιρών. Να μπορεί να κατεβαίνει ακόμη και στο πεζοδρόμιο για να ζητήσει το απολωλός απλά, σεμνά, αγαπητικά και ταπεινά, χωρίς να χάνει την ιεροπρέπειά της. Ο Χριστόδουλος υπήρξε αληθινά παραδοσιακός. Το στείρο συντηρητισμό και τη μούχλα τα θεωρούσε αρρώστια. Τον αδιάκριτο και θρασύτατο προοδευτισμό τον έβλεπε ως ασθένεια και ύβρη. Δεν υπήρξε ούτε συντηρητικός ούτε προοδευτικός. Υπήρξε πρωτοπόρος και αληθινά παραδοσιακός.  Και παράδοση κατ ἀκριβή του όρου σημασία σημαίνει ο,τι θα παραδώσεις και όχι μόνον ο,τι θα παραλάβεις. Η παράδοση είναι σκυτάλη σ  ἕνα αγώνισμα φωτοδρομίας. Αφομοίωνε τάχιστα τα δεδομένα της εποχής και με το διορατικό του μάτι έβλεπε τις εξελίξεις, για τις οποίες ποτέ δεν διαψεύτηκε. Δεν βιαζόνταν όμως να κόψει και να ράψει την Εκκλησία στα μέτρα και στα σταθμά του κόσμου. Δεν ήλθε να καταλύσει το παρελθόν, αλλά να το συμπληρώσει. Είχε νοσταλγία....μέλλοντος και γι  αὐτό αγωνιζόνταν να δώσει ένα μέλλον στο παρελθόν μας. Ήταν ρηξικέλευθος αλλ  ὄχι ριζοσπάστης. Διότι το σπάσιμο των ριζών φέρνει τη μάρανση των φυτών. Και ο Χριστόδουλος δεν ήθελε, εν ονόματι ενός κάλπικου προοδευτισμού, να οδηγήσει σε μαρασμό τη Βασιλική Δρυν, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Η αληθινή πρόοδος για τον Χριστόδουλο είναι η πρόοδος που πατάει γερά πάνω στα δεδομένα του παρελθόντος, πάνω δηλαδή στα λάθη και στα κατορθώματα των προηγουμένων γενεών. Η αληθινή πρόοδος υπάρχει μόνον μέσα στην παράδοση. Εκτός παραδόσεως η πρόοδος γίνεται βαρβαρότητα, οδοστρωτήρας και τυφώνας που γκρεμίζει τον κόπο των προγόνων. Μία τέτοια πρόοδος είναι έωλη, άκαρπη, «πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε». Δεν μπορείς να περιμένεις καρπούς από ένα δέντρο που του δηλητηριάζεις τις ρίζες. Για να είσαι αληθινά προοδευτικός πρέπει να είσαι παραδοσιακός. Κατά μια έννοια, επανάσταση σημαίνει συντήρηση. Διότι εάν δεν συντηρείς, πως θα μπορέσεις να επανασταθείς; Αυτή είναι η έννοια της επαναστάσεως. Να μπορείς να ξαναστέκεσαι στα πόδια σου. Να επανίστασαι. Να πηγαίνεις μπροστά εκτιμώντας το παρελθόν, όχι καταργώντας και ξεχνώντας το. Διότι όποιος ξεχνάει το παρελθόν θα το βρει αγνώριστο στο μέλλον. Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει....το παρελθόν.

    Αληθινή παράδοση σημαίνει ζωντανή δημιουργία, η οποία όμως κτίζεται πάνω στους αλάνθαστους και δοκιμασμένους κανόνες, που ήδη υπάρχουν. Κάτι τέτοιο χρειάζεται βαθύτατη παιδεία, κάτι που επίσης ο μακαριστός Χριστόδουλος είχε το προνόμιο να διαθέτει. Ο μονολιθικός συντηρητισμός και ο αδιάκριτος νεωτερισμός είναι φρικτά αποτελέσματα της αμαθείας και της ημιμαθείας. Γι  αὐτό αγαπούσε τους ανθρώπους που κουράστηκαν στη ζωή τους για να αποκτήσουν βαθύτατη παιδεία και απαξίωνε όλους εκείνους που, ενώ είχαν τις προϋποθέσεις να μάθουν αληθινά γράμματα, βολεύτηκαν και αναπαύτηκαν στην ημιμάθεια η στην υποτιθέμενη εξυπνάδα τους. Πίστευε στον Παπαδιαμαντικό λόγο: «Μορφωμένους θέλουμε· όχι εγγραμάτους». Κι έβρισκε πολλούς μορφωμένους στους αγράμματους αγρότες και εργάτες...

    Στην προσωπική του σχέση με την παράδοση, αξίζει κανείς να σταθεί σε ένα σημείο εν πολλοίς άγνωστο η έστω ελάχιστα συζητημένο: Τον απεριόριστο σεβασμό του στην παραδοσιακή ευλάβεια, στο «πατρώον σέβας», στη λαϊκή-όπως συνηθίζουμε να λέμε-ευσέβεια.Ευκαίρως-ακαίρως μιλούσε και εξεθείαζε την απλοϊκή πίστη των ανθρώπων διάσημων και άσημων. Βίωνε, έως την τελευταία του πνοή, τα στοιχεία αυτής της απλοϊκής ευλάβειας στην καθημερινότητά του. Έχουμε συνηθίσει να ομιλούμε για την χαρισματική προσωπικότητά του αλλά να αγνοούμε αυτή τη μυστική πηγή πνευματικής δυνάμεως που χάριζε περίσσευμα καρδίας. Αυτό εξηγεί και την αξεπέραστη αγάπη του στη θεία λατρεία, την ψαλτική, τις διηγήσεις, τα προσκυνήματα, όπου απεκάλυπτε ένα άλλον εαυτό, παραδομένο στη χάρη και την αγάπη του Θεού. Ήξερε καλά και βιωματικά τη δύναμη της ευσεβείας και γνώριζε πως οι άνθρωποι της πίστεως όσο άγνωστοι και άσημοι κι αν είναι αποτελούν τη δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας. Είχε μάλιστα μια εξαιρετική ικανότητα να διακρίνει τους πραγματικά ευλαβείς από τους ευλαβοφανείς και να αναδεικνύει την σημασία της υπάρξεως αγίων ανθρώπων για τη ζωή της Εκκλησίας, μη διστάζοντας να επιζητεί την προσευχή τους για ενδυνάμωση και φωτισμό στο ποιμαντορικό του έργο.

    Ήθελε την Εκκλησία μας κοινωνική και όχι απόκοσμη. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει από τις παραινέσεις του στους κληρικούς του έως την ανάμιξή του στα κοινωνικά δρώμενα. Υπήρξε πρωτοπόρος στους κοινωνικούς αγώνες χωρίς διαχωρισμούς και ταμπέλες. Η πρόοδος και η ευημερία της τοπικής κοινωνίας της Μαγνησίας αρχικά και της Ελλάδας αργότερα ήταν το πρώτιστο ποιμαντικό του καθήκον. Ανελάμβανε πρωτοβουλίες και προωθούσε σχεδιασμούς, τους οποίους ακολουθούσαν οι άνθρωποι της πολιτικής, εφόσον ο λαός έτρεφε μία μοναδική εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Κατέβηκε ως το πεζοδρόμιο για να διεκδικήσει για το λαό του ο,τι πραγματικά του ανήκε.

    Είναι ο πρώτος αρχιεπίσκοπος που προσέγγισε όλα τα κόμματα της Αριστεράς. Στην αγκαλιά της αγάπης του χωρούσαν όλοι. Και πήγε αυτός ταπεινά και τους χτύπησε την πόρτα και τους μίλησε με τη φωνή της καρδιάς του. Δεν ξέρω αν την άκουσαν....

    Με τον αφυπνιστικό λόγο του έθετε τα θεμέλια ενός υγιούς, υπεύθυνου και προσωπικού προβληματισμού για την πορεία της κοινωνίας. Ιδιαίτερα με τις «προφητικές» επισημάνσεις του, ήδη από το 1974, για την βαθμιαία αποσάθρωση του κοινωνικού οικοδομήματος, όπως το βιώνουμε σήμερα, μπορεί να καταταχθεί ανάμεσα σε  κείνους τους προορατικούς στοχαστές, που έβλεπαν την επερχόμενη θύελλα. Δεν ήταν άκαιρες και ανωφελείς οι παραινέσεις του για τη διατήρηση αξιών όπως η πίστη, η πατρίδα και η οικογένεια, όπως απέδειξε η εξέλιξη των γεγονότων. Κατηγορήθηκε και λοιδορήθηκε γι  αὐτό από τους παντοειδείς «χαλασοχώρηδες», για να θυμηθώ το Παπαδιαμάντη, αλλά δεν κάμφθηκε. Τα χτυπήματα των «προοδευτικάριων» και της φαύλης ιντελιγκέντσιας δεν τον πτόησαν αλλά τουναντίον τον ενδυνάμωσαν. Κατηγορήθηκε συχνά και άδικα πως ανεμίγνυε τον εκκλησιαστικό με τον πολιτικό λόγο κι ότι μιλούσε πολύ. Αλλ ὁ παρεμβατικός λόγος είναι μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας. Μήπως ο Ιερός Χρυσόστομος δεν έκανε τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας βήμα της Πνύκας, όταν τα έβαλε με την παλατιανή κλίκα της αυτοκράτειρας; Οι «ανίδεοι Αντιοχείς», όπως θα τους έλεγε ο Καβάφης, αγνοούσαν την βασικότερη ίσως αιτία της κοινωνικής παρουσίας και δράσης του: την πατρότητά του. Ο Χριστόδουλος ήταν ο πραγματικός πατέρας των ανθρώπων αλλά και της κοινωνίας. Ποιός πατέρας απαγορεύεται να ομιλεί, να νουθετεί και να στηρίζει, να γίνεται ευχάριστος, δυσάρεστος, διορατικός, συμβουλευτικός; Αγαπούσε, καθοδηγούσε δημόσια και προσωπικά, δίδασκε, εξέταζε, παρακολουθούσε, επαινούσε, στιγμάτιζε, καθησύχαζε και αφύπνιζε όπως ένας πατέρας. Άκουγε, συμπαραστεκόταν πρακτικά και πνευματικά, ήξερε άλλοτε να επιβάλλεται άλλοτε να υποχωρεί, έμπαινε στα σπίτια όσων τον ήθελαν, χωρίς διακρίσεις, απαντούσε σε επιστολές, κάλυπτε μικρότητες και λάθη, είχε την ικανότητα να  φυτεύει τη φωνή του μέσα μας, ακόμη κι όταν δεν ήταν παρών.

    Σήμερα δεν είναι παρών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι...απών! Αυτή η φωνή ακούγεται καθαρά στην καρδιά μας ακόμη και σήμερα. Τον κατηγόρησαν ότι ήθελε να βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο, αλλά ένας αληθινός πατέρας έχει το δικαίωμα να θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο; Τον κατηγόρησαν ότι είχε λόγο για όλα. Αλλά ένας αληθινός πατέρας έχει το δικαίωμα να σιωπά μπροστά στα προβλήματα των παιδιών του; Η πατρότητα δεν είναι πάντοτε ευχάριστη. Ο Χριστόδουλος, όμως, αν και του άρεσε να είναι ευχάριστος, δεν δίσταζε να γίνει και δυσάρεστος χάριν του κοινού συμφέροντος και της προόδου. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυναμική κοινωνικότητα του χριστιανισμού. Κοινωνική είναι η Εκκλησία που γνωρίζει να είναι πατρο-μητρική, να μεταδίδει τη στοργή της μητέρας και τη σιγουριά του πατέρα στην οικογένεια των τέκνων του Θεού.

 

Β. ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ

    Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν βαθύς γνώστης της ιστορίας. Εντρυφούσε από νέος στα κείμενα των μεγάλων ιστορικών με ουσιαστικό τρόπο δηλαδή για να διδαχθεί κι όχι απλά να ερευνήσει. Πάντοτε τόνιζε ότι ο λαός που αγνοεί το παρελθόν του υποθηκεύει το μέλλον του. Η αναφορά του στα εθνικά θέματα ήταν διαρκής και παντοειδής. Σε όποιο σημείο του ελλαδικού χώρου βρισκόταν μιλούσε για τις ιστορικές του καταβολές. Γόνος προσφυγικής οικογενείας, κουβαλούσε πάνω του με καμάρι την βαρειά ιστορική κληρονομιά των αλησμόνητων πατρίδων. Είχε τον πόθο - και δε το έκρυβε άλλωστε - να ξαναγυρίσουν τα «αρχαία κλέη» και συχνά τελείωνε τους πατριωτικούς του λόγους με τη φράση «πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα'ναι». Πίστευε βαθειά στον εθνικό ρόλο της Εκκλησίας και στον υγιή πατριωτισμό που δεν τον έβλεπε φυλετικά αλλά πνευματικά. Θεωρούσε το εθνικό φιλότιμο ως ιστορική μοίρα και διαχρονική επιταγή του ένδοξου παρελθόντος. Προέτασσε την διατήρηση της ιστορικής μνήμης σε εποχές που οι όποιες αναφορές στην ιστορία του Γένους λοιδορούνταν ως προγονοπληξία και οπισθοδρόμηση.

    Με εκδηλώσεις, ομιλίες, εκδόσεις και διαφωτιστικά κείμενα προσπάθησε να αναδείξει τον ρόλο της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του λαού μας. Μίλησε κι έγραψε με πάθος για τα δύσκολα χρόνια της παλιότερης και της νεώτερης σκλαβιάς, τονίζοντας το γεγονός ότι η Εκκλησία πότε δεν εγκατέλειψε αυτή τη ρημαγμένη και προδομένη πατρίδα, αλλά παρέμεινε ένθερμος συμπαραστάτης και πρωτοπόρος στο δρόμο της θυσίας και της δόξας. Πρωτοστάτησε στην ανάδειξη της άγνωστης η ξεχασμένης εκκλησιαστικής αντίστασης για να αποδείξει, σε πείσμα όσων πλαστογραφούν την αλήθεια, ότι η ιστορία δεν παραγράφεται, δεν διαγράφεται και δεν ξαναγράφεται. Έπρεπε να τον βλέπει κανείς στις καθημερινές μας συζητήσεις η συνεργασίες για υπηρεσιακά θέματα, πως άνοιγε τη συζήτηση για τα ιστορικά, πως παθιαζόταν να διηγείται και να μας προτρέπει να μελετάμε την ιστορία η μας επιτιμούσε αν κάποια λεπτομέρεια δε γνωρίζαμε, αλλά εκείνος θεωρούσε τούτη τη γνώση εντελώς φυσική και απαραίτητη. Παρενέβαινε σε επίσημους κρατικούς φορείς όταν έβλεπε την παραχάραξη της ιστορίας να εισβάλλει στις βαθμίδες της εκπαίδευσης η στους κύκλους των «επαϊόντων», για να αποκαταστήσει την ιστορική ακρίβεια τεκμηριωμένα και συνετά. Φρυκτωρούσε πάνω στα μετερίζια της ιστορικής μνήμης! Μετέδιδε στους ακροατές, συνομιλητές η αναγνώστες του τον πόθο για εθνική εγρήγορση, για εθνική αφύπνιση για περιφρούρηση των εθνικών και ιστορικών μας δικαίων! Διατηρούσε επαφή με όλους εκείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που συμμεριζόταν τον ίμερό του για τη διάσωση της ιστορικής μνήμης. Με τα διδάγματα του παρελθόντος ατένιζε το μέλλον του τόπου μας με βαθύ προβληματισμό αλλά κι αισιοδοξία. Οι ιστορικές επισημάνσεις του ξεκινούσαν κάπως στενάχωρα, κατέληγαν πάντοτε όμως στη βεβαιότητα πως ο Θεός προμαχεί και, χάριν των ολίγων κι εναρέτων, σώζει αυτό το κατατρεγμένο βαθειά πληγωμένο και προδομένο έθνος. Άρα, η πίστη του στη δόξα του ελληνισμού ξεκινούσε από την σταθερή πεποίθηση του στο γραφικό λόγιο : «μακάριον το έθνος, ου εστι Κύριος ο Θεός αυτού, λαός ον εξελέξατο εις κληρονομίαν εαυτώ» (Ψαλ.32.12)

     Πίστευε ακράδαντα στη δύναμη της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας. Έχοντας βαθύτατη γνώση της γεωπολιτικής θέσεως της χώρας μας και της ιστορικής συζεύξεως Ελληνισμού και Χριστιανισμού υπερμαχούσε για τη διατήρηση της πολιτισμικής μας ταυτότητος. Ενημερωμένος όχι μόνο από τη θεολογική και ιστορική γραμματεία αλλά και από τα πιο υπεύθυνα πρόσωπα της διπλωματίας, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τον διεθνή τύπο, κατάλαβε νωρίς, νωρίτερα από τους πολιτικούς, τους διπλωμάτες και τους διανοουμένους, πως πεμπτουσία του Ελληνισμού είναι η Ορθοδοξία σε συνδυασμό με την πολιτισμική παράδοση των προγόνων μας.

    Αλλά δεν ήθελε την Ορθοδοξία να εκφράζεται με απλή ορθολογία· την ήθελε ορθοπραξία. Ο ίδιος ήταν ενσάρκωση του ομηρικού λόγου: «Λόγων μεν ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ»(=ικανός να λαλεί και συνάμα να πράττει).

     Η θρησκευτική ομοιογένεια του ελληνικού κράτους με συνεκτικό θεσμό την Εκκλησία, αποτελούσε, σύμφωνα με το μακαριστό Χριστόδουλο, την ανάσχεση στον επερχόμενο εκδυτικισμό και τον ισλαμικό εξ ανατολών κίνδυνο. Η στρατηγική του στην προβολή της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας δεν κατείχετο από το σύνδρομο ενός περιουσίου λαού ενώπιον του οποίου θα έπρεπε να κύψουν το γόνυ πάντα τα έθνη. Επιθυμούσε να αναγνωρίζεται στο έθνος μας η ιστορική - θεμελιακή συνεισφορά του στο παγκόσμιο και δη στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό οικοδόμημα. Πίστευε βαθύτατα στην οικουμενικότητα του ελληνικού πνεύματος γιατί ταυτόχρονα πίστευε στην παγκοσμιότητα του ορθοδόξου βιώματος. Από την εποχή που ήταν Μητροπολίτης Δημητριάδος και αργότερα ως Αρχιεπίσκοπος έρριχνε γέφυρες στην ελληνική διασπορά, την οποία συχνά ξεχνούσε το μικρόψυχο και στενόκαρδο ελλαδικό κράτος. Θεωρούσε όλους ανεξαιρέτως τους εκτός Ελλάδος Έλληνες, επίσημους η ανεπίσημους φορείς της ελληνορθόδοξης παράδοσης και πρεσβευτές μιας χώρας που εκτός των φυσικών της καλλονών διέθετε περίσσεια πνεύματος.

    Χάρις στην πρόοδο της τεχνολογίας ο εθνοκεντρικός και πατριδολατρικός του λόγος έμπαινε στα σπίτια εκατομμυρίων ομογενών. Με τα πυκνά ταξίδια του στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού διατηρούσε ζωηρούς δεσμούς με την ομογένεια και φυσικά με τους εκπροσώπους της. Όταν μάλιστα επισκεπτόταν τις «μικρές ελληνικές πατρίδες» του εξωτερικού σήμαινε συναγερμός για τους απόδημους αδελφούς μας! Συνέλαβε από νωρίς την έμπρακτη συνεργασία των ορθοδόξων-ομοδόξων λαών και ενίσχυε ποικιλοτρόπως τους ελληνορθόδοξους μειονοτικούς θυλάκους ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή, στην πρώην σοβιετική ομοσπονδία η στα Βαλκάνια. Θεωρούσε την ενότητα της πίστεως μία κοινωνία του αγίου Πνεύματος κι ένα μοναδικό πολιτισμικό αγαθό. Τότε λοιδορήθηκε για τις απόψεις του περί ενιαίας εξωτερικής πολιτικής των ομοπίστων - σήμερα όμως οι θέσεις του αυτές κατέχουν εξέχουσα θέση στην ατζέντα της ελληνικής διπλωματίας. Ήξερε καλά πως οι ιδεολογικές η θρησκευτικές αντιπαλότητες και εχθρότητες προς το Χριστιανισμό αφορούν άλλες χριστιανικές ομολογίες κι όχι την Αγία Ορθοδοξία. Διότι αφενός η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε συμπορεύτηκε με τον καθημαγμένο λαό και δεν αποτέλεσε ποτέ εκκλησία των αρχόντων και των ηγεμόνων. Αφετέρου ότι υπεράνω των εθνικών διαφορών υψώνεται η έννοια του ευσεβούς γένους των Ορθόδοξων που κατέχουν «ένα Κύριον, μίαν Πίστιν, εν Βάπτισμα» και αποτελούν παράγοντα προόδου και πολιτισμού, σε όποιο έθνος κι όποια κοινότητα αναπτύσσονται.

     Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί αγωνιούσε ο Αρχιεπίσκοπος για τη διατήρηση της εθνικής μας αξιοπρέπειας. Η προβολή των αξιών, η αναγνώριση των επιτευγμάτων, η παραδοχή των πνευματικών καταβολών του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, αποτελούσαν πρωταρχική του επιδίωξη. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό έκαμε τους Έλληνες να στέκονται υπερήφανοι και οι ξένοι να μένουν εκστατικοί. Δεν είχε δυτικοφοβία αλλ οὔτε και δυτικοπληξία. Είχε μια εσωτερική αυτάρκεια που όμως δεν τον ύψωνε στην υπεροψία. Επέβαλλε το διεθνή σεβασμό απέναντι στην ελληνική γλώσσα, στην ελληνική φιλοσοφία στην ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία, στο ελληνικό σύστημα εννοιών και αξιών όπως αλληλεγγύη, δημοκρατία, ελευθερία, φιλότιμο. Πρώτος αυτός αποκάλεσε την Ελλάδα «ψυχή της Ευρώπης» και κατείχετο από πολλήν αγωνία για το ευρωπαϊκό μέλλον, το οποίο στα τελευταία χρόνια κατέγραφε μία πορεία αντίθετη προς τα ελληνοχριστιανικά πολιτιστικά πιστεύματα. Ο Χριστόδουλος πατούσε γερά στην Ελλάδα αλλά ποτέ δε συμβιβάστηκε με την ιδέα του ελλαδικού κράτους. Διατηρούσε τακτικότατη επαφή με τους ειδικούς της διπλωματίας και λόγω του θεσμικού του ρόλου διεβουλεύετο με τους πολιτικούς, πάντοτε φλογερός και πρόθυμος να θέσει τα εθνικά μας θέματα στα διεθνή forums, συνέδρια κι όπου αλλού εκαλείτο.

    Τα κείμενά του ταξίδευαν από τα πλέον επίσημα γραφεία ηγετών έως τον τελευταίο χρήστη του διαδικτύου για να αφυπνίζουν και να τονώνουν τον πατριωτισμό των πανελλήνων. Συνείχετο από το φόβο της υποθήκευσης της εθνικής μας κυριαρχίας κυρίως intra muros παρά ante portas. Δηλαδή φοβούνταν περισσότερο τους γραικύλους (από αυτόν έμαθαν οι δημοσιογράφοι την λέξη και την έννοιά της!) και τους νενέκους της πολιτικής η της διπλωματίας και λιγότερό τους εξωτερικούς εχθρούς! Σε μια «προφητική» του ομιλία το 1990 στους φοιτητές της Μαγνησίας με τον οξύμωρο τίτλο «Η Ελλάδα στο στόχαστρο των... Ελλήνων» εξέφραζε τόσο πρώιμα τις ανασφάλειές του για επανάληψη ιστορικών λαθών που θα μας υποσκάψουν ως έθνος.

    Έδωσε μάχες σκληρές, μαζί με κάποιους συνεργάτες του για τη διάσωση της ελληνικής γλώσσας και γραφής. Πίστευε ότι η εξαφάνιση των εθνών αρχίζει από την εξάτμιση της γλώσσας. Χωρίς να το λέει είχε κάνει παντιέρα μια παραλλαγή του ομηρικού λόγου: «Εις οιωνός άριστος· αμύνεσθαι περί γλώττης»! Διότι κατά μια έννοια, πατρίδα είναι τα όρια της γλώσσας μας. Κατά τη ρήση και του Βινγκενστάιν.

    Η επιμελής παρακολούθηση του ξένου τύπου, όχι μόνο του θρησκευτικού, τον έκαμε να ατενίζει διαρκώς προς το μέλλον της πατρίδας και του κόσμου. (Γνωρίζουμε όλοι μας ότι ο διεθνής τύπος δεν ομφαλοσκοπεί ούτε στρουθοκαμηλίζει, προβάλλει πάντοτε τη διεθνή πραγματικότητα και ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να διακρίνει στις στήλες του έννοιες και γεγονότα που πρόκειται να φτάσουν στην Ελλάδα, πολλά χρόνια μετά. Χάρη στο διορατικό του πνεύμα, ο Χριστόδουλος μίλησε πρώτος στην Ελλάδα π.χ. για τους 4 πυλώνες προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, για τους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης, για τη σύγκρουση των πολιτισμών (θεωρία του Huntington) κ.α. ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του  80 η του  90. Έβλεπε μπροστά και μακριά. Και όσον αφορά τα καθ  ἡμᾶς αγωνιούσε για τις ακρώρειες του ελληνισμού (Βόρειος Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Αιγαίο, Κρήτη κ.λ.π) καθιερώνοντας ενημερωτικές ημερίδες, συναντήσεις, τονώνοντας δημογραφικά το ελληνικό στοιχείο, και διατηρώντας σε ζέση τα θέματα της εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Γίνεται κατανοητή επομένως η απογοήτευσή του όταν οι μεν πολιτικοί παράγοντες τον αγνοούσαν οι δε εκκλησιαστικοί δεν τον συμμερίζονταν. Το όραμα του Χριστοδούλου για μία ελεύθερη κι αξιοσέβαστη πατρίδα περιμένει τη δικαίωσή του τώρα που οι συνθήκες επιβεβαίωσαν τραγικά τους προφητικούς φόβους του! Κάποιοι που με τα λόγια και τα έργα τους τον πλήγωσαν βαθειά, τώρα μετανιωμένοι σκύβουν προ της μνήμης του μετανοητικά.

 

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

    Η αναγνώριση της αξίας του ανθρώπινου προσώπου αποτελεί μια κορύφωση της ορθόδοξης θεολογίας και ένα σημαντικό πολιτισμικό μέγεθος για τη σύγχρονη εποχή. Μια τόσο μεγάλη πνευματική παρακαταθήκη δεν θα άφηνε ασυγκίνητο τον κατά πάντα δυναμικό πλην ευαίσθητο Χριστόδουλο. Ο παντοειδής ανθρώπινος πόνος και οι ταλαιπωρίες των έμψυχων εικόνων του Θεού κινούσε τα πατρικά του σπλάχνα. Συμπορεύτηκε συχνά με την ανθρώπινη δυστυχία την οποία ούτε προσπέρασε περιφρονητικά ούτε ατένισε αδιάφορα. Θέλησε στο μέτρο των δυνάμεών του ν ἀναδειχθεῖ ένας άλλος καλός Σαμαρείτης, πάντοτε ευσυγκίνητος και αστραπιαίος στη λύση των ανθρώπινων προβλημάτων. Όχι από οίκτο αλλά από βαθύτατη αγάπη και πόθο εκπλήρωσης του αγιωτάτου θελήματος του Θεού. Έδινε πάντα και στους πάντες την ευχή του αλλά δεν περιορίζονταν σ εὐχολόγια. Γραμμή πλέυσεως είχε το «αμ ἔπος, αμ ἔργον». Τα έργα μιλούν περισσότερο απ τά λόγια.

    Σεβάστηκε απόλυτα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και το έκαμε πράξη όχι μόνο στους γεννημένους αλλά και στους αγέννητους. Διότι πρώτος αυτός εισήγαγε στο θεολογικό και στον επιστημονικό προβληματισμό τα σύγχρονα βιοηθικά διλήμματα. Είχε το θάρρος να μιλήσει για την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής «εξ άκρας συλλήψεως» έως το θάνατο. Μίλησε κι έγραψε πολλά για την ευγονική η την ευθανασία αλλά και πήρε την πρωτοβουλία να αλλάξει τη στάση της Εκκλησίας απέναντι σε όσους αυτοκτονούν με φιλανθρωπία και σεβασμό στην αξιοπρέπεια. Γνώριζε μ  ἕνα μοναδικό κι ανεπανάληπτο τρόπο αυτό που στη θεολογική γλώσσα αποκαλούμε εξατομίκευση της ποιμαντικής. Αντιμετώπιζε με ειλικρινές ενδιαφέρον και κατέβαλε κάθε προσπάθεια ώστε όποιος προσέτρεχε στο γραφείο του να φεύγει με την ικανοποίηση τουλάχιστον ότι κάποιος σημαντικός άνθρωπος τον άκουσε, τον συμμερίστηκε, του συμπαραστάθηκε και έλυσε το πρόβλημά του. Γι  αὐτό η πόρτα του γραφείου του, η καλύτερα της καρδιάς του ήταν πάντοτε ανοικτή, για να χαρίσει αισιοδοξία στον απαισιόδοξο, ελπίδα στον απελπισμένο, αποδοχή στον κατατρεγμένο, αξία στον περιφρονημένο. Κι όχι σπάνια άνοιξε πύλες των φυλακών για να δώσει ελπίδα στους φυλακισμένους και θαλπωρή στους αποφυλακισμένους.

     Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αγαπήθηκε και συνεχίζει να αγαπιέται από το λαό. Δεν αποστράφηκε τη συναναστροφή , τη συμπόρευση και την ταύτιση με τον κόσμο που συνωστίζονταν γύρω του. Θεωρούσε τις διαπροσωπικές σχέσεις πηγή της δυνάμεώς του μετά από τη Χάρη του Θεού. Αυτό που του στέρησε ο θεσμικός του ρόλος ως Αρχιεπισκόπου ήταν η πολλαπλή αμεσότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας αν και πάλι μπορούσε να «ξεκλέβει» στιγμές για να διασώζει τη βαθύτατη ανθρωπιά του. Δημιουργούσε καταρχήν ένα αίσθημα οικειότητος, προσαρμοζόμενος στο επίπεδό του ανθρώπου που είχε απέναντί του. Διαμόρφωνε μία ζεστή ατμόσφαιρα με ερωτήσεις γύρω από τα ενδιαφέροντα του συνομιλητή του. Αυτή η πρώτη εγκαρδιότητα σε συνδυασμό με την σπάνια μνήμη-φαινόμενο που εκ Θεού διέθετε, άνοιγε την καρδιά του άλλου. Μόνον έτσι κανείς μπορεί να εξηγήσει πως ένας άνθρωπος σαν τον Χριστόδουλο διέθετε χιλιάδες φίλους όλων των επιπέδων, ώστε όλοι επάξια και ισότιμα να διεκδικούν τη μοναδικότητα της φιλίας του! Για εμάς τους ιερείς, διαμόρφωσε ένα νέο ποιμαντικό πρότυπο, προσαρμοσμένο στις επιταγές των καιρών, που απαιτούσαν ένα κληρικό προσιτό αλλά και ιεροπρεπή, με βαθύτατη αγάπη στο Θεό και στο λαό, ευσυνείδητο στην επιτέλεση του λειτουργήματός του, εφευρετικό και απεριόριστο στις ποιμαντικές προσεγγίσεις ιδιαίτερα της νεολαίας. Δεν υπήρξε ποτέ ο άνθρωπος των μεγάλων ακροατηρίων και των απρόσωπων χειροκροτητών. Εκδαπανούσε τον εαυτό του στον «αγώνα για να σωθεί μια έστω ψυχή» κατά το λόγο του αγίου γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Γνώριζε πράξει και θεωρία την ορθόδοξη ανθρωπολογία, διέθετε ευγένεια και «μόρφωσιν ευσεβείας» κατά τον απόστολο Παύλο και οι πάντες απολάμβαναν στο μέτρο της γνωριμίας μαζί του, το πατρικό του ενδιαφέρον. Σε τι άλλο άραγε πέραν τούτων των χαρακτηριστικών συνίσταται ο σεβασμός της μοναδικότητας και της αξίας του καθενός προσώπου ; Μέσα από τις διαπροσωπικές του σχέσεις επέλεγε και δοκίμαζε τους συνεργάτες του, εκείνους στους οποίους εμπιστευόταν τους οραματισμούς του και τους επιθυμούσε συνοδοιπόρους και συναντιλήπτορες των πόθων του. Χωρίς μικροψυχία και μιζέρια χάριζε και μοίραζε σπάταλα τη δική του λάμψη στους ανθρώπους που επέλεγε να είναι κοντά του ξεπερνώντας τις μικρότητες και αναγνωρίζοντας το ιδιαίτερο χάρισμα του καθενός. Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι περισσότερες από τις επιλογές του τον δικαίωσαν αν και μας τόνιζε συχνά τη φράση που κι ο Μητροπολίτης διάδοχός του κ. Ιγνάτιος χρησιμοποιεί : «Καλύτερα να προδοθώ παρά να μην εμπιστευθώ».

 

    Αγωνίστηκε με πάθος ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες. Όσα ακούστηκαν μόλις προηγουμένως αποδεικνύουν πως ο Χριστόδουλος δεν υπήρξε ο δεσπότης των σαλονιών και του γραφείου. Ποτέ δεν ήταν ο ατσαλάκωτος και ο υπερόπτης. Ξεπερνούσε γρήγορα τις όποιες διαφορές επιπέδου ταυτιζόμενος με τα μικρά παιδιά τους εφήβους, τους φυλακισμένους, τους άπορους, τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Θεμελίωσε ένα αξιοζήλευτο φιλανθρωπικό έργο, καρπό κι αυτό της αγάπης του για κάθε εμπερίστατο συνάνθρωπο. Έγινε η αφορμή και η αιτία να «πάρουν μπροστά» οι σκουριασμένες μηχανές του εκκλησιαστικού κατεστημένου που συχνά βολεύεται στον τελετουργικό του ρόλο. Μεταμόρφωσε όχι μόνο τη Δημητριάδα αλλά και για μία δεκαετία την Εκκλησία της Ελλάδος σ  ἕνα εργοτάξιο αγάπης και κοινωνικής προσφοράς. Βρήκε στο πρόσωπο κάθε συνειδητού ποιμένα τον άξιο συνεργό στο γεώργιον του Κύριου ώστε ο λαός να ενστερνισθεί την αγάπη προς τον πλησίον ως πράξη, ζωή κι όχι εύκολη θεολογική θεωρία. Η πιστή εφαρμογή των ευαγγελικών προσταγμάτων θεωρούνταν από το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο ο μοναδικός τρόπος εξίσωσης και υπέρβασης των κοινωνικών ανισοτήτων. Πάντοτε διέθετε ένα ξεχωριστό τρόπο να προσφέρει αυτά τα θεία εντάλματα ακόμα κι αν απέναντί του είχε ανθρώπους που αγνοούσαν και την ύπαρξη ακόμα του Ευαγγελίου. Εφευρετικός και ρηξικέλευθος δίδασκε την υπέρβαση με το παράδειγμά του, συνομιλώντας, συντρώγοντας, συμβαδίζοντας ακόμη και συνδιασκεδάζοντας με τους ανθρώπους του περιθωρίου.

    Σπάνια γνωρίσαμε στην Ελλάδα άνθρωπο με τόση αίσθηση χιούμορ. Ήξερε με ένα ανέκδοτο να ξεκλειδώνει καρδιές. Ήθελε μια κοινωνία γελαστή. Όχι κοινωνία σκυθρωπή. Το γέλιο είναι πολιτισμός. Το «μούτρωμα» σκοταδισμός.

    Λίγα μόνο πράγματα τον απωθούσαν : η ανειλικρίνεια, η ηθελημένη μιζέρια, η προσποιητή κακομοιριά. Ήθελε να έχει απέναντι του έντιμους, ευθείς, φιλόπονους (ο ίδιος εξάλλου έλεγε πως ποτέ δε φοβήθηκε τη δουλειά αλλά η δουλειά εκείνον). Χαιρόταν το πνεύμα μαθητείας, την αγάπη προς τη γνώση, τον αγώνα για βελτίωση της ποιότητας ζωής. Προσέδωσε επιστημονικό κύρος στις προσπάθειές του για υπέρβαση των κοινωνικών ανισοτήτων και χάρη σ αὐτόν διαθέτουμε σημαντικές κοινωνιομετρικές μελέτες. Τούτο το έκαμε γιατί πάντοτε πίστευε στην βαθιά και σφαιρική γνώση των κοινωνικών φαινομένων ώστε πάντοτε να προτείνονται τα πιο αποτελεσματικά. Δημιούργησε διεθνείς επαφές και συνέστησε οργανισμούς ώστε η εκασταχού κοινωνική ανισότητα να υπερβαίνεται με τη συνεργασία εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών φορέων. Πάντοτε οι ενέργειές του είχαν αποδέκτη τον περιφρονημένο άνθρωπο που δέχεται την αναμορφωτική δύναμη της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Γι αὐτό και δεν θεωρούσε τη φιλανθρωπία ως αλτρουισμό αλλά συνταύτιση με το ανθρώπινο πρόσωπο και χαριτόβρυτη θεομίμηση. Όταν οι φιλανθρωπικές δραστηριότητες εξετρέποντο από τον μεταμορφωτικό σκοπό, εκείνος αποστασιοποιούνταν και με οίστρο δημιουργούσε νέες δομές που θα συμβάδιζαν με τις εντολές του Θεού.

    Απεχθάνονταν το ρατσισμό και τη ξενοφοβία. Επισήμανε τον διπλό αυτό κίνδυνο σε μία πρώϊμη εποχή, πριν ακόμη «ανοίξουν»τα σύνορα της χώρας και φθάσουμε στο σημερινό οδυνηρό αποτέλεσμα. Ασφαλώς και δεν ήθελε τον τόπο μας «ξέφραγο αμπέλι» αλλά ήταν έτοιμος να σεβασθεί την εικόνα του Θεού στο πρόσωπο του κάθε ξένου ιδίως των παιδιών. Οργάνωσε πλείστες ανθρωπιστικές αποστολές εντός και εκτός Ελλάδος για να αποδείξει έμπρακτα πως το Ευαγγέλιο δεν κάμει διακρίσεις. Μπορεί εύκολα να φαντασθεί κανείς πόσα θα είχε να πει σήμερα που ο εθνοφυλετισμός και η φοβικότητα θεριεύουν κι αποκτούν ακόμη και πολιτική έκφραση μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η πατριωτική στάση του σε σχέση με την εθνική μας ιστορία ήταν αποτέλεσμα όχι στείρου εθνικισμού αλλά βαθύτατης παιδείας, ισορροπημένης οικογενειακής αγωγής και φυσιολογικής πνευματικής καθοδήγησης  από τον σεβαστό μητροπολίτη πρ. Πειραιώς κ. Καλλίνικο.

    Επιπλέον καλλιέργησε αξίες αλληλοσεβασμού και άμοιβαίας εκτίμησης προς τις μεινότητες, προασπίζοντας τα δίκαιά τους, το δικαίωμά τους να μοιράζονται τη διαμονή σ αὐτόν το τόπο και να συνεισφέρουν το δικό τους πολιτισμικό οβολό. Διεκρίνετο από ελεύθερο φρόνημα και έλλειψη μισαλλοδοξίας, απεχθανόταν το φανατισμό πολύ περισσότερο μάλιστα το θρησκευτικό. Κατείχε, χάρη στην πολύπλευρη μόρφωσή του, τη συνεισφορά του ελληνοχριστιανικού πνεύματος στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι αλλά αυτό δεν τον έκαμε υπερόπτη η φανατικό εθνικιστή. Γιατί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος ήταν πάντοτε η υποδοχή του άλλου, ο σεβασμός στην πολιτισμική του ιδιοπροσωπία και η ανοικτή δυνατότητα πολιτισμικής αφομοίωσης εάν το επιθυμεί. Ο Χριστόδουλος ήταν ένας κοσμοπολίτης του πνεύματος ένας οικουμενικός άνθρωπος με ανοικτούς ορίζοντες και μηδενικές ανασφάλειες. Πίστευε ακράδαντα στη δύναμη του «ρωμαίικου» να ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες και τα ερείπια. Αρκεί να μην απομακρύνεται από τις «βρυσομάνες» του: την Ορθοδοξία και την Ιστορία. Ξεκαθάριζε σε όλους τους τόνους πως για τις εθνικές μας συμφορές και περιπέτειες ποτέ δε φταίνε οι άλλοι αλλά ο κακός μας εαυτός. Αυτό εξάλλου είναι και η πεμπτουσία του πνευματικού αγώνα ενός αληθινού χριστιανού: φως στον εσωτερικό κόσμο, αναγνώριση των προσωπικών ημαρτημένων και διόρθωση συν Θεώ. Με τον τρόπο αυτό η αληθινή μετάνοια οδηγεί στην αγάπη και η αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον». Αλλά αν σήμερα ήταν ζωντανός, θα μας έλεγε ότι η αγάπη «έξω βάλλει την διχόνοια» το σαράκι της φυλής που και πάλι μας απειλεί, καθώς, όπως είπε ο Σολωμός, είναι «δολερή». Ας μετανοούμε και ας ομονοούμε. Ο Χριστόδουλος, ως δούλος του Χριστού, δεν σταυρώθηκε όπως ο Χριστός, φαρμακώθηκε, όμως, από την χολήν και τον όξον των φθονερών. Δεν εμίσησε όμως κανέναν. Ήταν άρχοντας πραγματικός και το μεγαλύτερο προνόμιο ενός άρχοντα είναι να συγχωρεί. Η ομόνοια έξω βάλλει πάντα εχθρόν.

    Ημέρα μνήμης η σημερινή για τον πολυαγαπημένο Χριστόδουλό μας. Καθώς η πορεία όλων «ημών των περιλειπομένων» συνεχίζεται με τους φρενήρεις ρυθμούς της, αναπολούμε με νοσταλγία αυτόν το σημαντικό σταθμό της ζωής μας, στον οποίο όλοι μας κάποτε σταθήκαμε περισσότερο η λιγότερο. Χαίρεται σήμερα κι εκείνος μαζί μας. Σίγουρα θα χαρεί όμως περισσότερο, αν δεν περιοριστούμε μόνον σε μια τελετουργική ανάμνηση του προσώπου του, αλλά αν η μνήμη του γίνει αφορμή και ενστερνισμός των οραμάτων του για την Εκκλησία, το Έθνος, τον Άνθρωπο. Ας μιμούμαστε λοιπόν την αγάπη και το ενδιαφέρον του για τους άλλους, για να γινόμαστε αληθινοί πατέρες, όχι μόνον εμείς οι κληρικοί, αλλά όλοι, μιας και η αληθινή πατρότητα λείπει στην κοινωνία μας. Ας δραπετεύουμε από τις ανασφάλειές μας και ας εμφανίζουμε τον εαυτό μας γνήσιο και αληθινό, διότι αυτό θα μας βοηθήσει στις σχέσεις μας. Ας αναβαπτιζόμαστε καθημερινά στην παράδοσή μας μέσα από τη μελέτη και την πνευματική καλλιέργεια, για να προοδεύουμε ουσιαστικά και να μην χαθούμε στους ατέλειωτους δαιδαλώδεις διαδρόμους των σύγχρονων Λαβυρίνθων. Τότε θα τιμάμε αληθινά το Χριστόδουλο και θα εξασφαλίσουμε την ευχή του μέσα από τα κράσπεδα του ουρανού, στα οποία τώρα και πάντοτε θα αναπαύεται.