Η Ιερατική Σύναξη για τον Όσιο Θεόδωρο Στουδίτη στο Βόλο αποκάλυψε την παρερμηνεία του στην εποχή μας (video)
Η 7η, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος, Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος πραγματοποιήθηκε σήμερα (15/4) στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας. Επίκεντρο της Συνάξεως ήταν ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, στο πλαίσιο της μελέτης του έργου και της μαρτυρίας των Πατέρων της Εκκλησίας στην εποχή μας, που επιχειρείται στις εφετινές Ιερατικές συναντήσεις. Όπως σημείωσε, προλογικά, ο Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ιγνάτιος, «πρέπει να αναβαπτιζόμαστε διαρκώς στο πνεύμα των Πατέρων, να τους γνωρίζουμε ουσιαστικά, για να γινόμαστε εκφραστές τους στην εποχή μας».
Πρώτος ομιλητής ήταν ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κων/νος Κορναράκης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Οι Θεολογικές προϋποθέσεις του Ορθοδόξου βίου, σύμφωνα με το βίωμα και τη διδασκαλία του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου».
Ο ομιλητής χαρακτήρισε τον Όσιο Θεόδωρο «αυθεντικό άνθρωπο, αυστηρό προς τους άλλους, επειδή πρωτίστως ήταν αυστηρός με τον εαυτό του», ενώ σημείωσε ότι «κάποιοι τον επικαλούνται σήμερα χωρίς να εξετάζουν πόσο είναι οι ίδιοι αυθεντικοί στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή».
Στη συνέχεια ανέφερε τις τέσσερις πηγές της πίστεως πάνω στις οποίες ο Όσιος στηρίζει τη ζωή και το έργο του: η προφορική παράδοση, οι Γραφές, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Σύνοδοι. Κατά τον Όσιο Θεόδωρο «πρέπει να ακολουθούμε την Παράδοση για να γνωρίζουμε την πίστη της Εκκλησίας, όπως αυθεντικά παραδόθηκε από τους Αγίους Αποστόλους, διά μέσου των Πατέρων Της. Πρέπει να κατανοούμε την Παράδοση μέσα από την μελέτη των Γραφών και να μελετάμε τις Γραφές μέσα στο πλαίσιο της Παραδόσεως... Οι Γραφές πρέπει να μάς προκαλούν σε έρευνα για να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε «τις πολύμορφες μηχανές» του διαβόλου».
Ο κ. Κορναράκης ανέφερε ότι ο Όσιος Θεόδωρος δεν είχε πρόβλημα να αποδέχεται τις σύγχρονες Θεολογικές αναλύσεις, όπως φαίνεται από την αναίρεση των εικονομαχικών θέσεων, αρκεί αυτές να είναι στοιχημένες με το πνεύμα των Πατέρων, ενώ αντιμετώπιζε τις Πατερικές θέσεις και απόψεις μέσα στο πλαίσιο του χρόνου στον οποίο κατετέθησαν και του προβλήματος που θέλησαν να αντιμετωπίσουν.
Επιμένοντας στην αντίληψη του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου για το θέμα της Παραδόσεως, ανέφερε ότι η Παράδοση είναι τρόπος δόσεως και παραλαβής. Ο ταπεινός άνθρωπος θεωρεί ότι παρέλαβε κάτι και πρέπει να το παραδώσει, ως απλός κρίκος στην αλυσίδα της Παραδόσεως. Τόνισε δε ότι «συχνά βαπτίζουμε «παράδοση» τη δική μας αντίληψη περί Παραδόσεως, δηλ. την υποκειμενική ερμηνεία της πίστεως, η οποία, αν και δεν αποτελεί καθολική αλήθεια, εν τούτοις, την προβάλλουμε ως τέτοια, λόγω του εγωισμού μας. Ο Όσιος εντάσσει μέσα στη λειτουργία της Παραδόσεως το μαρτύριο της Ορθοδοξίας. Συνδέει τον αυθεντικό άνθρωπο της Παραδόσεως με το μαρτύριο του αίματος, το οποίο είναι αυθεντικό όταν προηγείται το μαρτύριο της συνειδήσεως, όψεις του οποίου είναι η νήψη, η εξαγόρευση των λογισμών, τα δάκρυα της κατανύξεως, η προσευχή και η ταπείνωση».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Κορναράκης διέσωσε ότι ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως ελάχιστο ανάμεσα στους αδελφούς, γι' αυτό και στηλίτευε όσους θεωρούσαν εαυτούς φορείς της αληθείας, επειδή τηρούσαν ευλαβικά τα εξωτερικά σχήματα της ευσεβείας και της ασκήσεως, με αποτέλεσμα να αποκτούν οίηση και υπερηφάνεια.
Τέλος, ανέφερε ότι «αν τα δόγματα δεν πιστώνονται στο αυθεντικό Ορθόδοξο ήθος, δεν είναι καρπός τους, τότε είναι απλώς θεωρητικές θέσεις, σημαίνοντα χωρίς νόημα ζωής. Την ίδια στιγμή και η Ορθόδοξη πίστη και ζωή πρέπει να θεμελιώνονται στα δόγματα, διαφορετικά εκπίπτουν σε ιδεολογία... Για να υπερασπιστούμε την Ορθοδοξία πρέπει να προηγείται ο πνευματικός αγώνας, ο αυθεντικός εαυτός μας, συνδυασμένα με την παράκληση, την αγάπη και την αγωνία για εκείνους που δεν ζουν Ορθοδόξως».
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Βασίλειος Τσίγκος, ο οποίος μίλησε με θέμα «Κοινωνία των πιστών με την Εκκλησία και τον Επίσκοπο ή διακοπή της χάριν της αλήθειας; Το παράδειγμα του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου έναντι των προκλήσεων των καιρών μας».
Στην πρώτη ενότητα της εισήγησής του ο κ. Καθηγητής σκιαγράφησε ορισμένα φαινόμενα και προέβη σε διαπιστώσεις για τη σύγχρονη ζωή του εκκλησιαστικού χώρου στον τόπο μας. Μεταξύ αυτών ανέφερε: α) το φαινόμενο μιας συνεχούς γκρίνιας για τα εκκλησιαστικά δρώμενα και μιας μόνιμης σφοδρής κριτικής και διόρθωσης πάντων και πασών από ορισμένους χριστιανούς, β) το παράδειγμα ζωής και ο λόγος των Πατέρων στην εποχή μας που βρίσκονται σε μία ιδιόμορφη κατάσταση αποδοχής και δυσκολίας στην ερμηνεία τους, γ) τη διατύπωση, εσχάτως, διάφορων εκκλησιολογικών θεωρήσεων ως δήθεν πατερική διδασκαλία, όπως η άποψη ότι κάθε φορά που ένας θεωρεί ότι διαφωνεί σε θέματα πίστεως με τον Επίσκοπό του θα πρέπει να κάνει διακριτική υπακοή, να προχωρεί στην άμεση διακοπή της κοινωνίας και της λειτουργικής μνημόνευσης του ονόματος του Επισκόπου και τελικώς, να οδηγείται στην απόσχιση και απομάκρυνση από την Εκκλησία, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Όσιο Θεόδωρο Στουδίτη. Και τούτο, διότι οι αποκαλούμενοι ζηλωτές και παλαιοημερολογίτες τον θεωρούν ως όντως ορθόδοξο, ως ζηλωτή και επαναστάτη εναντίον των κακώς κειμένων στην Εκκλησία και ως αυτόν που έφθασε να γίνει ακόμη και σχισματικός χάριν της αλήθειας.
Στη δεύτερη ενότητα παρουσίασε, κατά χρονολογική σειρά, τα σχετικά γεγονότα και ερμήνευσε το ζήτημα της κοινωνίας του ιερού Πατρός με την Εκκλησία και τους πατριάρχες Ταράσιο και Νικηφόρο, με βάση τις πηγές της εποχής, τη διεξοδική έρευνα μεγάλου αριθμού κειμενικών αναφορών από το σύνολο των Στουδιτικών συγγραμμάτων, τη συγκριτική μελέτη της σχετικής ορολογίας από άλλα συναφή κείμενα, την ερμηνευτική συνδρομή σύγχρονων ερευνητών της Φιλολογίας, της Λειτουργικής, του Κανονικού Δικαίου και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά κυρίως και πρωτίστως την αλάθητη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία δεν θα τιμούσε για τόσους αιώνες ως Άγιο κάποιον σχισματικό. Ο Όσιος Θεόδωρος ουδέποτε διέκοψε τη Μυστηριακή του κοινωνία με την Εκκλησία και με τη στάση του έναντι όλων των πνευματικών του προϊσταμένων κινείται σαφώς εντός της μακραίωνης Εκκλησιαστικής Παράδοσης.
Στην τελευταία ενότητα ο κ. Τσίγκος αναφέρθηκε στον τρόπο που μπορεί το παράδειγμα ενός μεγάλου Αγίου της Παράδοσής μας, να εμπνεύσει, να καθορίσει ίσως και να διορθώσει και τη δική μας στάση έναντι αντίστοιχων προκλήσεων της εποχής μας. Οι Πατέρες δεν απέκοπταν εαυτούς από την κοινωνία τους με τον Επίσκοπό τους και την Εκκλησία, αλλά παρέμεναν εντός αυτής, έστω και διαφωνώντας έντονα "εν λόγοις, έργοις και συγγραφαίς". Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι μεγάλες οσιακές και χαρισματούχες μορφές της εποχής μας, όπως ο Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο Όσιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης και αρκετοί άλλοι, επεσήμαναν και καταδίκασαν πολλά από τα κακώς κείμενα και τις αντικανονικές αποφάσεις, που ενίοτε λαμβάνονται στις μέρες μας από μέλη της Εκκλησίας, αλλά, όμως, ουδείς εξ αυτών διανοήθηκε να αποσχισθεί και να αποτειχισθεί από την προϊσταμένη του Εκκλησιαστική αρχή.
Η αλήθεια της πίστεως και της εν Χριστώ ζωής και η αυθεντική ερμηνεία τους, οφείλουν, αναντιρρήτως, τα μέγιστα στη διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων, στη μαρτυρία όλων των χαρισματικών φορέων και των διαδόχων τους Επισκόπων, των ορθοτομούντων τον λόγον της αληθείας. Είναι όμως και ζήτημα που αφορά και όλους, τα ενεργά μέλη του Σώματος του Χριστού, "έκαστον κατά την οικείαν αυτού τάξιν και κλίσιν" .
Ακολούθησε γόνιμος διάλογος, με τη συμμετοχή πολλών Κληρικών, ενώ τις εργασίες της Συνάξεως έκλεισε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος σημείωσε χαρακτηριστικά: «Δεν αρνούμαι την κατάθεση διαφορετικών απόψεων και προσεγγίσεων, επί συγκεκριμένων ζητημάτων. Μάλιστα, αποδέχομαι τέτοιες διαφοροποιήσεις, σεβόμενος την ελευθερία όλων, έστω κι αν εισπράττω ένα προσωπικό πόνο, αρκεί να γίνονται μέσα στην Εκκλησία, να μην οδηγούν σε διαιρέσεις και σε απώλεια ψυχών!».