50 Χρόνια από τη συγκρότηση της Β' Συνόδου του Βατικανού: Σκέψεις ενός Ορθόδοξου Επισκόπου
Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην ημερίδα για τη Β' Σύνοδο του Βατικανού
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013 - Λεόντειο Λύκειο Πατησίων
Η Β' Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί μεγάλο ιστορικό γεγονός όχι μόνο για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και για ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Ιδιαίτερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία το γεγονός αυτό ενέχει εξαιρετική σημασία, η οποία εξακολουθεί ακόμη να υφίσταται, και θα συνεχιστεί ακόμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αποτελεί, συνεπώς, χρέος για κάθε Ορθόδοξο πιστό και ιδιαίτερα για έναν υπεύθυνο επίσκοπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να στοχαστεί επάνω στη σημασία του ιστορικού αυτού γεγονότος με την ευκαιρία της συμπληρώσεως μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας από την πραγματοποίησή του. Ποιες αλλαγές επέφερε το γεγονός αυτό στη ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και πώς επηρεάζουν οι αλλαγές αυτές τις σχέσεις Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων; Πού βαδίζουν οι σχέσεις αυτές μετά την παρέλευση 50 ολόκληρων χρόνων, και τι μπορούμε να ελπίζουμε για το μέλλον των σχέσεων των δύο μεγάλων παραδόσεων του Χριστιανισμού με βάση τις αρχές που έθεσε η Β' Σύνοδος του Βατικανού;
Στα ερωτήματα αυτά θα ήθελα να επικεντρώσω την παρέμβασή μου, στη σημερινή συνάντηση.
1. Οι αλλαγές στη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στις άλλες Εκκλησίες και ομολογίες
Είναι γνωστό ότι πριν από τη σύγκληση της Β' Βατικανικής Συνόδου το Βατικανό απέρριψε κατηγορηματικά κάθε συμμετοχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση. Η Κίνηση αυτή είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα και σ' αυτήν συμμετείχε από την αρχή, και μάλιστα με ρόλο πρωταγωνιστικό, και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη το 1902 με εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ' απευθύνθηκε προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες με την προτροπή να αναπτύξουν σχέσεις αδελφικές με τις μη Ορθόδοξες Εκκλησίες και ομολογίες, το δε 1920 με τη γνωστή Συνοδική Εγκύκλιο απηύθυνε πρόσκληση προς όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν «Κοινωνίαν» στα πρότυπα της «Κοινωνίας των Εθνών» της εποχής εκείνης. Αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Άμστερνταμ το 1947, στο οποίο μετείχαν όλες οι εκτός του λεγόμενου «Σιδηρού Παραπετάσματος» (κομμουνιστικών κρατών) Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Την Κίνηση αυτή την αντιμετώπισε αρνητικά το Βατικανό και δεν θέλησε να συμμετάσχει σ' αυτήν με κανένα τρόπο. Ιδιαίτερα ως προς την Ορθοδοξία, συνεχίστηκε η στάση του παρελθόντος, να καλείται, δηλαδή, από τον Πάπα να «επανέλθει» στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από την οποία είχε «αποσχισθεί». Χαρακτηριστικό της στάσεως του Βατικανού προς τους Ορθοδόξους ήταν το γεγονός ότι, όταν εκλήθη ο Πάπας Πίος ο 12ος να στείλει αντιπροσωπεία στους επίσημους εορτασμούς του Αποστόλου Παύλου, που διοργάνωσε η Εκκλησία της Ελλάδος το 1952 με συμμετοχή των Ορθόδοξων Εκκλησιών και των Προτεσταντικών ομολογιών, το Βατικανό απήντησε αρνητικά με επιστολή προς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα, που την υπέγραφε ως Γραμματεύς του (οποία ιστορική ειρωνεία!), ο μετέπειτα Πάπας Παύλος Στ'!
Η στάση αυτή άλλαξε άρδην με τον αοίδιμο Πάπα Ιωάννη 23ο και τη Β' Σύνοδο του Βατικανού που συνεκάλεσε. Έκτοτε και με ταχύτατους ρυθμούς αναπτύσσονται στενές σχέσεις με τους Ορθοδόξους, αρχικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με πρωτοστάτες από πλευράς Πατριαρχείου τον αοίδιμο Πατριάρχη Αθηναγόρα και από μέρους του Βατικανού τον Πάπα Παύλο Στ', ο οποίος συναντάται με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στα Ιεροσόλυμα το 1964 και καθιερώνεται τακτική ανταλλαγή επισκέψεων επισήμων αντιπροσωπειών των δύο Εκκλησιών κατά τις ετήσιες θρονικές εορτές τους και σε άλλες ευκαιρίες. Το κλίμα αλλάζει ριζικά, και οι Ορθόδοξοι, αντί να αποκαλούνται από τη Ρώμη «σχισματικοί», ονομάζονται «Αδελφαί Εκκλησίαι» και καθιερώνεται από το 1980 επίσημος θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο οποίος και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετέχει έκτοτε στην Οικουμενική κίνηση και, παρά το ότι δεν αποτελεί μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, συνδέεται μαζί του και βρίσκεται σε διάλογο με όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και ομολογίες, προωθώντας την χριστιανική ενότητα με την φροντίδα του «Ποντιφηκού Συμβουλίου για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών».
Όλη αυτή η ιστορική αλλαγή της στάσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επισημοποιήθηκε με αποφάσεις της Β' Βατικανής Συνόδου, ιδιαίτερα με το περί Οικουμενισμού Διατάγματός του που φέρει τον τίτλο Unitatis Redindegratio και το οποίο θέτει τις βάσεις και για τις σχέσεις Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας. Στο ιστορικό αυτό κείμενο θα επανέλθουμε σε λίγο, αφού πρώτα επισημάνουμε την ευρύτερη σημασία των αλλαγών που επέφερε η Σύνοδος αυτή για το Χριστιανισμό γενικότερα.
Είναι γνωστό ότι η δεύτερη χιλιετία της ιστορίας της Εκκλησίας περιέχει μελανές σελίδες, για τις οποίες πρέπει να λυπούμεθα. Ενώ στην πρώτη χιλιετία, παρά τις διαφορές και διενέξεις που εκδηλώθηκαν κατά καιρούς, η Ανατολή και η Δύση διατήρησαν την ενότητά τους, μετά το μεγάλο Σχίσμα μεταξύ της Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως το 1054μ.Χ. οι δύο μεγάλες αυτές παραδόσεις, τις οποίες ο αείμνηστος Ορθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόβσκι αποκαλεί «σιαμαίες αδελφές», αποξενώθηκαν η μία από την άλλη, ακολούθησαν ανεξάρτητους δρόμους και , το χειρότερο, ανέπτυξαν εχθρότητα και πολεμική στάση μεταξύ τους. Έτσι εψύγη η αγάπη που πρέπει να συνδέει όσους πιστεύουν στον Διδάσκαλο της αγάπης, εμποδίζοντας και τον υπόλοιπο κόσμο να πιστέψει στο Ευαγγέλιο. Πρόκειται, πράγματι, για μια τραγική περίοδο της ζωής της Εκκλησίας του Χριστού.
Το πρώτο, λοιπόν, και ίσως το πιο σημαντικό πράγμα που προσέφερε η Β' Σύνοδος του Βατικανού είναι η επαναφορά της αγάπης, μεταξύ των χριστιανών. Όσο βαθιές και αν είναι οι διαφορές μεταξύ των χριστιανών στα θέματα της πίστεως, δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο η εχθρότητα μεταξύ τους. Πρέπει, κατά τον Απόστολο Παύλο, να «αληθεύουν εν αγάπη», διότι χωρίς αγάπη η πίστη είναι κενή περιεχομένου, όπως διακηρύττει ο ίδιος Απόστολος στο 13ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής του. Στην πράξη αυτό εσήμανε ότι θα έπρεπε να δοθεί τέλος σε κάθε πράξη προσηλυτισμού μεταξύ των Χριστιανών και να πυκνώνουν οι επαφές μεταξύ τους με προσφορά βοήθειας του ενός προς τον άλλο στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τους. Αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει γίνει πράξη και μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, την οποία δεν μπορούν να επισκιάσουν μεμονωμένα παραδείγματα περί του αντιθέτου. Χρειάζεται, πάντως, εγρήγορση για να μην επανέλθουμε στην πολεμική ατμόσφαιρα της προ της Β' Βατικανής Συνόδου εποχής.
2. Αλλαγές στην Εκκλησιολογία
Η Β' Βατικανή Σύνοδος δεν εισήγαγε απλώς το πνεύμα της αγάπης μεταξύ του χριστιανού, αλλά άνοιξε και τους εκκλησιολογικούς ορίζοντες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με θεολογικές ιδέες που βοηθούν και διευκολύνουν την προσέγγισή της με όσους βρίσκονται εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει πλείστα σημεία τέτοιου ανοίγματος των εκκλησιολογικών οριζόντων, αλλά, ας μου επιτραπεί να περιοριστώ στα εξής:
1. Με την περί Εκκλησίας Διάταξη Lumen gentium, η Β' Σύνοδος του Βατικανού εισήγαγε στην εκκλησιολογία την ιδέα του λαού του Θεού. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή , η Εκκλησία δεν ορίζεται από το ιερατείο, ούτε καν από τον επίσκοπο Ρώμης ως άτομο, αλλά από ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή από τους βαπτισμένους στο όνομα της Αγίας Τριάδος πιστούς. Η ιδέα αυτή είχε δύο βασικές συνέπειες. Πρώτον, εξαίρει τη σπουδαιότητα των λαϊκών στο σώμα της Εκκλησίας, και δεύτερον επιτρέπει στους μη Ρωμαιοκαθολικούς να βρίσκονται σε κάποια εκκλησιολογική σχέση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Έτσι, το Διάταγμα αυτό αναγνωρίζει κάποια σχέση ατελούς εκκλησιαστικότητας με τους εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και την ύπαρξη σ' αυτούς δωρεών του Αγίου Πνεύματος με διάφορες μορφές. Το θέμα της σχέσεως της Εκκλησίας με τις άλλες θρησκείες αντιμετωπίζεται σε άλλα κείμενα της Συνόδου, αλλά και αυτό διέπεται από το πνεύμα ειρηνικής προσεγγίσεως και διαλόγου, μακριά από διάθεση συγκρούσεως και πολεμικής.
2. Στο περί Οικουμενισμού Διάταγμα η Σύνοδος προβαίνει σε μια διάκριση, ιδιαίτερα σημαντική για τους Ορθοδόξους. Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ «εκκλησιαστικών κοινοτήτων» και «εκκλησιών». Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι διάφορες Προτεσταντικές ομολογίες, ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζεται ως «Εκκλησία» με πλήρη εκκλησιολογική έννοια. Έτσι διατυπώνεται σαφώς η θέση ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία παρέχονται όλα τα μέσα της σωτηρίας με τη Θεία Ευχαριστία και τα λοιπά Μυστήρια, τα οποία θεωρούνται έγκυρα και σωστικά. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες κατέχουν πλήρως την Αποστολική διαδοχή, η οποία εκφράζεται στην Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, και για τον λόγο αυτό η μυστηριακή κοινωνία με τους Ορθοδόξους, με την άδεια των κατά τόπους εκκλησιαστικών αρχών, όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά και «συνιστάται». Είναι ενδιαφέρον ότι το Διάταγμα αυτό πουθενά δεν αναφέρει την ανάγκη κοινωνίας των Ορθοδόξων με τον επίσκοπο Ρώμης ως sine qua non conditio της εκκλησιαστικότητάς των. Η διαίρεση των Ορθοδόξων από τους Ρωμαιοκαθολικούς αποδίδεται στο Διάταγμα αυτό σε «εξωτερικά κίνητρα» και στην έλλειψη αμοιβαίας κατανοήσεως και αγάπης».
3. Είναι άξιο σημειώσεως ότι το περί Οικουμενισμού Διάταγμα της Συνόδου αναφέρει ρητά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν πλήρες το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεως των σύμφωνα με το δικό τους Κανονικό Δίκαιο. Δεν είναι δηλαδή, υποχρεωμένες να υπόκεινται διοικητικά στη Ρώμη, οφείλουν όμως να λαμβάνουν πάντοτε υπ΄ όψιν των την ενότητα της όλης Εκκλησίας (υπονοείται η κοινωνία με την Εκκλησία της Ρώμης).
4. Αποδίδεται ιδιαίτερος σεβασμός στον πλούτο της θεολογίας, της λατρείας και της πνευματικής ζωής της Ορθοδοξίας.
5. Καταβάλλεται προσπάθεια αμβλύνσεως του ζητήματος των ελληνορρύθμων καθολικών (ουνίας), χωρίς, δυστυχώς, να προσφέρεται καμιά ικανοποιητική για τους ορθοδόξους λύση - πράγμα που εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, και που πρέπει να αντιμετωπισθεί οπωσδήποτε.
6. Αξιοσημείωτη είναι η περί συλλογικότητας των επισκόπων στην περί Εκκλησίας διάταξη. Η ιδέα αυτή, η οποία για πρώτη φορά εισάγεται στην επίσημη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αν και δεν είναι πλήρως ικανοποιητική από Ορθοδόξου απόψεως (βλ. κριτική του Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάμου, στην διδακτορική διατριβή του περί Ενότητος της Εκκλησίας), ενισχύει την έννοια της συνοδικότητας, η οποία είναι καίριας σημασίας για την προσέγγιση Ορθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμού. Στο σημείο αυτό πρέπει να εξαρθεί η σημασία της αποδοχής και εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών στο κοινό κείμενο της Ραβέννας ότι το πρωτείο στην Εκκλησία ασκείται μόνο στο πλαίσιο της Συνοδικότητας. Ελπίζουμε αυτό να μη μείνει κενό γράμμα, αλλά να εφαρμοστεί και στην πράξη της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε τα μέγιστα την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών.
7. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας από την άποψη των Ορθοδόξων είναι η διδασκαλία της Β' Βατικανής Συνόδου περί της τοπικής Εκκλησίας. Είναι γνωστόν ότι μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας υφίστατο πάντοτε διαφορά ως προς τη σχέση τοπικής και παγκοσμίου Εκκλησίας. Η Α' Σύνοδος του Βατικανού ανέπτυξε την ιδέα της παγκοσμίου εκκλησιολογίας, σύμφωνα με την οποία η τοπική Εκκλησία ενωμένη περί τον επίσκοπο και ἐν τῇ Θείᾳ Ευχαριστίᾳ αποτελεί μέρος της παγκόσμιας Εκκλησίας υπό τον επίσκοπο Ρώμης. Οι Ορθόδοξοι πάντοτε υπεστήριζαν ότι κάθε τοπική Εκκλησία ενωμένη περί τον επίσκοπό της αποτελεί πλήρη και, κατά την έκφραση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, «καθολική εκκλησία». Τη θέση αυτή ανέπτυξαν ιδιαιτέρως τον παρελθόντα αιώνα Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως κυρίως ο π. Νικόλαος Αφανάστεφ, οι π. Ιωάννης Μέγιεντερφ και Αλέξανδρος Σμέμαν, καθώς και ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Τη θέση αυτή για πρώτη φορά και σε διαφοροποίηση από την Α' Βατικανή Σύνοδο υιοθέτησε και η Β' Σύνοδος του Βατικανού καλώντας την τοπική Εκκλησία πλήρη και καθολική εκκλησία, φέρνοντας έτσι εγγύτερα μεταξύ τους την Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία. Οι συνέπειες της προσέγγισης αυτής είναι ιδιαίτερα σημαντικές, μεταξύ των άλλων, και για τη σημασία της Συνοδικότητας για την ενότητα της Εκκλησίας.
3. Ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
Ο σπουδαιότερος, ίσως, καρπός της Β' Βατικανής Συνόδου, όσον αφορά στους Ορθοδόξους, είναι ο επίσημος θεολογικός διάλογος που προέκυψε μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Ο διάλογος αυτός ακολούθησε την άρση των αναθεμάτων του 1054 μ. Χ. μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, η οποία καθιέρωσε, θα έλεγε κανείς, τον «διάλογο της αγάπης» μεταξύ των δύο Εκκλησιών, για να αποτελέσει τον «διάλογο της αληθείας» κατά το «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» του Αποστόλου Παύλου. Τον θεολογικόν διάλογον αυτόν απεφάσισεν η Γ' Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου και έτυχεν αμέσως της αποδοχής του Πάπα Παύλου Στ' με το πασχάλιο Γράμμα του προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατόπιν προετοιμασίας, με την οποία συμφωνήθηκαν η θεματολογία και η μεθοδολογία του διαλόγου, η επίσημη έναρξή του έγινε στην Πάτμο και τη Ρόδο την ημέρα της Πεντηκοστής του 1980. Έκτοτε ο διάλογος διεξάγεται «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», όπως συμφωνήθηκε, προς αποφυγήν επαναλήψεως δυσάρεστων εμπειριών του παρελθόντος, με κεντρικό θέμα την εκκλησιολογία και με μέθοδο την συζήτηση των διαιρούντων ζητημάτων, αφού πρώτα εξετασθούν και τεθούν ως βάση τα ενούντα τις δύο πλευρές.
Πρόκειται ασφαλώς για τον πιο σημαντικό, αλλά συγχρόνως και τον πιο δύσκολο θεολογικό διάλογο. Και οι δύο πλευρές παραμένουν πιστές στα θέματα του δόγματος και της πίστεως, αλλά με πνεύμα αγάπης και προσπάθεια γεφυρώσεως των διαφορών στη βάση της κοινής πίστεως της πρώτης μ.Χ. χιλιετίας, κατά την οποία Ανατολή και Δύση ευρίσκονταν σε πλήρη κοινωνία. Τα κοινά κείμενα που παρήγαγεν η Διμερής Επιτροπή του Διαλόγου μέχρι σήμερα είναι σημαντικά. Το πρόβλημα της Ουνίας, το οποίο οξύνθηκε μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, οδήγησε στη διακοπή του Διαλόγου για πέντε περίπου χρόνια, επανελήφθη όμως ο Διάλογος και εξετάζει ήδη το ακανθώδες ζήτημα του πρωτείου στην Εκκλησία, με ιδιαίτερη αναφορά στο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης. Η εκκλησιολογία της Β' Συνόδου του Βατικανού με τα ανοίγματα που έκανε προς την κατεύθυνση της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας, ιδιαίτερα στο θέμα της τοπικής Εκκλησίας και της συνοδικότητας, ελπίζουμε να βοηθήσει την προσέγγιση και στο θέμα αυτό. Ο δρόμος όμως είναι ακόμα μακρύς, διότι δεν είναι εύκολο να λυθούν προβλήματα που συσσωρεύθηκαν επί χίλια χρόνια χωρισμού, και θα απαιτηθεί χρόνος και υπομονή. Αποτελεί όμως χρέος μας έναντι του Κυρίου και της ιστορίας να συνεχίσουμε την προσπάθεια.
4. Γενικότερης φύσεως θέματα
Η Β' Βατικανή Σύνοδος δεν ασχολήθηκε μόνο με θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα, ούτε περιορίστηκε στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες. Ο χαρακτήρας της ήταν κυρίως ποιμαντικός, και γι' αυτό εκτός από θέματα εσωτερικής φύσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (λατρεία, κανονικό δίκαιο κ.λ.π.) ασχολήθηκε και με θέματα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο της εποχής μας γενικότερα. Και η διδασκαλία της Συνόδου στα θέματα αυτά δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει όλους μας, και εμάς τους Ορθοδόξους.
Δεν είναι δυνατόν να μνημονεύσουμε εδώ όλα τα σύγχρονα προβλήματα, με τα οποία ασχολήθηκεν η Σύνοδος˙ θα αναφερθούμε μόνον ενδεικτικά σε ορισμένα από αυτά.
α) Το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Όπως είναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί με την Σύνοδο, δεν υπήρξεν εύκολη η λήψη αποφάσεως σ' αυτό το θέμα: η πλάνη δεν έχει «δικαίωμα», λέγεται ότι υπεστήριξεν ένας εκ των καρδιναλίων. Η Σύνοδος όμως αποφάσισε να εναρμονίσει τη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις σχετικές διακηρύξεις των Ηνωμένων Εθνών περί θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς και εκείνες του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Άμστερνταμ 1948 και Ν. Δελχί 1961), σύμφωνα με τις οποίες ο νόμος πρέπει να προστατεύει κάθε θρησκεία από οποιαδήποτε αυθαιρεσία και παραπλανητική ενέργεια, όπως ο προσηλυτισμός που εξαναγκάζει τον άνθρωπο με διάφορα μέσα να προσχωρήσει σε κάποια θρησκεία κ.λ.π. Η σημασία του θέματος αυτού μόλις και είναι ανάγκη να τονιστεί, το δε ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι προφανές. Και στο σημείο αυτό η Σύνοδος διόρθωσε το παρελθόν και άνοιξε νέους δρόμους.
β) Με το Constitutio pastoralis η Σύνοδος προέβαλε τη σπουδαιότητα του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας θεμελιώνοντάς το θεολογικά στην περί ανθρώπου διδασκαλία του Ευαγγελίου. Η ατομική ηθική πρέπει να ενταχθεί στην κοινωνική ηθική στη βάση της βιβλικής διδασκαλίας ότι κάθε άνθρωπος είναι εικών του Θεού και όλοι αποτελούμε μέλη του ιδίου σώματος. Στα πλαίσια αυτά τονίζεται η αξιοπρέπεια και ελευθερία του ανθρώπου, τα αγαθά του πολιτισμού κ.λ.π., και εκτίθενται οι θέσεις της Εκκλησίας ως προς τα θέματα της οικογένειας, της πολιτιστικής προόδου κ.α. Στο ίδιο κείμενο τονίζεται ιδιαίτερα το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της βοήθειας των πτωχών κ. λ. π. Ο πτωχός εξομοιώνεται με τον ίδιο τον Χριστό, κάτι που θυμίζει τον ιερό Χρυσόστομο και φυσικά το ίδιο το Ευαγγέλιο (Ματθ. 25, 40). Με την απόφαση αυτή η Σύνοδος απαντά στην κοινωνική ηθική του άθεου ουμανισμού, ο οποίος λησμονεί ότι οι κοινωνικές αξίες που διακηρύττει είναι δάνεια από το Ευαγγέλιο.
Η αναλυτική περιπτωσιολογία και ηθικολογία του κειμένου αυτού σε επί μέρους θέματα ξενίζει κάπως τους Ορθοδόξους, οι οποίοι προτιμούν να αφήνουν τα ηθικά ζητήματα στον προσωπικό πνευματικό αγώνα του πιστού σε συνεργασία με τον πνευματικό του. Οι γενικές όμως αρχές του ποιμαντικού αυτού κειμένου της Συνόδου βρίσκουν στο σύνολό τους σύμφωνους τους Ορθοδόξους και αποτελούν μαρτυρίαν της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.
*
Από τον πλούτο των αποφάσεων και της διδασκαλίας της Β' Βατικανής Συνόδου επιλέξαμε μερικά μόνον σημεία, τα οποία θεωρήσαμε σημαντικά όχι μόνον για τους αδελφούς Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά για κάθε χριστιανό και για μας τους Ορθοδόξους. Είναι βέβαια πολλά εκείνα που δεν εκφράζουν τις θέσεις της Ορθοδοξίας, όπως είναι φυσικό. Πέρα όμως από τα συγκεκριμένα θέματα αυτό που προβάλλει ως εξαιρετικά σημαντικό είναι αυτό τούτο το γεγονός της Συνόδου. Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι η Εκκλησία της Ρώμης αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκροτήσει Σύνοδο. Μετά την Α' Βατικανή Σύνοδο πολλοί πίστεψαν ότι αρκεί ο Πάπας για να εκφράσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα αλάθητα! Να όμως που, ευτυχώς, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η Εκκλησία εκφράζεται σε ύψιστο βαθμό μόνον συνοδικώς. Είναι σημαντικό αυτό για όλους εμάς που, δεν το κρύβουμε, προβληματιζόμαστε με το «αλάθητο» του Πάπα!
Έπειτα, κάνει εντύπωση το γεγονός ότι, όπως είπεν ένας από τους Ορθοδόξους παρατηρητές της Συνόδου, ο αείμνηστος Paul Eudokimov, με τη Σύνοδο αυτή η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία «αυτοανακρίνεται». Είναι τόσο αναγκαίο για όλους μας να κοιτάμε κριτικά τον εαυτό μας, για να διαπιστώνουμε αν οδηγούμε σωστά το σκάφος της Εκκλησίας. Η χωρίς αυτοκριτική αυτοπεποίθηση και έπαρση μπορεί να βλάψει σοβαρά την πορεία της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα σ' εμάς τους επισκόπους.
Αναθεωρώντας την πεντηκονταετία που πέρασε από τη σύγκληση της Β' Βατικανής Συνόδου βλέπουμε μπροστά μας μια Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πιο ανοιχτή απέναντί μας, χωρίς τη στάση εκείνη που επί χίλια χρόνια περίπου μάς έδινε την εικόνα εκείνου που θέλει να μας καθυποτάξει - μια εικόνα που εύλογα τρομάζει ακόμα τους Ορθοδόξους και κάνει πολλούς από αυτούς να βλέπουν με καχυποψία κάθε φιλική προσέγγιση και κάθε διάλογό μας με τη Ρώμη. Πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια και να αποφύγουμε κάθε αφορμή που θα επιβεβαίωνε αυτή την καχυποψία. Ζούμε σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο, κατά την οποία ο Χριστιανισμός στο σύνολό του απειλείται με αφανισμό. Ας κοιτάξουμε τί συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή, την ιστορική κοιτίδα του Χριστιανισμού, και ας προβληματιστούμε. Ας ρίξουμε επίσης ένα βλέμμα στις ίδιες τις λεγόμενες χριστιανικές χώρες, για να δούμε πόσο ραγδαία αποχριστιανίζονται και εκκοσμικεύονται. Η ευθύνη βαρύνει όλους μας και ιδιαίτερα εμάς τους επισκόπους να κρατήσουμε ζωντανή τη φλόγα του Ευαγγελίου του Χριστού στους δύσκολους αυτούς καιρούς.
Αυτές τις ταπεινές σκέψεις ενός ταπεινού Ορθοδόξου Επισκόπου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας με αφορμή την επέτειο της Β' Βατικανής Συνόδου που τιμούμε εδώ σήμερα. Σας ευχαριστώ για την τιμή να με ακούσετε.