Αφιερωμένη στον Μέγα Βασίλειο η 4η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος
Με την καθολική συμμετοχή των Κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος πραγματοποιήθηκε σήμερα η 4η Γενική Ιερατική Σύναξη, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος, που ήταν αφιερωμένη στον Μέγα Βασίλειο, εκ των κορυφαίων Εκκλησιαστικών Πατέρων και Διδασκάλων.
Πρώτος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Βασίλειος Τσιμούρης, Κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Σκέψεις με αφορμή τη ζωή και το έργο του Μεγάλου Βασιλείου». Ο ομιλητής αναφέρθηκε στην ανατροφή που έλαβε ο Μέγας Βασίλειος από την αγία οικογένειά του, αλλά και την θύραθεν μόρφωσή του, που τον κατέστησε πανεπιστήμονα, με τα μέτρα εκείνης της εποχής.
Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η επισήμανση του ομιλητή για την προσφορά της αλήθειας του Θεού από τον Μέγα Βασίλειο, ανεξαρτήτως των ανθρωπίνων γλωσσικών σχημάτων: «Ο Μέγας Βασίλειος με το έργο του διακηρύσσει μία θεμελιώδη διαπίστωση. Η αλήθεια του Θεού δεν έχει δικό της γλωσσικό σχήμα για να εκφραστεί. Γλώσσα και δομικό υλικό για την αλήθεια είναι η γλώσσα του ανθρώπου, στον οποίο απευθύνεται η δομή της κάθε εποχής και εντός της οποίας κηρύσσεται η αλήθεια. Ο Θεός δεν αποκαλύπτει γλώσσα και δομές, αλλά την αλήθεια. Και όσο πιο καθολικές, όσο πιο καλλιεργημένες είναι οι χρησιμοποιούμενες δομές, τόσο μεγαλύτερος κύκλος ανθρώπων αποδέχεται την διδασκαλία της Εκκλησίας. Η επιλογή των κατάλληλων λέξεων και των δομών είναι της Εκκλ/κής ποιμαντικής. Το εγχείρημα του Μ. Βασιλείου για την δόμηση της γλώσσας της αλήθειας και τη μορφοποίηση της Χριστιανικής διδασκαλίας, ήταν το μεγαλύτερο σε βάθος και το πρώτο που κυρώθηκε ως γνήσιο στην Εκκλ/κή παράδοση...»
Στη συνέχεια ο ομιλητής αναφέρθηκε στον συνδυασμό της άσκησης και της πρακτικής Θεολογίας στη ζωή του Μ. Βασιλείου, στους αγώνες του κατά των αιρέσεων, αλλά και για την διατήρηση της ενότητας μέσα στην Εκκλησία, επισημαίνοντας: «Η ενότητα στην Εκκλησία μας, συχνά τραυματίζεται από τους εγωισμούς και τις επιδιώξεις μας σε πολλά επίπεδα. Η ενότητα, όπως και η αγάπη, είναι αγώνισμα και θέλει θυσίες. Δύσκολη, λοιπόν, η ενότητα και η συνύπαρξη με δύο ή και περισσότερους συνεφημερίους. Η σύγκριση και τα κολακευτικά λόγια των ενοριτών... δημιουργούν εντάσεις, που υποστασιοποιούν δαιμονικές απειλές κατά της ορατής ενότητας. Από την άλλη, κάποιος άλλος, λιγότερο χαρισματικός, προσπαθεί να κρύψει την ανεπάρκειά του πίσω από το αξίωμα που νιώθει ότι έχει...»
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Τζιράκης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Εναρμόνιση της θύραθεν και της Θεολογικής Σοφίας στον Μέγα Βασίλειο»
Ο ομιλητής αναφέρθηκε στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού και σημείωσε: «Προς άρση πάσης παρεξηγήσεως οφείλω να επισημάνω χωρὶς καμιά επιφύλαξη, ότι η σύγκριση μεταξὺ των δύο μεγεθών από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας είναι απολύτως ανισοδύναμη. Αυτό σημαίνει ότι ο Ελληνισμός ως φορέας της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας και σοφίας και ως ανθρωποκεντρικό μέγεθος αποτελεί γιὰ τὴν ιστορία της ανθρωπότητας αναμφισβήτητο ιστορικό και πνευματικὸ ορόσημο, πάνω στο οποίο σταματά, σχεδόν κατ' ἀνάγκη καὶ πάντα με θαυμασμό, το οικουμενικό βλέμμα της επιστήμης. Ο δε Χριστιανισμός, ως φορέας της εν χρόνω και άπαξ γενομένης αποκαλύψεως του Θεοῦ στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ἀποτελεῖ τη γνησιότερη και αυθεντικότερη έκφραση της αγάπης του Θεού προς τον κόσμο και τον άνθρωπο, χάριν του οποίου το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, έγινε τέλειος άνθρωπος και έπαθε εκουσίως για τη σωτηρία όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων»
Στη συνέχεια οριοθέτησε τον χώρο στον οποίο κινούνται ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός: «Οι αλήθειες που εκφράζει ο Ελληνισμός ως ανθρώπινη σκέψη και σοφία εντάσσονται στο πλαίσιο και τον χώρο της ενδοσκοπικής εμπειρίας, έχουν κύρος επιστημονικό, δηλ. ανθρώπινο, και επομένως, λειτουργούν με αποκλειστικό όργανο τον ορθό ανθρώπινο λόγο, την ανθρώπινη ή θύραθεν σοφία. Όλες οι επιστημονικὲς αλήθειες απορρέουν από τον διασκεπτικό λόγο και την κριτική διανοητική ικανότητα του ανθρώπου και πιστοποιούνται με βάση το τρίπτυχο: παρατήρηση - πείραμα - συμπέρασμα. Ουδείς μπορεί να τις αμφισβητήσει χωρὶς να θεωρηθεί όχι μόνο εξωπραγματικός, αλλά και παράλογος. Αντίθετα προς τις θύραθεν αλήθειες, οι αλήθειες του Χριστιανισμού έχουν μοναδική πηγή τους τον Θεό και όργανο που τις αναδεικνύει και τις αποδεικνύει την πίστη. Κατὰ τη χριστιανική διδασκαλία, το Πνεύμα του Θεού φανερώνει στον άνθρωπο όχι μόνο όσα δεν γνωρίζει για οποιονδήποτε λόγο, αλλά και όσα δεν έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει. Δεν χρειάζεται να τονίσω, βεβαίως, ότι οι αλήθειες της πίστης δεν επιβάλλονται σε κανένα αναγκαστικά...»
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Τζιράκης απάντησε στην κατηγορία περί εξελληνισμού της διδασκαλίας του Χριστού από τους Πατέρες και παρατήρησε σχετικά: «Τὸ ότι υπήρχαν Πατέρες της Εκκλησίας που γνώριζαν σε βάθος τα κείμενα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, πεζά και ποιητικά, και συγχρόνως ήταν άριστοι γνώστες και χρήστες της ελληνικής γλώσσας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, αυτό δεν σημαίνει ότι εξελλήνισαν τη διδασκαλία του Χριστού. Γιατὶ ο Βασίλειος και οι λοιποὶ Πατέρες γνώριζαν ότι πρωταρχικὸ ζητούμενο για τη σωτηρία των μελών της Εκκλησίας και των ιδίων ήταν η αλήθεια της Ἐκκλησίας και η εφαρμογή της στη ζωή των πιστών και όχι τούτη ή εκείνη η γλωσσική διατύπωσή της, ακόμη και η άριστη. Με άλλα λόγια, η χριστιανική αλήθεια είναι μόνο μία. Αντίθετα, οι γλωσσικοὶ τρόποι διατύπωσής της, είτε σε μία είτε σε περισσότερες γλώσσες, είναι πολλοί. Άρα οι λέξεις παίρνουν το νόημά τους απὸ την αλήθεια που διατυπώνουν και όχι το αντίθετο. Ο Μ. Βασίλειος, λοιπόν, και οι Πατέρες της Εκκλησίας, ως Έλληνες, θεολογούν επὶ τη βάσει της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της Αποκάλυψης, εκφράζονται, όμως και δομούν τον λόγο τους ως Έλληνες. Να το πούμε πιο απλά: Η θεολογία των Πατέρων έχει βιβλικὲς ρίζες ως προς την ουσία της και ελληνικὲς ως προς τη γλωσσική διατύπωσή της, τη μορφή της ...»
Ακολούθησε γόνιμος διάλογος, τον οποίο συντόνισε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος.