Λόγος για τον Όσιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη και την εποχή μας. Του Δημητρίου Κατσικλή, Πρωτοψάλτου
Σεβασμιότατε, Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί συνάδελφοι, ευλαβές εκκλησίασμα,
Λένε πως είναι πολύ σημαντικό να γράψει για κάποιον κάτι η ιστορία, είναι όμως πιο σπουδαίο να μιλήσει για εκείνον ο θρύλος. Ο όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, του οποίου τη μνήμη σήμερα ευλαβώς εορτάζουμε κλήρος και λαός, είναι από τις λίγες μορφές της εκκλησιαστικής ιστορίας που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο αυτή τη ρήση. Πραγματικά, το πρόσωπο του Ιω. του Κουκουζέλη έλαβε από τον καιρό που ζούσε ακόμα μυθικές διαστάσεις, καθιστώντας την προσπάθεια ανασύστασης των ιστορικών στοιχείων γύρω από τη ζωή και το έργο του σχεδόν ακατόρθωτη. Μέσα στα πλαίσια αυτού του μικρού σημειώματος, θα στηριχθούμε κυρίως στα στοιχεία εκείνα του βίου του που η μουσικολογική έρευνα έχει κρίνει λίγο -πολύ ακριβή και ασφαλή. Ωστόσο, δε θα επιμείνουμε σε πολλές λεπτομέρειες. Σκοπός μας είναι μέσα από αυτά που θα ακολουθήσουν να κατανοήσουμε τις πτυχές εκείνες της οσίας βιοτής του που κατέστησαν τον ίδιο σκεύος εκλογής του Αγίου Πνεύματος και τα ουράνια μελωδήματά του θυσία ευπρόσδεκτη στο θρόνο του Θεού∙ ακόμη, να αφουγκραστούμε τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής, τους μύχιους πόθους της καρδιάς αυτού του ανθρώπου, ο οποίος τετρωμένος θείω έρωτι κατάφερε να πολλαπλασιάσει το μουσικό του τάλαντο, να κατευθύνει τη μελωδική προσευχή του ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού και να συνθέσει με αυτές πρωτίστως τις προϋποθέσεις εκατοντάδες ανυπέρβλητα μελουργήματα, πολύτιμες ψηφίδες απαράμιλλης ομορφιάς στο παγκόσμιο μουσικό ψηφιδωτό.
Σύμφωνα με τις πηγές, ο Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης γεννήθηκε στο Δυρράχιο. Δε γνωρίζουμε τη χρονολογία γέννησής του, ωστόσο η μουσικολογική έρευνα των τελευταίων δεκαετιών τοποθετεί με σχετική ασφάλεια το χρονικό πλαίσιο δράσης του ανάμεσα στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αι. Το επώνυμό του ήταν Παπαδόπουλος και το παρατσούκλι του Κουκουζέλης, δηλ. Κουκούτσης. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και μάλλον ορφάνεψε μικρός από πατέρα. Ζώντας παιδικά χρόνια μέσα σε στερήσεις, πήρε την ευχή της μητέρας του για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στη Βασιλεύουσα. Οικονομικός μετανάστης λοιπόν ο μικρός Ιωάννης τότε, όπως χιλιάδες Έλληνες νέοι σήμερα που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο στην Εσπερία και όπως εκατομμύρια αναξιοπαθούντες συνάνθρωποί μας από την Αφρική και την Ασία που ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους προκειμένου να εισέλθουν στον ευρωπαϊκό παράδεισο.
Ο Ιωάννης πολύ γρήγορα ξεχωρίζει για το μουσικό του τάλαντο, καταφέρνει να προοδεύσει, και, διαθέτοντας μία σπάνια σε γλυκύτητα φωνή και φοβερή οξύνοια, γίνεται μαΐστορας, δηλ. αρχιμουσικός των ανακτόρων και μέγας διδάσκαλος της μουσικής. Έχει καταφέρει να φτιάξει τη ζωή του, να καταξιωθεί. Κατέχει την πιο ζηλευτή θέση για μουσικό. Έχει την εύνοια του Παλατιού και προσωπικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα. Κι όμως! Η καρδιά του Ιωάννη δε βρίσκει γαλήνη και ανάπαυση μέσα σε αυτά τα μεγαλεία! Δεν ικανοποιείται με τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά και τα επίκηρα! Η ψυχή του ποθούσε περισσότερο την άσκηση και ζητούσε κάποια αφορμή να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Μια μέρα, ήρθε στο Παλάτι ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους για κάποιες υποθέσεις της μονής. Ο Ιωάννης συζήτησε μαζί του και πληροφορήθηκε για τη ζωή των μοναχών και των ασκητών. Η ψυχή του θέλχθηκε τόσο πολύ, ώστε αποφάσισε να φύγει από το Παλάτι και να ακολουθήσει την αγγελική πολιτεία. Κι ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας λένε ότι ήθελε να τον παντρέψει με την κόρη ενός ευγενή, ο Ιωάννης αδιαφορεί για τον έγγαμο βίο, απορρίπτει τη βασιλική εύνοια, αλλάζει τα μεταξωτά του ρούχα με τρίχινα και φτωχικά, παίρνει το ραβδί του και ξεκινά για τη μονή της Μεγ. Λαύρας. Δε φανερώνει σε κανένα την ιδιότητά του, κείρεται μοναχός με κύριο διακόνημα να βόσκει στο βουνό τους τράγους της μονής. Έτσι ο όσιος πραγματοποίησε τον πόθο του και, εκτελώντας το διακόνημά του, προσευχόταν συγχρόνως απερίσπαστος μέσα στην αγαπημένη του ησυχία. Όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς τον αναζήτησε, αλλά δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά.
Μια φορά, καθώς έψαλλε στο βουνό, έγινε αντιληπτός από έναν ασκητή, ο οποίος κυριολεκτικά έμεινε άναυδος από τη γλυκύτατη φωνή του, ενώ ταυτόχρονα παρατήρησε ότι οι τράγοι είχαν σταματήσει τη βοσκή και παρακολουθούσαν μαγεμένοι τον εξαίρετο ψάλτη! Ο ασκητής αυτός ανήγγειλε όσα είδε και άκουσε στον ηγούμενο, ο οποίος αρχικά επιτίμησε τον Ιωάννη που δεν είχε αποκαλύψει ποιος πραγματικά ήταν. Μάλιστα, έγραψε τα τεκταινόμενα στον αυτοκράτορα, ο οποίος συμφώνησε να μην ενοχλήσει τον μουσικό που είχε φύγει από το Παλάτι. Από τότε ο άγιος ζούσε σε κελί έξω από τη Λαύρα, και τις Κυριακές έψαλλε στο καθολικό της Μονής. Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει με τη μελίρρυτη φωνή του, αλλά έψαλλε προσευχόμενος, προκαλώντας στους ακροατές κατάνυξη και διάθεση για προσευχή.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιωάννης αξιώθηκε να δει την Παναγία! Σε κάποια αγρυπνία του Ακαθίστου, αποκοιμήθηκε για λίγο στο στασίδι, κουρασμένος από την αγρυπνία. Τότε εμφανίστηκε σε εκείνον η Παναγία και του είπε: «Χαίροις, Ιωάννη, τέκνον μου. Ψάλλε μοι και ου μη σε εγκαταλείπω. Ταυτόχρονα του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα. Αμέσως, ξύπνησε και βρήκε στο χέρι του το δώρο της Θεοτόκου. Έκτοτε, ο άγιος υπεραύξησε τον ζήλο του προς την ψαλμωδία μέχρι τα οσιακά τέλη του βίου του. Μαρτυρείται ακόμη ότι η Παναγία επισκέφτηκε και πάλι τον αγαπημένο της υμνωδό προς το τέλος της ζωής του και τον θεράπευσε από έντονη ποδαλγία, που τον βασάνιζε λόγω της ορθοστασίας στις πολύωρες ακολουθίες του μοναστηριού.
Ο όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης δημιουργεί το εξαιρετικά μεγάλο σε όγκο και αξεπέραστο σε ποιότητα μελοποιητικό του οικοδόμημα την εποχή της παλαιολόγειας αναγέννησης, του ύστερου βυζαντινού ουμανισμού. Είναι η ιδανική περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ενοφθαλμίζει με τρόπο μοναδικό κάθε καλλιτεχνική και θεολογική παραγωγή της εποχής. Ο Κουκουζέλης ακμάζει την ίδια περίπου εποχή κατά την οποία κυριαρχεί η ησυχαστική θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά καθώς και η λαϊκή θεολογία του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα η Μακεδονική Σχολή στην αγιογραφία θα κληροδοτήσει στην παγκόσμια τέχνη έργα εκπληκτικής ωριμότητας. Είναι η εποχή που διαδέχεται τη Φραγκοκρατία με ορόσημο την ανακατάληψη της Κωνπολης το 1261. Όσον αφορά στη μουσική, είναι η εποχή του Κουκουζέλη, των μαϊστόρων και του καλλωπισμού του περίφημου παπαδικού γένους μελοποιίας, της καλοφωνίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης με την ιδιοφυή μουσική του φυσιογνωμία σηματοδοτεί το τέλος της εποχής των υμνογράφων -υμνωδών, των ποιητών που μελοποιούσαν οι ίδιοι τους ύμνους τους, και εγκαινιάζει την εποχή των μεγάλων μαϊστόρων, των συνθετών δηλαδή που μελοποιούν ή καλλωπίζουν αργά μέλη και ταυτόχρονα είναι ψάλτες και διδάσκαλοι. Με τον Κουκουζέλη η τέχνη της μουσικής αυτονομείται, δημιουργούνται οι περίφημοι αναγραμματισμοί του ποιητικού κειμένου για την καλύτερη μελισματική ανάπτυξη και τον καλλωπισμό του, ενώ παράλληλα εμφανίζονται τα πρώτα κρατήματα. Με λίγα λόγια, την εποχή του Ιω. του Κουκουζέλη, χάρη στον Ιω. τον Κουκουζέλη και τους συνοδοιπόρους του, η τέχνη της μελοποιίας βρίσκεται στο απόγειό της.
Ο ίδιος μεγαλουργεί σε κάθε φόρμα του παπαδικού γένους. Συνθέτει μεγάλες καλοφωνικές συνθέσεις προς τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου και πολλών αγίων, στιχηρά κατανυκτικά, οίκους για τον Ακάθιστο Ύμνο, αντίφωνα, μεγαλυνάρια, πολυελέους, χερουβικά, κοινωνικά κ.ά. Εμφανίζεται καινοτόμος και στην παρασημαντική, τη μουσική γραφή δηλαδή, ενώ σημαντικό είναι και το έργο του στη διδασκαλία της μουσικής, καθώς διδάσκει το σύστημα των ήχων με τον τροχό και μας δίνει συγκεντρωμένες τις ενέργειες των χειρονομικών σημαδιών όπως επίσης και των μουσικών θέσεων.
Είναι νομίζω, σε αυτό το σημείο, σημαντικό να αναφερθούμε και στη σχέση του Ιω. του Κουκουζέλη με την προγενέστερή του παράδοση. Ο μεγάλος αυτός μαΐστορας δεν εγκαινιάζει ο ίδιος τα αργά μέλη στη μελοποιία, στηρίζεται στις συνθέσεις των παλαιοτέρων και τις καλλωπίζει ή τις απαλλάσσει από πλατειασμούς που δε λειτουργούσαν στην αισθητική της εποχής του. Από αυτή την άποψη αναπτύσσει μία διαλεκτική σχέση, ένα γόνιμο διάλογο με την παράδοση, που έχει ως αποτέλεσμα την οργανική συνέχεια και την ανανέωση. Έτσι, το έργο του γίνεται ένας διαπρύσιος κήρυκας ότι η εκκλησιαστική μας παράδοση δεν είναι δύναμη στατική αλλά δημιουργική, δεν εκ-βιάζεται, ούτε παρα-βιάζεται. Μόνο μετα-βιβάζεται.
Παράλληλα, εντύπωση προκαλεί η στάση του Κουκουζέλη και των συνοδοιπόρων του (του Ξένου του Κορώνη, του Ιωάννη του Κλαδά κ.ά.) απέναντι στα ξένα μέλη -τα λεγόμενα εξωτερικά. Δεν τα απορρίπτουν, δεν τα αποκλείουν∙ ίσα-ίσα, τα ενσωματώνουν στον εκκλησιαστικό κορμό, τα αφομοιώνουν δημιουργικά. Πολλές φορές στα χειρόγραφα σημειώνεται: «το μέλος εκ Περσών, μέλος ατζέμικον (περσικό), εθνικόν, βουλγαρικόν, ισμαηλιτικόν, οργανικόν, σπανιότερα φράγκικον». Είναι εμφανές ότι όλοι αυτοί οι γίγαντες του αναλογίου είχαν πλήρη τη συνείδηση ότι η εκκλησιαστική μας μουσική έχει τη δυνατότητα να αφομοιώνει εξ αρχής και να πνευματοποιεί ό,τι όμορφο υπήρχε στην κοσμική μουσική μεταδίδοντας σε αυτό τον άγιο εκστατικό τόνο της μυστικής θεολογίας ούτως ώστε η μουσική να μη μειώνει την αξία των λέξεων. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό, αποτελεί αδήριτη ανάγκη αυτό το πατρογονικό κειμήλιο που μας κληροδότησαν να μην το αντιμετωπίζουμε εμείς σήμερα σαν μουσειακό είδος, αλλά ως ένα εύρωστο, ζωντανό κύτταρο της ευρύτερης παράδοσής μας με εσωτερική εξέλιξη και συνεχή παρουσία, ικανό να αναζωογονήσει και να αναγεννήσει πνευματικά τη ζωή μας.
Μιλήσαμε ως εδώ για τη ζωή και το έργο του Ιωάννη του Κουκουζέλη. Στηριχτήκαμε στα τελευταία πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, ωστόσο σημειώσαμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα, παρέχεται αμφίβολη επιστημονική τεκμηρίωση για το πρόσωπο του μεγάλου αυτού μελουργού. Πέρα όμως από την αχλύ του μύθου, τις υποθέσεις, τους θρύλους, τον θαυμασμό, τις απομυθοποιήσεις, υπάρχει μια απαρασάλευτη πεποίθηση βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση της Εκκλησίας. Ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης πριν από όλα, πάνω από όλα, πέρα από όλα, ήταν, είναι και θα είναι άχρι τερμάτων αιώνος ά γ ι ο ς της Εκκλησίας μας, όσιος του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πρακτικά ότι αυτός ο καλλικέλαδος, ιδιοφυής μουσικός αφιέρωσε τη γλυκύτατη φωνή του και το τάλαντό του αποκλειστικά στη δοξολογία του Υψίστου, απαρνήθηκε όλες τις τιμές και την ένδοξη ζωή του Παλατιού, προκειμένου να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό. Προτίμησε να συνθέτει τα αριστουργήματά του όχι μέσα στα πολυτελή δώματα των Ανακτόρων αλλά στο υγρό του κελί, εκεί στο κάθισμα των Αρχαγγέλων έξω από τη Μεγίστη Λαύρα. Γι' αυτό και οι συνθέσεις του ευωδιάζουν θεία ευωδία. Γι' αυτό μπροστά τους υποκλίνονται οι αιώνες. Γιατί είναι μέλη σεμνοπρεπή, επιβλητικά, δωρικά, αλλά συνάμα και ιλαροτερπνή, κομψά, κατανυκτικά, καρπός προσευχής, με έναν λόγο: θεοειδή∙ όπως θεοειδής ήταν ο ίδιος και η όλη του βιοτή.
Σε εμάς τους ιεροψάλτες η σεπτή μορφή του οσίου Ιωάννη θυμίζει με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι τιμή αγίου σημαίνει μίμηση της ζωής του. Μας παρέχει τον οδοδείκτη εκείνον για να ψάλλουμε απερίσπαστα και να μην εκτρεπόμαστε σε φωνητικές ακροβασίες. Γιατί είναι αλήθεια ότι κατά την απόδοση των ύμνων πάντα ελλοχεύει ο πειρασμός, η αυταρέσκεια, η κενοδοξία, η αλαζονεία. Πολλές φορές την ώρα που ψάλλουμε μοιάζουμε με εκείνους τους υπερόπτες, που, κατά το κοινώς λεγόμενον, μαζί με το μπόι τους μετρούσαν και τη σκιά τους. «Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών, τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος», αναφέρει χαρακτηριστικά ένα τροπάρι. Σε όλους εμάς λοιπόν, οι άγιοι της μουσικής μας που εορτάζουν σήμερα, ο όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός και ο άγιος Γρηγόριος ο Δομέστιχος, έρχονται να υπενθυμίσουν ότι κάθε κίνηση των φωνητικών μας χορδών πρέπει να πηγάζει από την καρδιά μας, να είναι καρπός προσευχής, να εκπορεύεται από τη βαθιά συναίσθηση πως όταν ψάλλουμε πριν και πάνω από όλα υμνούμε τον Θεό. Αυτό είναι το ασφαλέστερο κριτήριο για να μη διολισθαίνουμε σε κάθε είδους υπερβολή και, προπάντων, η μόνη πνευματική προϋπόθεση προκειμένου να ευαρεστούμε και να αναπαύουμε τον Θεό μας.
Σεβασμιότατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί συνάδελφοι, ευλαβές εκκλησίασμα,
Κάθε μέρα, κάθε ώρα στη ζωή μας επιβεβαιώνει στον πιο δραματικό τόνο ότι ζούμε σήμερα σε εποχές αφιλίας και ερημίας. Η παγκόσμια κοινότητα κινδυνεύει να καταντήσει ένα τεράστιο χωνευτήρι ικανό να αναχωνεύσει κάθε ελπίδα, κάθε πολιτισμική και πνευματική ιδιοπροσωπία. Παράλληλα, κάθε λογής πνευματικοί και πολιτικοί ταγοί σε παγκόσμιο επίπεδο κάνουν διακηρύξεις για μια νέα ζωή, έξω από την Όντως Ζωή, την ώρα που εμείς ανήμποροι ακούμε όλο και πιο ευκρινή τον επιθανάτιο ρόγχο της συλλογικής μας αξιοπρέπειας. Μέσα σε αυτούς τους δυσοίωνους καιρούς, η Εκκλησία μας με τη Θεία Λατρεία, την εκκλησιαστική τέχνη και ειδικότερα με τη λατρευτική της μουσική θέτει ως κέντρο της ζωής της την Όντως αχτίδα της ελπίδας, τον Χριστό∙ και είναι πολύ παρήγορο ότι τουλάχιστον στη μητρόπολή μας αυτό αποτελεί εμπεδωμένη πεποίθηση: όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι καταφεύγουν στην Εκκλησία, για να βρουν σε αυτή το απάνεμο λιμάνι της σωτηρίας τους∙ στα καθ' ημάς, στο χώρο μας, οι ιεροψάλτες παρά τις ανθρώπινες πλευρές που προαναφέρθηκαν διαθέτουν στο σύνολό τους ήθος και κατά Χριστόν παιδεία, βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τον κλήρο, έχουν συνείδηση ότι είναι συλλειτουργοί κι εκπροσωπούν τον λαό επάνω στο αναλόγιο∙ τα ψαλτήρια σε πολλές ενορίες εις πείσμα των καιρών είναι γεμάτα, ενώ παράλληλα οι εγγραφές στη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής με τις άοκνες προσπάθειες του διευθυντή της, την αφοσίωση και το μεράκι όλων των παλαιών δασκάλων όλο και αυξάνονται χρόνο με το χρόνο∙ τέλος, ο Σύνδεσμος με τις ποικίλες δράσεις του και τον πολυμελή χορό του, χάρη στο άξιο προεδρείο του, εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα μέλη γεμάτα όρεξη και διάθεση προσφοράς.
Όλα αυτά αποδεικνύουν περίτρανα ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ξέρουν να διακρίνουν και να επιζητούν την πνευματικότητα∙ που ξέρουν να ξεδιψούν σε νερά που δεν είναι θολά∙ μα πάνω από όλα αποδεικνύουν πως όταν υπάρχει υψηλό αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης, όταν η αγάπη του επισκόπου για το ποίμνιό του είναι απροϋπόθετη και δίχως όρια, όταν υπάρχει αρμονική συμπόρευση κλήρου και λαού, όταν κυριαρχεί παντού και πάντοτε η ενότητα, κάθε έργο μπορεί να καρποφορήσει. Γιατί η αληθινή αγάπη, η άδολη και ανυπόκριτη, υπερνικά τις δυσχέρειες, καθώς εν ασθενεία τελειούται. Δε βρίσκεται στο δια ταύτα, αλλά στο παρά ταύτα.
Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου αυτή για τον άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη με τα λόγια ενός άλλου αγίου Ιωάννη, του Χρυσόστομου, για την αγάπη του Χριστού∙ λόγια συγκλονιστικά, που έγιναν εγκόλπιο, βίωμα και πράξη όλων των αγίων της Εκκλησίας μας. Λέει λοιπόν ο Χρυσορρήμων για τον Χριστό: «Εγώ είμαι πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ένδυμα, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιο, κάθε τι το οποίο θέλεις εγώ∙ να μην έχεις ανάγκη από τίποτα. Εγώ και θα σε υπηρετήσω∙ διότι ήλθα να υπηρετήσω, όχι να υπηρετηθώ. Εγώ είμαι και φίλος, και μέλος του σώματος και κεφαλή και αδελφός, και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ∙ αρκεί να είσαι φίλος μου. Εγώ έγινα πτωχός για σένα∙ έγινα και επαίτης για σένα∙ ανέβηκα πάνω στο Σταυρό για σένα∙ τάφηκα για σένα∙ επάνω στον ουρανό για σένα παρακαλώ τον Πατέρα∙ κάτω στη γη στάλθηκα από τον Πατέρα ως μεσολαβητής για σένα∙ Όλα για μένα είσαι εσύ∙ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος του σώματος. Τι περισσότερο θέλεις;
Ευχηθείτε, Σεβασμιότατε, να έχουμε όλοι μας ως θεμέλιο των πράξεών μας τα λόγια αυτά του Χρυσοστόμου και υμνώντας ταπεινά άχρι τερμάτων του βίου τον Ύψιστο να προοδεύουμε στη γνώση του Τριαδικού Θεού, άρα και του εαυτού μας και του πλησίον μας, πρεσβείαις του οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Κουκουζέλους.
ΑΜΗΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαδοπούλου Γ., Ιστορική Επισκόπησις της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Αθήναι 1890
- Στάθη Θ. Γρηγορίου, Οι Αναγραμματισμοί και τα Μαθήματα της Βυζαντινής Μελοποιίας, Αθήναι 1979
- Kukuzelis.gr
Δημήτριος Α. Κατσικλής 27-9-2015