ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΓΙΑ ΠΙΣΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΕΞΟΔΗ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ Άρθρο στην Εφημερίδα "Δημοκρατία" 21/09/2013

Σάββατο, 21 Σεπτέμβριος 2013

Μια από τις πιο επώδυνες επιπτώσεις της περιβόητης κρίσης, είναι η συνειδητοποίηση της αδυναμίας μας να διαχειριστούμε τα δύσκολα. Τριάντα χρόνια επίπλαστης ευμάρειας στάθηκαν αρκετά για να πιστέψουμε πως κάθε εσωτερική εγρήγορση, κάθε ψυχική τροφοδοσία και κάθε πνευματική εργασία ήταν απλώς περιττές ενασχολήσεις. Ακόμη και τις πολιτιστικές και πνευματικές μας καταβολές, αν και δεν αποφασίσαμε -ή δεν τολμήσαμε- να τις απεμπολήσουμε ολοκληρωτικά, τις τοποθετήσαμε σε ένα ράφι, ως ανέξοδο διακοσμητικό στοιχείο, που δεν απαιτεί ούτε κόστος συντήρησης ούτε κόπο ενεργοποίησης.

    Και όμως! Αυτός ο θησαυρός της θρησκευτικής και εθνικής μας κληρονομιάς υπήρξε αποδεδειγμένα το στήριγμα και η δεξαμενή νέων δυνάμεων, όταν η δυσκολία απειλούσε την προσωπική και την εθνική μας επιβίωση. Από τη στιγμή, όμως, που βασιστήκαμε στην  ουτοπική μονιμότητα της ευκολίας και της αφθονίας, η στάση ευθύνης και συνέπειας απέναντι σε ό,τι παραλάβαμε από το παρελθόν και ο εσωτερικός κόπος να τα θέσουμε ως οδοδείχτες για το μέλλον, θεωρήθηκαν περιττές ενασχολήσεις.

    Σήμερα, εποχή στην οποία οι βεβαιότητές μας κλονίζονται, οι πρώτες φράσεις της αυριανής αποστολικής περικοπής έρχονται να μας ξαναθυμίσουν την ανάγκη επιστροφής στα ακλόνητα και τα θεμελιώδη:

    «Αγρυπνείτε! Μένετε στέρεοι στην πίστη! Να είστε γενναίοι και δυνατοί! Όλες τις πράξεις σας να τις εμπνέει η αγάπη». (Α΄ Κορ. 16, 13)

    Φτάνει λοιπόν μέχρις εμάς η ηχώ εποχών αβεβαιότητας, κατεδάφισης του παλιού και ανάδυσης του καινούργιου, εποχών που όλες οι δυνάμεις αυτού του κόσμου μοιάζουν να έχουν βαλθεί να μην αφήσουν τίποτε όρθιο. Τέτοια ήταν η εποχή του Αποστόλου Παύλου, όταν γράφει την επιστολή αυτή. Και το πρώτο που συνιστά, είναι  η επαγρύπνηση. Ετοιμότητα για το απρόσμενο, προετοιμασία γι΄  αυτό που δεν περιλαμβάνεται στον προγραμματισμό και τα σχέδιά μας. Σε εποχές, σαν τη δική μας, όπου καθημερινά βιώνουμε επώδυνους αιφνιδιασμούς, η σοφία του αποστόλου των Εθνών μάς καλεί να είμαστε έτοιμοι για γενικό κλονισμό των σταθερών του κόσμου μας, αλλά και για καταφυγή στην  σταθερή πίστη. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για πίστη διακοσμητική και ανέξοδη. Αντίθετα, η πίστη, ως εμπιστοσύνη στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού, αλλά και στις δικές μας δυνάμεις, που πηγάζουν από την ομοιότητά μας μ΄ Εκείνον,  έρχεται να διεκδικήσει κεντρική θέση στον τρόπο σκέψης και ζωής. Αυτή η πίστη είναι που θα μας δώσει ξανά όραμα και ελπίδα, αυτή είναι που θα ξαναβάλει σε τάξη τον χαοτικό κόσμο και θα εντάξει όλα τα φαινομενικά ασύνδετα στοιχεία και γεγονότα σε ένα ενιαίο σχέδιο.

    Αυτή η πεποίθηση, αυτή η προοπτική, είναι σε θέση να γεννήσουν στον σημερινό άνθρωπο δύναμη και γενναιότητα.  Χωρίς βαθύτερο νόημα, χωρίς συνέπεια σε αυτά που υποτίθεται πως αποτελούν τα στηρίγματα της ύπαρξής μας, είμαστε καταδικασμένοι να κλονιζόμαστε διαρκώς, συντονισμένοι με τις δονήσεις ενός ολόκληρου κόσμου, που δοκιμάζεται. Η προσήλωση όμως στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου και η πεποίθηση πως αυτός ο κόσμος είναι εφικτός, μπορούν να υψώσουν ισχυρά αναχώματα στην λιποψυχία και την απόγνωση.

    Όλα όμως, πίστη και γενναίο φρόνημα, δοκιμάζονται μόνον την ώρα της δράσης. Οι πράξεις είναι εκείνες, που τελικά θα αποδείξουν την σταθερότητα καί την συνέπεια. Γι΄ αυτό, ως έσχατο κριτήριο, ο Απόστολος ορίζει τις πράξεις της αγάπης. Η αγάπη αυτή, δεν αποτελεί μόνο φυσική κατάληξη μιας ζωντανής χριστιανικής πίστης. Αποτελεί και κορυφαία πράξη γενναιότητας. Σε ένα πανικόβλητο κόσμο μπροστά στην απώλεια της ατομικής καταξίωσης και της ατομικής ευτυχίας, ο Παύλος καλεί σε μια ηρωική έξοδο προς τον άλλον, τον συνάνθρωπο, το συνοδοιπόρο. Και αυτή του η στάση αποτελεί όντως ρεαλιστική πρόταση προς την σημερινή πραγματικότητα. Διότι ο κόσμος δεν άλλαξε ποτέ από προσήλωση σε δόγματα ή παραδόσεις. Ο κόσμος άλλαξε από πράξεις εκείνων, που υπήρξαν συνεπείς με τα «πιστεύω» τους και δίψασαν τη μεταμόρφωσή του.

    Μ΄ αυτές τις προϋποθέσεις ξεκίνησε και η Εκκλησία του Χριστού. Ήταν εποχές που η πίστη κόστιζε και η συνέπεια προς αυτήν οδηγούσε συχνά στο μαρτύριο. Διαθέτει σήμερα η Εκκλησία αυτό τον δυναμισμό; Παραμένει συνεπής στην ουσία της παράδοσής της, που δεν είναι άλλη από την δυναμική και θυσιαστική αγάπη προς τον ταλαιπωρημένο κόσμο; Ο καθένας, που θέλει να ανήκει σ΄ αυτήν,  οφείλει να αξιολογήσει την συνέπεια και το αποτέλεσμα των πράξεών του. Το βέβαιον πάντως είναι πως την αξιολόγηση αυτή θα την κάνει και ολόκληρη η κοινωνία.

 

«Δημοκρατία», 21/9/2013