Αγαπητά μου παιδιά, Αγαπητοί δάσκαλοι
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, τα σχολεία είναι φτωχότερα και με περισσότερα προβλήματα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως η χρονιά δεν μπορεί να είναι γόνιμη, πως δεν μπορούμε να μάθουμε, να χαρούμε, να δημιουργήσουμε προσπαθώντας παράλληλα να λύσουμε τα προβλήματα και να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο σχολείο.
Κάθε φορά που αρχίζει μία νέα χρονιά- και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια - θέτουμε όλοι μας - φωναχτά η από μέσα μας- την ίδια ερώτηση: Πάλι σχολείο; Τί χρειάζεται το σχολείο;
Ερώτημα με χιλιάδες απαντήσεις για την αξία και την ομορφιά του σχολείου.
Θα σας θυμίσω έναν λαϊκό μύθο, που δίνει μία από τις λιγότερο γνωστές απαντήσεις:
Μία φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας φτωχός ψαράς. Ποτέ δεν ψάρευε αρκετά για να χορτάσει την πείνα του, να μπαλώσει την βάρκα και την καλύβα του. Μία μέρα αποφάσισε να πάει βαθιά μέσα στο πέλαγος και να ρίξει τα δίχτυα του στο όνομα του Θεού. Προσευχήθηκε, λοιπόν, το σούρουπο και έριξε τα δίχτυα του. Κοιμήθηκε μέσα στην βάρκα και το πρωί τα σήκωσε.
Απογοήτευση. Τα δίχτυα ήταν άδεια. Με ξέχασε κι ο Θεός, είπε απελπισμένος.
Γύρισε στην ακρογιαλιά και, καθώς καθάριζε τα δίχτυα από τα φύκια, βρήκε μέσα ένα σβώλο που έμοιαζε χρυσός. Χάρηκε ο κακομοίρης και τραγουδούσε και χόρευε στην αμμουδιά.
- Περνά εκείνη την ώρα ο βασιλιάς:
Τί γελάς και τραγουδάς άνθρωπε; Τον ρώτησε.
- Ο ψαράς του είπε την ιστορία του.
- Ό,τι ψάρεψες στο αγοράζω, του λέει, να πάρω κι εγώ αυτή την μικρή ευλογία που βγήκε από την θάλασσα. Πόσο το πουλάς;
Ξέρω γω Μεγαλειότατε; Φτωχός άνθρωπος είμαι. Α, το δίνω με το βάρος του.
Ο βασιλιάς πρόσταξε και του έφεραν μία ζυγαριά με δυό τάσια, μία μπαλάντζα από τις παλιές, που ζύγιζαν το βάρος κάθε εμπορεύματος.
Στο ένα τάσι βάζουν το εύρημα του ψαρά, στο άλλο δυό χρυσές λίρες. Το εύρημα βάραινε πιο πολύ κι ας ήταν μικρούλι. Βάζουν πέντε λίρες. Το εύρημα βαρύτερο, βάζουν ένα πουγκί χρυσά νομίσματα. Το ίδιο.
Αυτό είναι θαύμα, φώναξε ο βασιλιάς. Τί είναι αυτό που ψάρεψες;
Φέρανε μεγαλύτερη ζυγαριά. Ένα, δυό τσουβάλια λίρες και το μικρό αυτό σβωλαράκι έβγαινε βαρύτερο.
Πέρασε κι ένας σοφός και τους είδε να απορούν και να συζητούν.
Πήρε με το χέρι του λίγο χώμα από κάτω και το έριξε πάνω από το σβωλαράκι.
- Αμέσως το βάρος του λες και εξαφανίστηκε και η ζυγαριά κάθισε με θόρυβο: «ΜΠΑΜ» εκεί που ήταν φορτωμένη με τα τσουβάλια το χρυσάφι.
- Τί έκανες; Τον ρώτησαν όλοι. Τί ήταν αυτό που ζύγιζε τόσο πολύ και μόλις το σκέπασε λίγο χώμα το έκανε να χάσει το βάρος του;
Αχ, απάντησε αυτός. Αυτό που ψάρεψες, ψαρά, ήταν ένα μάτι, ένα μάτι από κάποιο τάμα ή φυλαχτό. Το ανθρώπινο μάτι είναι αχόρταγο κι οι επιθυμίες του βαριές. Όσα βλέπει το μάτι, θέλει να τα αποκτήσει να τα κάνει δικά του. Όσο χρυσάφι και να έβαζες, το μάτι θα ήθελε κι άλλο. μόνο όταν σκεπαστεί με χώμα, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, σταματά η επιθυμία.
Εδώ είναι παιδιά μου που βρίσκεται η χρησιμότητα του Σχολείου και της Εκκλησίας μας. Αν σκεπαζόταν το μάτι, όχι από χώμα αλλά με μερικές σελίδες βιβλίου που να γράφουν: ζήστε σαν τα πουλιά, που δεν μεριμνούν και δεν μαζεύουν τροφή ή λεφτά, κι όμως τα τρέφει και τα φροντίζει ο Θεός ή άλλες σελίδες, που να γράφουν ότι οι πλούσιοι δεν χωρούν να περάσουν από την πόρτα του Παράδεισου που είναι στενή, τότε πάλι το μάτι δε θα βάραινε.
Ό,τι βλέπει το μάτι μας το θέλει: παιχνίδια, τάμπλετ, παγωτά, γλυκά, ρούχα. Όσα και να αποκτήσει το μάτι, δεν χορταίνει.
Μόνο το Σχολείο, η Εκκλησία, η Παιδεία, τα γράμματα μπορούν να το μάθουν να γυρνά γύρω του, να βλέπει τις ανάγκες των άλλων, να βάζει χαλινάρι στο άγριο άλογο των επιθυμιών του, να χορταίνει με όσα έχει και να μοιράζεται με τον διπλανό του.
Να μάθει να ζητά και να πασχίζει και να κοπιάζει για όσα δεν βλέπει το αχόρταγο το μάτι, όσα είναι αόρατα γι' αυτό. Αόρατη είναι η αγάπη. Αόρατη είναι η γνώση και η σωφροσύνη. Αόρατη είναι η ειρήνη και η σοφία. Αόρατη είναι και η χαρά.
Καλή χρονιά παιδιά μου. Καλή δύναμη στους δασκάλους σας και στους γονείς σας. Ο Θεός να είναι πάντοτε μαζί σας.
Καλή χρονιά και ευλογημένη!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ