Η Εκκλησία ως ελπίδα και προοπτική
Η κρίση που χτυπάει την πόρτα της ελληνικής κοινωνίας στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν είναι πρωτόγνωρη. Αυτό που πραγματικά φαίνεται να παρουσιάζεται για πρώτη φορά είναι ότι προβληματικές συμπεριφορές, που σχεδόν από την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους αποδίδονταν σε μεγάλη μερίδα φορέων εξουσίας (η ανεξέλεγκτη νομή της εξουσίας, ο νεποτισμός, η παράκαμψη της νομιμότητας, η αναξιοκρατία κτλ.) διαποτίζουν πλέον ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας μας. Η απολυτοποίηση της ατομικής ευμάρειας, η μετά βίας ταύτιση της τρέχουσας ηθικής με τη νομιμότητα και ένας τρόπος ζωής με πρωτόγνωρες μορφές εκτόνωσης και διασκέδασης έχουν αντικαταστήσει την ανθρώπινη συντροφικότητα με μια εξ αποστάσεως και εκ του ασφαλούς διαδικτυακή ψευδαίσθηση ανθρώπινης επικοινωνίας και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη διάβρωση του καθοριστικού πυλώνα στήριξης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και κάθε κοινωνίας: δηλαδή του μέτρου. Με τον όρο αυτόν δεν εννοούμε τόσο τον περιορισμό, που δεν επιτρέπει κάτι ή κάποιον να φτάσει στην υπερβολή, όσο τον πήχη μέτρησης του σωστού και του λάθους, του ηθικού και του ανήθικου, τελικά του κοινωνικά λειτουργικού και του κοινωνικά διαλυτικού. Διότι, ουσιαστικά, περί αυτού του τελευταίου πρόκειται. Το μέγα ερώτημα δεν είναι το εάν ο άλφα ή ο βήτα καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα και πόσο. Το ερώτημα είναι το εάν και κατά πόσον η ελληνική κοινωνία θα βυθιστεί στη σχετικότητα του ατομικισμού και θα αδυνατεί πλέον να ορίσει υπαρξιακή προοπτική, σύστημα αξιών και νόημα ζωής για τα μέλη της.
Ο τόπος αυτός, όχι ως γεωγραφικός προσδιορισμός αλλά ως πρόταση νοήματος ζωής, διδάσκει επί αιώνες πως η ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης περνάει μέσα από το επικίνδυνο ίσως, επώδυνο ενίοτε, τραυματικό συχνά, αλλά λυτρωτικό εν τέλει ζύμωμα των ανθρωπίνων σχέσεων. Και αν για κάτι έχει να καυχηθεί η ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ότι πότισε και το γένος των Ελλήνων όχι με αφηρημένα δόγματα, αλλά με το μαρτυρικό ήθος των πιστών της, οι οποίοι ακολούθησαν την οδό της μυστικής κοι νωνίας με τον Θεό της άπειρης αγάπης για τον άνθρωπο και συνάμα της φανέρωσης της αγάπης αυτής, μέσα από την ίδια τη ζωή τους, στον κόσμο. Πίσω από σύμβολα και τελετές, εκκοσμικεύσεις και ανθρώπινες παραλείψεις, η Εκκλησία με χίλιους δυο τρόπους προβάλλει στο πρόσωπο του Χριστού και στα πρόσωπα των Αγίων της το ρεαλιστικό όραμα μιας ζωής, η οποία βρίσκει το νόημά της όταν συναντά τον αγαπημένο «πλησίον» και όταν προσφέρει, ή καλύτερα προσφέρεται, στον κατατρεγμένο και αδικημένο κάθε εποχής. Την ώρα που η αρπακτικότητα των διαφημιζομένων και ο κυνισμός των κρατούντων θα προσπαθούν να μας πείσουν πως δεν είμαστε παρά μόνο περιστασιακός συνδυασμός κυττάρων και ενζύμων, η Εκκλησία θα καλεί σε μια διαρκώς μεταμορφούμενη κοινωνία, στηριγμένη στην ανεκτίμητη αξία του ανθρωπίνου προσώπου, στην κατ΄ εικόνα και ομοίωση με τον Θεό της αγάπης καταγωγή του και στο μεγαλείο του προορισμού του, επίγειου και επουράνιου.
Η Εκκλησία, παράλληλα με την κυρίως πνευματική αποστολή της, θα συνεχίσει και το φιλανθρωπικό της έργο: τη λειτουργία των ιδρυμάτων της, τα συσσίτιά της, την προσωπική μέριμνα κληρικών και λαϊκών της για την καθημερινή αδικία που χτυπάει την πόρτα των περιθωριοποιημένων συμπολιτών μας, καθώς και πολλά άλλα, τα περισσότερα αφανή. Στις δύσκολες ημέρες που έρχονται όλα αυτά ίσως και να της δώσουν νέα θέση στη συνείδηση των ανθρώπων. Ισως και να δει περισσότερους να έρχονται κοντά της. Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός της. Η Εκκλησία δεν επιδιώκει να εντάξει. Η Εκκλησία εργάζεται για να μεταμορφώσει. Μέσα από αυτόν τον δρόμο θα αγωνίζεται να χορτάσει την πείνα για ψωμί, αλλά συγχρόνως θα τη χρησιμοποιεί και σαν εικόνα για μιαν άλλου είδους πείνα, πείνα για μια ζωή ποιοτικότερη, αληθινή, αιώνια, ζωή πραγματικής κοινωνίας προσώπων και όχι επιβίωση ατομικών υπάρξεων.
Αν επιτύχει σε αυτή την υπέρβαση, θα έχει προσφέρει στην ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα συνοχή πολύτιμη, την ώρα που υπέροχες θεωρίες και αναπαλαιωμένα οράματα αναζητούν μάταια στέγη. Και αυτή η συνοχή θα είναι αποτελεσματική απάντηση σε μια πρόκληση που πλησιάζει και που μας βρίσκει μοιραίους και άβουλους να καρτερούμε κάποιο θαύμα.