«ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΤΤΑΛΕΙΩΤΙΣΣΑ»Του Πρωτ. Δημητρίου Κατούνη, Εφημερίου Ι.Ν. Αναλήψεως του Χριστού Βόλου
Στά χαρούμενα καί γαλανοηλιοστόλιστα ἀκρογιάλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐκεῖ πού ὁ ἀχνοῢφαντος ἀφρός τοῦ Αἰγαίου συναντάει τίς εὐωδιές τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Ἑλληνισμός στό διάβα τῶν αἰώνων ἀγάπησε μέ πάθος καί λάτρεψε μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του τήν Πανάχραντη Μητέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν Κυρία Θεοτόκο. Τῆς ἔκτισε ναούς καί μοναστήρια, τῆς ζωγράφισε εἰκόνες θαυματουργές, θησαυρίσματα τῆς πίστεως καί ἀνεξίτηλα σημάδια τῆς Θεομητορικῆς παρουσίας στήν ἀνθρώπινη πραγματικότητα.
Ὅταν ἡ θεϊκή Σοφία ἐπέτρεψε, γιά λόγους πού Ἐκείνη προέκρινε, νά ξεριζωθεῖ τό δέντρο τῆς Ρωμιοσύνης ἀπό τήν ἀνατολή καί νά μεταφυτευτεῖ στά χώματα τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδας, αὐτή ἡ ἀγάπη γιά τήν Παναγία δέ χάθηκε οὔτε μειώθηκε. Τά παιδιά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἔφεραν στήν Ἑλλάδα, μαζί μέ τά δάκρυα καί τόν πόνο καί τούς θησαυρούς τῆς πίστεώς τους, τά λείψανα καί τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων καί κυρίως τίς θαυματουργές καί ἀτίμητες εἰκόνες τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Προτίμησαν νά ἐγκαταλείψουν πίσω τους κάθε περιττό βάρος, ὅσο πολύτιμο κι ἄν ἦταν, ἀπό ἄποψη κοσμική, γιά νά φορτωθοῦν, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, αὐτά τά σεβάσματα τά προαιώνια, τά παλαιά καί φθαρμένα εἰκονίσματα, πού τά παρέλαβαν ἀπό τούς παπούδες τους καί τά παρέδωσαν στά ἐγγόνια τους σάν φυλαχτό καί κληρονομιά σωτήρια.
Μία τέτοια εἰκόνα εἶναι ἡ Παναγία ἡ Ἀτταλειώτισσα. Οἱ χριστιανοὶ καὶ οἱ Τοῦρκοι τῆς Ἀττάλειας μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τιμοῦσαν τὴν Θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κύκκου – Τζίγκο Παναγιά, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὴν τοπικὴ προφορὰ - ἡ ὁποία εἶχε τοποθετηθεῖ σὲ περίοπτη θέση στὸ ναὸ τοῦ Ἄγ. Νικολάου τῆς Ἀττάλειας. Εἶναι πιστὸ ἀντίγραφο τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κύκκου τῆς Κύπρου.
Οἱ Ἀτταλειῶτες ἀρχικὰ γιόρταζαν τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τὴν 8η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τοῦ Γενεθλίου της Θεοτόκου. Κάποια χρονιὰ ὅμως, ξημερώματα Κυριακῆς των Μυροφόρων, ἐνῶ γινόταν ἀγρυπνία στὸν ναὸ τοῦ Ἄγ. Νικολάου τῆς Ἀττάλειας, ἡ Παναγία θεράπευσε θαυματουργικὰ καὶ κατέστησε ἀπόλυτα ὑγιῆ μιὰ κοπέλα ἐκ γενετῆς παράλυτη. Ἔκτοτε οἱ χριστιανοὶ τὴν γιόρταζαν δύο φορὲς τὸν χρόνο. Μία φορὰ στὶς 8 Σεπτεμβρίου καὶ ἄλλη μία τὴν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, σὲ ἀνάμνηση τοῦ τελεσθέντος θαύματος. Ἀπὸ τότε, κάθε χρόνο οἱ Ἀτταλειῶτες πανηγύριζαν τὴν Ἐπέτειο τοῦ Θαύματος, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἄγ. Νικολάου Ἀττάλειας, ὅπου φυλασσόταν ἐπὶ αἰῶνες ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα.
Κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ 1922 μ.Χ., ὡς πολύτιμο θησαυρό, οἱ πρόσφυγες, μὲ πολλὲς προφυλάξεις καὶ πολλὴ εὐλάβεια, τὴν ἔφεραν μαζί τους στὴν Ἑλλάδα, μερίμνησαν γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ πρὸς τιμή της, καὶ ἔκτοτε ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στὸν Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταύρου.
Ἡ Παναγία ἡ Ἀτταλειώτισσα στέκει λοιπόν στήν Ἀττική γῆ γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει τίς ἀλησμόνητες πατρίδες καί τίς πατρογονικές ρίζες, πού δέν πρόκειται ποτέ νά πάψουν νά ζωοδοτοῦν τόν Ἑλληνισμό. Αὐτή τήν ἐποχή, πού τό σῶμα τῶν ἑλλήνων περιφέρεται πληγωμένο καί ντροπιασμένο στούς δρόμους τοῦ πλανήτη, ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή φροντίδα καί τήν ἀγάπη τῆς μεγάλης του μάνας, τῆς Παναγίας. Κάθε πιστός στηρίζεται ἀπό τήν ζωντανή, πολυποίκιλη καί ἀδιάψευστη ἀγάπη τῆς Θεοτόκου. Μέ ταπείνωση καί ἀληθινή εὐλάβεια σκύβει καί προσκυνάει κάθε θαυματουργή εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, ὅποτε καί ὅπου τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία, γιά νά πάρει ζωή καί «περισσόν ζωῆς».
Ἡ ἐνορία τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ Βόλου, μέσα στήν χαρούμενη τεσσαρακονθήμερη πορεία ἀπό τό Πάσχα στό πανηγύρι της, κάνει μία προσπάθεια διπλή γιά νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους πνευματικά καί οὐσιαστικά. Πρῶτον ἐπιτελεῖ τό Ἀναστάσιμο Σαρανταλείτουργο γιά ἐπ’ ἄμφω ὑγεία καί δύναμη τῶν ζώντων καί γιά ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων. Δεύτερον κάθε ἑβδομάδα φιλοξενεῖ μία θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας στό Ναό τῆς Ἀναλήψεως, γιά νά ἔχει κάθε προσκηνυτής τήν ἴδια τή Θεοτόκο συνοδοιπόρο του σ’ αὐτό τό ἀναστάσιμο μονοπάτι. Τήν πρώτη ἑβδομάδα τοῦ Μαῒου θά φιλοξενήσει αὐτή τήν «προσφυγοπούλα» Παναγία ἀπό τήν Ἀττάλεια, τήν Παναγία τήν Ἀτταλειώτισσα. Μία Παναγία ἀπό τήν πολυαγαπημένη Ἰωνία θά βρίσκεται στό μεγαλύτερο Ναό τοῦ Βόλου, γιά νά ὑπενθυμίζει σέ ὅλους μας ὅχι μόνον τίς ἀλησμόνητες πατρίδες, ἀλλά κυρίως τήν μία, πολυπόθητη καί ἀλησμόνητη πατρίδα μας, γιά τήν ὁποία πλασθήκαμε καί πού μέ κανένα τρόπο δέν πρέπει νά χάσουμε.
Σ’ αὐτή τήν ἀληθινή πατρίδα, «στή χώρα τῶν ζώντων», ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει θρίψη, πόνος, ἀρρώστια, ἄγχος καί στεναγμός κατοικεῖ ἤδη ἡ Πανάχραντη Μητέρα μας καί μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά της μᾶς περιμένει νά πᾶμε ὅλοι κοντά της. Μέ τίς δικές της προσευχές καί μέ τό δικό μας σύντομο ἀγώνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μέσα ἀπό τήν παρουσία τῶν θαυματουργῶν εἰκονισμάτων της, μᾶς προσκαλεῖ νά ξεχάσουμε τά παρόντα καί νά νοσταλγήσουμε τά μένοντα καί ἀληθινά, ἐκεῖνα τά ἀτελείωτα δῶρα τοῦ Παιδιοῦ της καί Θεοῦ μας, πού μακάρι μαζί της νά τά ἀπολαμβάνουμε χωρίς τελειωμό γιά πάντα. Ἀμήν.