Ο κενωτικός χαρακτήρας της Ιερωσύνης στην 6η Ιερατική Σύναξη της Ι.Μ. Δημητριάδος
Με γενικό θέμα «Ο Βασιλεύς των Βασιλευόντων», πραγματοποιήθηκε σήμερα η 6η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος, στο Συνεδριακό κέντρο Θεσσαλίας.
Πρώτος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Κωνσταντίνος Παπαθανασίου, Εφημέριος του Ι. Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Παλαιού Φαλήρου, με θέμα «Ο Ιησούς Χριστός ως ο κατ' εξοχήν Βασιλεύς: Ανάσταση, Ανάληψη, εκ δεξιών καθέδρα, Δευτέρα Παρουσία».
Ο ομιλητής, αφού ανέλυσε διεξοδικά τους τρεις κορυφαίους σταθμούς της αποστολής του Χριστού, που αφορούν στην σωτηρία των ανθρώπων, ανακεφαλαίωσε με τα εξής συμπεράσματα:
1. Ο αναστημένος Χριστός, ο αναληφθείς Χριστός και εκ δεξιών καθίσας του Θεού και Πατρός, ο ερχόμενος Χριστός, σηματοδοτούν την εσχατολογική προοπτική της ιστορίας, τον ερχόμενο κόσμο της Βασιλείας του Θεού και ως ένα βαθμό επιφέρουν οριστική και αμετάκλητη ρήξη με την ιστορία «του κόσμου τούτου». Ο Ιησούς Χριστός εγκαινίασε και αποτέλεσε την «απαρχήν άλλης βιωτής, της αιωνίου».
2. Τα κορυφαία γεγονότα (Ανάσταση, Ανάληψη, Δευτέρα Παρουσία) δεν μας οδηγούν σε μια νοσταλγία για επιστροφή στην αυθεντικότητα του παρελθόντος ή της αρχέγονης εκκλησιαστικής παράδοσης. Φαίνεται ότι δεν εκφράζει το πνεύμα της Γραφής η ταύτιση της Εκκλησίας μονομερώς με το «ήδη» πραγματοποιημένο, αλλά αντιθέτως, η πίστη της Εκκλησίας εδράζεται στη λειτουργία των εσχάτων εντός της ιστορίας και παράλληλα, στη μελλοντική αναμονή των «ούπω», εκείνων πού δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί.
3. Όπως ο σταυρός, έτσι και η ανάσταση του Χριστού, έχουν όμοιο λυτρωτικό χαρακτήρα, με οντολογικές διαστάσεις για τον άνθρωπο και τον σύμπαντα κόσμο. Ειδικότερα, το πάθος θεμελιώνει την εν Χριστώ σωτηρία του κόσμου, η ανάσταση την ολοκληρώνει και η ύψωση εισάγει, πλέον, τον ζωοποιηθέντα διά Χριστού κόσμο στην καινή πραγματικότητα, στην όντως καινή εν ουρανώ ζωή. Η δε ύψωση του Υιού του ανθρώπου καθίσταται «της ανθρωπότητος ύψωσις».
4. Η ανάληψη του Κυρίου σηματοδοτεί μια νέα κατάσταση ζωής για τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο υπέρτατος βασιλεύς του ουρανού και της γης, ο κύριος της ιστορίας και του κόσμου. Είναι ο άρχων της θείας βασιλείας, της Εκκλησίας του που ίδρυσε στη γη, της οποίας είναι η αόρατη και μυστική κεφαλή και την οποία ζωοποιεί με το πανάγιο Πνεύμα του, που έστειλε στους μαθητές του κατά την Πεντηκοστή. Στους ουρανούς ο Χριστός ασκεί το βασιλικό του αξίωμα σε συνδυασμό με το προφητικό, κυβερνώντας την Εκκλησία και μεσιτεύοντας υπέρ αυτής στον ουράνιο πατέρα του.
5. Τέλος, η κορύφωση της βιβλικής εσχατολογίας ξεκινά με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Το έσχατο είναι ήδη παρόν, καθώς στο πρόσωπο του Χριστού έχουμε την πλήρη φανέρωση του εσχάτου («έσχατος Αδάμ» κ.α. εκφράσεις) και είναι πλέον δυνατή -μέσα στον χρόνο, αλλά έξω από τους περιορισμούς του χρόνου - η βίωση της βασιλείας του Θεού. Το έσχατο συνίσταται στο έργο που εκπληρώθηκε πάνω στον σταυρό και με την ανάσταση του Χριστού, που εκτυλίσσεται μέσα στον χρόνο δυναμικά «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28:20). Με άλλα λόγια, τα έσχατα είναι, ταυτόχρονα, παρόντα και αναμενόμενα, βιούμενα και προσδοκώμενα.
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., με θέμα «Το Μυστήριο της κενώσεως του Λόγου και ο κενωτικός χαρακτήρας της Ιερωσύνης».
Ο π. Βασίλειος «Ο κληρικός στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση δεν νοείται ως απλός θρησκευτικός λειτουργός, αλλά ιερεύς, καθώς επίσης και προεστώς ή προϊστάμενος, πρόεδρος, ηγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ιατρός των ψυχών, οικονόμος των μυστηρίων, υπηρέτης και συνεργός στην πορεία προς τη θέωση...».
Σε άλλο σημείο, επεσήμανε τον κενωτικό χαρακτήρα της ζωής και του έργου του Χριστού, παρατηρώντας ότι «ο Χριστός, αν και ήταν Θεός, τα απαρνήθηκε όλα· απεκδύθηκε τη θεϊκή δόξα· έλαβε ως άνθρωπος μορφήν δούλου· ταπεινώθηκε και σταυρώθηκε εκουσίως. Και ο Θεός τον ανέβασε πολύ ψηλά, χαρίζοντάς του το «υπέρ πάν όνομα». Την εκούσια αυτή πορεία του Χριστού, της κατάβασης και της ανάβασης δηλαδή, καλούνται να πορευθούν οι χριστιανοί όλων των αιώνων. Ιδιαίτερα, όμως, η οδός αυτή αφορά τούς κληρικούς. Συνεπέστεροι στην κενωτική αλλά και υψοποιό αυτή πορεία αποδεικνύονται οι άγιοι της Εκκλησίας...».
Ακολούθως, αναφέρθηκε στο κενωτικό παράδειγμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος εγκατέλειψε την ασφάλεια και την πνευματική αυτάρκεια του Αγίου Όρους, για να στηρίξει το υπόδουλο Γένος, επισημαίνοντας ότι «ο άνθρωπος του Θεού δεν θυσιάζει άλλους για να αλλάξει ο κόσμος. Θυσιάζεται ο ίδιος για τη μεταμόρφωση του πληρώματος της Εκκλησίας...».
Ο ομιλητής έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην θεολογία του Αρχιμ. Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος «ως θεολόγος της υποστατικής αρχής, διατύπωσε τη θεωρία της «ανεστραμμένης πυραμίδος». Σύμφωνα με αυτήν, στη δομή του κόσμου παρατηρείται κάποια ιεραρχική τάξη. Άλλος είναι ανώτερος και άλλος κατώτερος. Η διάκριση αυτή δεν αναιρεί την ανθρώπινη αξία, αλλά συγκροτεί την κοινωνική αρμονία. Παρατηρώντας τον ψυχο-φυσικό, αλλά και τον πνευματικό κόσμο της ανθρωπότητας μπορεί να διαπιστώσει κάποιος την ύπαρξη της πυραμίδας της ανισότητας. Όσοι βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας κατεξουσιάζουν και συμπιέζουν όσους βρίσκονται στη βάση της. Από το άλλο μέρος, το ανθρώπινο πνεύμα ποθεί την ισότητα, η οποία είναι «έμμονος απαίτησις των εγκάτων της συνειδήσεως» των ανθρώπων. Αλλά εκεί όπου υπάρχει ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα. Πώς μπορεί, λοιπόν, να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο;
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος προβάλλει το πρόσωπο και το παράδειγμα του Χριστού. Ο Χριστός δεν αρνείται το γεγονός της ανισότητας, αλλά ανατρέπει την πυραμίδα. Γίνεται η κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας που επωμίζεται το βάρος όλης της ανθρωπότητας, και έτσι εγκαθιστά την εσχάτη τελειότητα...»
Κατέληξε δε με την προτροπή «Οι πνευματικοί ποιμένες καλούνται να μιμηθούν τον Χριστό και τους αποστόλους και να πορευθούν με διακονικό πνεύμα προς τη βάση της ανεστραμμένης πυραμίδας, για να σηκώσουν το βάρος της κακίας και της αμαρτίας του κόσμου. Η κίνηση αυτή αποτελεί μέγιστη πράξη αγάπης και προσφοράς στην κοινωνία. Έτσι απορροφώνται και εξοστρακίζονται οι κοινωνικοί κραδασμοί που προκαλεί το μίσος, η αδικία και τα πάθη των ανθρώπων. Η συμβολή στην πρόγευση της βασιλείας του Θεού είναι προφανής. Κοντολογίς, δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε όταν οι άνθρωποι μας τοποθετούν επί του Σταυρού. Είμαστε στο δρόμο του Χριστού, όταν μπούμε να λέμε: «Άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι».
Ακολούθησε εκτενής και γόνιμη συζήτηση επί των εισηγήσεων και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.