Ἡ Παναγία στήν Ὀρθόδοξη Βυζαντινή Εἰκονογραφία - (Οἱ εἰκονογραφικοί τύποι τῆς Παναγίας)
Τό πλέον λατρεμένο πρόσωπο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, μετά τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι τό πανάχραντο καί ὑπερευλογημένο πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι στό ἐπίκεντρο τῆς καρδιᾶς τῶν πιστῶν, διότι συγκεντρώνει ἐπάνω της ὅλη τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν ἐλπίδα τῆς κάθε ἀνθρώπινης πονεμένης ψυχῆς. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικό τό γεγονός πώς τό πανάχραντο πρόσωπο τῆς Ὑπερευλογημένης Μαρίας φιλοτεχνήθηκε πρῶτο ἀπ' ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα καί διασώθηκε ἀναλλοίωτο μέσα στή μακραίωνη πορεία τῆς εἰκονογραφικῆς μας Παραδόσεως. Ὁ πρῶτος πού ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀποτύπωση τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας μας εἶναι ὁ ἅγιος ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἐκεῖνος, ὡς ἰατρός της πού τή φρόντιζε, τόλμησε νά ζωγραφίσει τήν κεχαριτωμένη μορφή της καί μάλιστα τῆς ἔδειξε αὐτή τήν ἐργασία του καί ἐξασφάλισε τή μητρική της εὐλογία. Οἱ εἰκόνες τοῦ Λουκᾶ στάθηκαν τά πρῶτα πρότυπα γιά ὅλες τίς μετέπειτα εἰκόνες τῆς Παναγίας μας.
Στή συνέχεια τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς πίστεώς μας ἦλθαν οἱ διωγμοί. Σ' αὐτή τήν περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἔζησε καί μεγαλούργησε μέσα στίς κατακόμβες καί χωρίς ναούς. Ἔτσι ἡ ζωγραφική πού ἀποτύπωνε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἁπλή καί συγκεκαλυμμένη πίσω ἀπό τά σύμβολα. Ὅταν, χάρη στόν ἰσαπόστολο Μέγα Κωνσταντῖνο, ἔπνευσε ὁ ἄνεμος τῆς ἐλευθερίας, ἄρχισαν νά χτίζονται οἱ πρῶτοι ναοί. Μέσα στούς ναούς φιλοτεχνήθηκαν οἱ μορφές τῆς πίστεώς μας. Ἡ ἀγαπημένη μορφή τῆς Πανάχραντης Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἀποκρυσταλλώθηκε στήν εἰκονογραφική μας Παράδοση. Ἀναλλοίωτη λοιπόν ἔμεινε στό πέρασμα τοῦ χρόνου καί σταθερή ἡ μορφή της ἔφτασε μέχρι τίς ἡμέρες μας. Αὐτή τήν ὑπέροχη μορφή ὑπεραγαπάει καί προσκυνάει τό ὀρθόδοξο πλήρωμα.
Τό λατρεμένο πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου ζωγραφίζεται σοβαρό καί ἤρεμο μέ μία σπάνια ἀρχοντιά, πού βγαίνει μέσα ἀπό τή χαρακτηριστική ἁπλότητα τῆς μορφῆς της. Τά χαρακτηριστικά της εἶναι πολύ λεπτά καί ἁρμονικά. Τά μάτια της εἶναι μεγάλα καί ἀμυγδαλωτά, ἡ μύτη της λεπτή καί ἴσια, τό στόμα της μικρό καί συγκρατημένο, τά αὐτιά της εἶναι καλυμμένα ἀπό τό κεφαλομάντηλο, τό ὁποῖο ἀφήνει νά φαίνονται μόνον οἱ λοβοί της. Τά μαλλιά της δέν φαίνονται καθόλου. Εἶναι τυλιγμένα μέ λευκό ὕφασμα ἤ σκοῦρο πράσινο ἤ σκοῦρο μπλέ. Τό ἐξωτερικό της ροῦχο εἶναι κόκκινο ἤ βυσσινί καί τό ἐσωτερικό σκουρόχρωμο μπλέ ἤ πράσινο. Στήν κεφαλή καί στούς ὤμους της ἔχει τρία ἀστέρια, τά λεγόμενα παρθενόσημα. Ὅλη ἡ μορφή τῆς Παναγίας εἶναι γεμάτη συμβολισμούς καί δογματικές διδασκαλίες. Τά μεγάλα μάτια της βλέπουν μέσα στήν καρδιά μας, ἡ λεπτή της μύτη δείχνει ἀληθινή ἀρχοντιά καί ἐλευθερία ἀπό τή δυσωδία τοῦ κόσμου, τά καλυμμένα αὐτιά καί μαλλιά της δείχνουν ἀληθινή σωφροσύνη καί σεμνότητα. Τό ἐσωτερικό σκοῦρο πρασινομπλέ ροῦχο συμβολίζει τήν ψυχρή ἀνθρώπινη φύση καί τό ἐξωτερικό κόκκινο ροῦχο συμβολίζει τή φωτιά καί τή χάρη τῆς Θεότητος πού τήν περιτύλιξε, ὅταν δέχθηκε νά κυοφορήσει τό Λυτρωτή. Τά τρία ἀστέρια, τά παρθενόσημα, διδάσκουν τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, ἀφοῦ ἡ Παναγία ὑπῆρξε παρθένος πρίν ἀπό τή σύλληψη τοῦ Υἱοῦ της, κατά τή διάρκεια τοῦ τοκετοῦ καί μετά τόν τοκετό. Τό ἔνδυμα πού τυλίγει τό σῶμα της σέ κάποιο σημεῖο ἔχει ὁλόχρυσα κρόσσια, τά ὁποῖα συμβολίζουν τ' ἀμέτρητα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τή στολίζουν, καί τίς ἀρετές, πού ἡ Παναγία συγκέντρωσε ὅλες μαζί στό χαρακτῆρα της. Τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δέν ἐκπληρώνει τά γνωρίσματα τῆς κοσμικῆς ὀμορφιᾶς, ὅπως διαμορφώνονται ἀπό τά ἐφήμερα κριτήρια τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἡ ὀμορφιά τῆς Παναγίας εἶναι ἀπόλυτα κλασική, διότι εἶναι μία ὀμορφιά πού ἀρέσει σέ ὅλους καί σ' ὅλες τίς ἐποχές. Ἡ ὀρθόδοξη ἀπεικόνιση τῆς Θεοτόκου δέν ἐγκλωβίζει τό βλέμμα τοῦ πιστοῦ σ' ἕνα ὡραῖο πρόσωπο χωμάτινο καί σαρκικό. Ἡ ὡραιότητά της ἐκπληρώνει λιγότερο τά μέτρα τοῦ κόσμου, διότι ἔχει σάν σκοπό νά ἐλευθερώσει τό βλέμμα τοῦ πιστοῦ ἀπό τά γήινα καί νά τό ἀνεβάσει σέ ἐπίπεδα καθαρά πνευματικά. Ἡ ὀμορφιά λοιπόν τῆς Παναγίας εἶναι διαχρονική καί κλασική, ἐπειδή εἶναι πνευματική ὀμορφιά καί ὄχι σαρκική. Αὐτό εἶναι ἕνα ἐπίτευγμα τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ποτέ δέν ἐγκλωβίστηκε στά ἐφήμερα δεδομένα τῶν ἐποχῶν, ἀλλά ἐμπνεύστηκε ἀπό τίς ἐμπειρίες τῆς αἰωνιότητος.
Ἡ Παναγία μας στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἱστορεῖται καί μέσα σέ ἀρκετές παραστάσεις. Ἡ πρώτη ὁμάδα εἶναι οἱ παραστάσεις πού ἀφοροῦν γεγονότα ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ Γέννηση, ἡ Ὑπαπαντή, ὁ ἐν Κανᾷ γάμος, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀποκαθήλωση, ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή κ.ἄ. Ἡ δεύτερη ὁμάδα παραστάσεων πού εἰκονίζεται ἡ Παναγία εἶναι ἐκεῖνες πού ἀφοροῦν τό θεομητορικό κύκλο, δηλ. γεγονότα πού περιστρέφονται γύρω ἀπό τή ζωή τῆς ταπεινῆς Κόρης τῆς Ναζαρέτ, ὅπως τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, τά Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμός, ὁ ἀσπασμός μέ τήν Ἐλισάβετ, ἡ Κοίμηση, οἱ παραστάσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου κ. ἄ. Ὑπάρχουν βεβαίως καί παραστάσεις οἱ ὁποῖες ἀποδίδουν τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Τέτοιες εἶναι ἡ ρίζα τοῦ Ἱεσσαί, ἡ Ζωοδόχος Πηγή, ἡ Τιμία Ζώνη, τό «Ἐπί σοί χαίρει Κεχαριτωμένη...», τό «Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ» κ. ἄ. Σ' ὅλες τίς παραστάσεις, ὅπου εἰκονίζεται ἡ Μεγάλη Μάνα τῆς πίστεώς μας, ἡ παρουσία της ἔχει ἕνα ρόλο πρωταγωνιστικό. Στέκεται πάντοτε μέ μία σιωπηλή ἀξιοπρέπεια καί μέ μία εὐλογημένη ἀπάθεια, ἡ ὁποία δέν ἐκφράζει ἀδιαφορία, ἀλλά ψυχραιμία καί ἀρχαιοελληνικό μέτρο. Ἀκόμη καί ἡ θλίψη κάτω ἀπό τό Σταυρό τοῦ Παιδιοῦ της εἶναι συγκρατημένη καί ἀξιοπρεπής, χωρίς ξεσπάσματα καί ἔντονες κινήσεις πού προδίδουν ἀπουσία πίστεως καί ἐμπιστοσύνης σ' Ἐκεῖνον πού πρόκειται σέ λίγο νά νικήσει τό θάνατο.
Ἡ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας ἔχει κατηγορηθεῖ κατά καιρούς γιά στατικότητα καί ἔλλειψη ἐξελίξεως. Πολλοί δέν καταλαβαίνουν πώς αὐτό πού ἴσως φαίνεται ἴδιο εἶναι πάντοτε μοναδικό. Αὐτό συμβαίνει π.χ. μέ τή Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία, ἄν καί φαίνεται πώς εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια ὡς κείμενο, ἐντούτοις κάθε φορά πού ἐπιτελεῖται εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη. Μάλιστα παραμένει μοναδική ἀκόμη κι ὅταν ἐπιτελεῖται ἀπό τόν ἴδιο λειτουργό ἱερέα. Ἀκριβῶς τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. Μέ μία πρόχειρη ματιά οἱ μορφές καί οἱ φόρμες φαίνονται ὅλες ἴδιες. Ἄν ὅμως προσέξει κάποιος σοβαρά τά ἔργα τῆς εὐλογημένης αὐτῆς τέχνης, θά διαπιστώσει πώς τό καθένα εἶναι μοναδικό, διότι κουβαλάει μέσα του τή σφραγίδα τῆς ψυχῆς καί τῆς πίστεως τοῦ ἁγιογράφου. Ἡ Παναγία, πού ἀποτυπώθηκε πρῶτα ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, εἶναι ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο μέ δεδομένα χαρακτηριστικά. Παρ' ὅλ' αὐτά ἡ μορφή της δέν ἀντιγράφηκε στατικά καί στεῖρα στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Οἱ ἁγιογράφοι κάθε φορά πού προσπαθοῦσαν νά τήν ἀποτυπώσουν ἔβαζαν πάνω της καί τά δικά τους σημάδια τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης τους. Τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου της βεβαίως δέν προσπάθησαν καί δέν θέλησαν νά τ' ἀλλάξουν. Ἐπιχείρησαν ὅμως νά διδάξουν τούς πιστούς κάποιες ἀλήθειες μέ τή στάση τοῦ σώματός της. Τήν ἔβαλαν λοιπόν νά στέκεται καί νά κρατάει τόν Κύριο καί Λυτρωτή μας μέ κάποιους δεδομένους τρόπους. Αὐτούς τούς τρόπους τούς πλούτισαν μέ μικρές παραλλαγές, ἀλλά γενικά τούς φύλαξαν μέ προσοχή καί τούς παρέδωσαν ἀναλλοίωτους καί στούς σύγχρονους καλλιτέχνες. Ἔτσι διαμορφώθηκαν καί οἱ εἰκονογραφικοί τύποι τῆς Παναγίας.
Ὁ πρῶτος εἰκονογραφικός τύπος τῆς Κυρίας Θεοτόκου εἶναι ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς «Πλατυτέρας τῶν οὐρανῶν» ἤ, ὅπως ἀλλιῶς λέγεται, τῆς «Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν», ἐπειδή ἐκεῖ τόν πρωτοσυναντοῦμε ὡς ὁλοκληρωμένο τρόπο ἀπεικονίσεως τῆς Θεοτόκου. Σ' αὐτόν τόν εἰκονογραφικό τύπο ἡ Παναγία ἀπεικονίζεται σέ κατά μέτωπον ἀπεικόνιση, καθιστή ἤ ὄρθια, μέ σηκωμένα τά χέρια ἤ μέ κατεβασμένα, μόνη της ἤ μέ τό Χριστό ἀγκαλιά, ἄλλες φορές μέ τή συνοδεία ἀγγέλων καί ἄλλες φορές ὄχι. Αὐτός ὁ εἰκονογραφικός τύπος προέρχεται ἀπό τήν παράσταση τῆς Ἀναλήψεως. Ἡ Ἀνάληψη, ὡς γεγονός πού προαναγγέλλει τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε νά ζωγραφίζεται ἀπό πάρα πολύ νωρίς. Αὐτό διότι ἡ Ἐκκλησία ζεῖ πάντοτε μέ τήν προσδοκία τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Στήν εἰκόνα της Ἀναλήψεως κάτω ἀπό τόν Ἀναληφθέντα Χριστό ἔχει κεντρική θέση ἡ Μητέρα Του. Ἐκείνη στέκεται στόν κεντρικό ἄξονα τῆς εἰκόνας, ὀρθή, ἀνάμεσα σέ δύο ὁλόλευκους ἀγγέλους, καί μέ τά χέρια της σηκωμένα σέ ἱκεσία. Ἡ παρουσία της στό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως, ἄν καί δέν μαρτυρεῖται ἀπό τά εὐαγγέλια, στήν εἰκονογραφία ἔχει ἕνα σημαντικότατο συμβολικό χαρακτῆρα. Ἡ Θεοτόκος στέκεται ἐκεῖ, ἀνάμεσα στό δεδοξασμένο Θεάνθρωπο Λυτρωτή καί Υἱό της καί στό πεσμένο καί ἁμαρτωλό ἀνθρώπινο γένος. Μόνη αὐτή, ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους, ὑψώνει τά χέρια της καί ἱκετεύει γιά τή σωτηρία μας. Στούς πρώτους χριστιανικούς ναούς ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως ζωγραφιζόταν μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Ἐπειδή τότε δέν ὑπῆρχε ἀκόμη ὁ τροῦλος, γιά νά μπεῖ μέσα σ' αὐτόν ὁ Παντοκράτορας, ὁ Ἀναληφθείς Κύριος εἶχε τή θέση περίπου τῆς σημερινῆς Πλατυτέρας. Ὅταν ὅμως ἀναπτύχθηκαν καί οἱ ὑπόλοιπες παραστάσεις ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως πῆρε τή θέση της στόν εἰκονογραφικό κύκλο, συνεχίζοντας ὅμως νά ζωγραφίζεται μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή πάντοτε ζεῖ μέ τήν προσδοκία τῶν ἐσχάτων, ζωγραφίζει τό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως σ' ὅλο τό μῆκος καί τό πλάτος τῶν Ναῶν της κατά ἕνα τρόπο μυστικό, ὁ ὁποῖος δέν φαίνεται μέ μία πρώτη ματιά. Ἔτσι λοιπόν βάζει τόν Ἀναληφθέντα Χριστό στήν κορυφή τοῦ τρούλου καί τοῦ δίνει τό ὄνομα «Παντοκράτορας», ζωγραφίζει τούς δώδεκα μαθητές Του στό κεντρικό κλῖτος τοῦ Ναοῦ καί ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους στούς ὑπολοίπους τοίχους νά ἐκπροσωποῦν τό γένος τῶν πιστῶν, τόν καινούριο περιούσιο λαό Του, ὅλοι μαζί νά δοξάζουν τόν Παντοκράτορα καί νά ὑμνοῦν Ἐκεῖνον πού πρόκειται, ὅπως δοξασμένα ἔφυγε, ἔτσι καί δοξασμένα νά ἐπιστρέψει «κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Ἕνα μοναδικό πρόσωπο ὅμως τό τοποθετεῖ μεταξύ ἀνθρώπων καί Θεοῦ. Σ' αὐτό τό μεσόριο διάστημα, ἐκεῖ πού ἡ λάσπη τῆς γῆς ἑνώνεται μέ τό φῶς τοῦ οὐρανοῦ, στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τοποθετεῖται ἡ Κυρία Θεοτόκος ὡς «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν». Ἡ μορφή της εἶναι ἀκριβῶς ἴδια μέ τή μορφή της στήν παράσταση τῆς Ἀναλήψεως. Ἄλλοτε εἰκονίζεται ὄρθια καί σέ στάση ἱκεσίας, μέ τά χέρια ὑψωμένα σέ μία ἀδιάκοπη προσευχή γιά τό χατίρι μας! Ἄλλοτε εἰκονίζεται καθιστή σέ λαμπερό θρόνο μέ τά χέρια κατεβασμένα νά πλησιάζουν πρός τό Χριστό, χωρίς νά τόν ἀγγίζουν, νά μᾶς κοιτάζει μέ ἀγάπη σάν μάνα πού παρακολουθεῖ τά παιδιά της. Ἄλλοτε εἶναι μόνη της καί ἄλλοτε περιβάλλεται ἀπό δύο ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι σκύβουν εὐλαβικά πρός τή μεριά της καί ἀποδίδουν σεβασμό σ' ἐκείνη πού εἶναι ἡ «Κυρία τῶν Ἀγγέλων» καί στέκεται ὑψηλότερα κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί Παιδιοῦ της ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Στήν ἀρχή σ' αὐτόν τόν εἰκονογραφικό τύπο ἡ Παναγία εἰκονιζόταν χωρίς τό Χριστό. Στήν πορεία ὅμως τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως προστέθηκε ὁ Κύριος σ' αὐτή τήν παράσταση τῆς Παναγίας. Τό βρέφος Ἰησοῦς ζωγραφίζεται στό ὕψος τῆς κοιλίας τῆς Παναγίας καί μοιάζει ἐκεῖ νά αἰωρεῖται μέσα στή δόξα Του, χωρίς ἡ Μητέρα Του νά Τόν κρατάει κανονικά ἤ καί νά Τόν ἀγγίζει. Σ' αὐτόν τόν εἰκονογραφικό τύπο, ὅταν ἡ Θεοτόκος εἰκονίζεται καθιστή, ζωγραφίζεται καί ὁ Χριστός καθιστός μέσα στή δόξα Του, νά ἀπολαμβάνει τόν ἔμψυχο θρόνο τῆς μητρικῆς γαστέρας κατά τόν τρόπο πού φωνάζουμε στόν κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου: «χαῖρε θρόνε πύρινε τοῦ Παντοκράτορος».
Ὁ δεύτερος εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς Ὁδηγήτριας. Ἐδῶ ἡ Παναγία μέ τό ἕνα χέρι της κρατάει τό Χριστό καί τό ἄλλο τό ἀκουμπάει ἐλαφρά πάνω ἀπό τό στῆθος καί τήν καρδιά της δείχνοντας μέ τά δάχτυλα πρός τό Λυτρωτή πού ἔχει στήν ἀγκαλιά της. Ὀνομάστηκε Ὁδηγήτρια, ἐπειδή δείχνει πρός τό Χριστό καί ἡ στάση τοῦ σώματός της ὁδηγεῖ πρός τό Σωτῆρα. Αὐτός ὁ εἰκονογραφικός τύπος χρησιμοποιεῖται κυρίως γιά τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου πού βάζουμε στό τέμπλο. Κατά τήν παράδοση ἔτσι ζωγράφισε τήν Παναγία ὁ Λουκᾶς, γι' αὐτό καί ψάλλουμε στή Μικρή Παράκληση: «Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μή προσκυνούντων τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν, τήν ἱστορηθεῖσαν ὑπό τοῦ ἀποστόλου, Λουκᾶ ἱερωτάτου, τήν Ὁδηγήτριαν».
Αὐτός ὁ τρόπος ἀπεικονίσεως τῆς Παναγίας μᾶς διδάσκει πώς τό κύριο ἔργο τῆς Παναγίας εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει πρός τό Λυτρωτή. Μέ τό χέρι της μᾶς δείχνει Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ κυβερνήτης τῆς ἱστορίας καί τοῦ σύμπαντος. Μέ τή στάση της μᾶς προτρέπει νά στραφοῦμε στό Σωτῆρα Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ τή λύτρωσή μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί τή θέωσή μας. Ἐπίσης μᾶς διδάσκει καί τήν ταπείνωση, διότι ἐκείνη προσπαθεῖ νά περάσει μέ τό σῶμα της στό παρασκήνιο, γιά νά βγεῖ στό προσκήνιο ὁ Ὑίος της καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς διδάσκει ἐπίσης καί τό δικό μας ρόλο, ὁ ὁποῖος εἶναι, ἀφοῦ ὁδηγηθοῦμε ἐμεῖς πρός τό Λυτρωτή, νά μή σταθοῦμε ἐμπόδιο γιά ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά νά προσπαθήσουμε νά ὁδηγήσουμε ὅσο μποροῦμε περισσότερος πρός Ἐκεῖνον πού μᾶς περιμένει ὅλους. Ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς Ὁδηγήτριας ἔχει μία σοβαρότητα καί μία ἀπουσία ἔντονου συναισθήματος, ἀφοῦ στή θέση τοῦ συναισθήματος ἔβαλε περισσότερο τό χρέος. Πολλές φημισμένες καί θαυματουργές εἰκόνες ἀνήκουν σ' αὐτόν τόν εἰκονογραφικό τύπο. Ὁδηγήτρια εἶναι ἡ Ἱεροσολυμίτισσα, ἡ Σουμελᾶ, ἡ Προυσιώτισσα, ἡ Γοργοϋπήκοος ἡ δική μας ἡ Ξενιά καί βεβαίως πολλές ἀκόμη.
Τρίτος εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας εἶναι αὐτός τῆς Γλυκοφιλούσης. Ἐδῶ ἡ Θεοτόκος παριστάνεται νά κρατάει μέ στοργή τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος τήν ἀγκαλιάζει μέ τό δεξί Του χέρι ἤ τή χαϊδεύει τρυφερά στό μάγουλο. Ἡ Θεοτόκος γέρνει ἐλαφρῶς τό κεφάλι της πρός τόν Υἱόν της καί ἔχει ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο γεμᾶτο εὐπρέπεια. Αὐτός ὁ εἰκονογραφικός τύπος εἶναι ὁ πιό συναισθηματικός, πού ξεχειλίζει ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀγάπη μητέρας καί παιδιοῦ καί ἀπό ὑπέρμετρη τρυφερότητα. Ἡ Παναγία, καθώς ἀκουμπάει τό μάγουλό της στό μάγουλο τοῦ Υἱοῦ της, σίγουρα μᾶς δίνει τήν αἴσθηση ὅτι τοῦ σιγοψιθυρίζει τρυφερά λόγια γεμᾶτα στοργή, ἀλλά καί τοῦ μεταφέρει καί τούς δικούς μας ψιθυρισμούς, τά αἰτήματα καί τούς καημούς μας. Ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα εἶναι ἀπό τίς πιό ἀγαπημένες τῶν πιστῶν, διότι ἐκφράζει τά ἐντονότερα καί ὡραιότερα αἰσθήματα τῆς μητρότητας, ἀλλά καί τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ Παιδιοῦ πρός τό ἱερό πρόσωπο τῆς Μάνας. Ἡ προσωπική σχέση ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο πού κάνει ἀπόλυτη ὑπακοή καί στό Θεό πού κάνει τήν ἀπόλυτη συγκατάβαση καί σώζει τόν ἄνθρωπο ἐκφράζεται μέ τόν εἰκονογραφικό τύπο τῆς Γλυκοφιλούσης. Αὐτή ἡ σχέση ἐκφράζεται μέ μία λέξη, μέ τή λέξη γλυκό. Τούτη ἡ γλυκύτητα εἶναι τό χαρακτηριστικό στό πρόσωπο κάθε ἀληθινοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τή γεύθηκε ἀπό μόνος του στήν ἕνωσή του μέ τό Θεό, τή μεταφέρει ἄθελά του καί σέ κάθε ἐπαφή μέ τούς συνανθρώπους του. Ὅταν λοιπόν κάποιος βγάζει μία ξινίλα ἤ μία πικρία πρός τά ἔξω, τότε βρίσκεται ἀκόμη μακριά ἀπό τό γλυκύτατο Ἰησοῦ καί δέν ἔχει ἀκόμη ἀπολαύσει τό ὡραῖο φίλημα τῆς Γλυκοφιλούσης.
Σ' αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ποῦμε πώς ἡ Γλυκοφιλοῦσα μυστικά μᾶς κάνει λόγο γιά τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή σταυρική Του θυσία. Ἡ Γλυκοφιλοῦσα δέν εἶναι ἁπλῶς μία Παναγία πού κρατάει μέ τρυφερότητα τόν Ἰησοῦ στήν ἀγκαλιά της. Εἶναι μία Παναγία πού κρατάει στήν ἀγκαλιά της Ἐκεῖνον πού πρόκειται νά σταυρωθεῖ καί ν' ἀναστηθεῖ γιά τή σωτηρία μας. Πῶς φαίνεται ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στήν εἰκόνα τῆς Γλυκοφιλούσης; Φαίνεται στή γυμνή φτέρνα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Τί σχέση ἔχει τώρα ἡ γυμνή φτέρνα τοῦ μικρούλη Χριστοῦ μέ τή σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του; Εἶναι ἡ μυστική γλῶσσα τῆς εἰκονογραφίας πού πρέπει νά ξεκλειδώσουμε. Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, τήν ὥρα πού ἡ παλαιά Εὔα χάνει τόν Παράδεισο, ὁ Θεός δίνει μία εὐχάριστη πρόβλεψη. Καθώς ἀπευθύνεται πρός τόν ὄφιν τοῦ λέει: « καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». Ὁ μακρινός ἀπόγονος τήν παλαιᾶς Εὔας, εἶναι ὁ Υἱός τῆς νέας Εὔας, ὁ Χριστός. Τό φίδι εἶναι ὁ διάβολος. Τό διπλό χτύπημα, πού γιά τό διάβολο εἶναι ἡ καταστροφή του, ἐνῶ γιά τό Χριστό ἕνα μικρό ἄγγιγμα στή φτέρνα, εἶναι ἡ Σταύρωση. Μέ τό Σταυρό ὁ Κύριος καταργεῖ «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τόν διάβολο» καί μέ τήν Ἀνάστασή Του πραγματικά συντρίβει τήν κεφαλή, δηλ. τό ἀποκορύφωμα τοῦ δαιμονικοῦ ἔργου, πού εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ ἁγιογράφος λοιπόν, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὅλη αὐτή τή θεολογία τῆς σωτηρίας μας, μᾶς δείχνει στήν εἰκόνα τῆς Γλυκοφιλούσης τό μικρό Χριστό μέ γυμνή τή μία του φτέρνα καί μάλιστα στραμμένη ἐπιδεικτικά πρός ἐμᾶς. Βάζει αὐτή τήν προαγγελία τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, διότι ἐκείνη εἶχε λάβει γνώση γιά τό πάθος τοῦ Υἱοῦ της ἀπό τόν Συμεών τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς. Τήν ὥρα πού τῆς ἐπιστρέφει τό βρέφος τῆς λέει μία φρικτή γιά τή μάνα προφητεία: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία». Ἡ Παναγία λοιπόν, καθώς κρατάει στήν ἀγκαλιά της τό μικρό Χριστό, ξέρει τί πρόκειται νά ἐπακολουθήσει καί πόσο ἐκείνη θά πονέσει σάν μάνα γιά τή θυσία καί τό θάνατό Του.
Ὁ τελευταῖος εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα. Σ' αὐτόν ἡ Παναγία ζωγραφίζεται μόνη της, χωρίς νά κρατάει στήν ἀγκαλιά της τό λατρεμένο της Υἱό. Εἶναι ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας Δεομένης. Ἡ Δεομένη ζωγραφίζεται στραμμένη στά πλάγια, συνήθως μέ τά χέρια της ἐλαφρῶς σηκωμένα σέ στάση δεήσεως καί προσευχῆς, σέ σχῆμα παρακλητικό. Τίς περισσότερες φορές στέκεται δίπλα στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά δεξιά Του καί τόν παρακαλεῖ γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ προσευχή εἶναι τό κύριο ἔργο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ἐκείνη μέ τήν προσευχή της ἑνώθηκε μέ τό Θεό, ἀκύρωσε τήν κατάρα τῆς Εὔας καί ἔγινε, ὡς νέα Εὔα, μητέρα τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς. Τώρα στραμμένη συνεχῶς πρός τήν ὄντως Ζωή προσεύχεται συνεχῶς γιά μᾶς. Μέ τή δέησή της ἀκυρώνει τίς δικές μας ἀπροσεξίες, συμπληρώνει τίς δικές μας ἀνάξιες προσευχές καί διορθώνει τά λάθη μας, πού μυρίζουν θάνατο καί φθορά. Μᾶς καλεῖ μέ τό παράδειγμά της νά γίνουμε ἄνθρωποι ἀδιάκοπης προσευχῆς. Νά συνομιλοῦμε μέ τό Θεό ὄχι μόνο γιά τούς γνωστούς καί τούς οἰκείους, ἀλλά καί νά τόν ἱκετεύουμε «ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου», γιά νά ἀνοίγει τούς κρουνούς τῆς ἀγάπης Του καί νά εὐλογεῖ τήν ὕπαρξη καί τήν πορεία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ εἰκονογραφικοί τύποι πού περιγράψαμε δέν ἔχουν στατικό χαρακτῆρα. Μέ τό δυναμισμό πού χαρακτηρίζει τόν ἑλληνικό μας πολιτισμό δημιουργήθηκαν πολλές παραλλαγές τους, ἀνάλογα μέ τό τί ἤθελε νά ἐκφράσει ἤ νά διδάξει κάθε φορά ὁ ἁγιογράφος. Οἱ ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς Παναγίας εἶναι ἀδύνατον νά μετρηθοῦν. Κάθε μία ἀπό αὐτές ἀποτυπώνει τό θεωμένο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἕνα ἀνοικτό βιβλίο γεμᾶτο πίστη καί ζωντανή διδασκαλία. Κάθε εἰκόνα εἶναι ἕνα ζωντανό παράθυρο στήν αἰωνιότητα καί στή σωτηρία. Ἡ Παναγία εἶναι μία, παρότι οἱ εἰκόνες της εἶναι ἀμέτρητες. Δέν ἔχει σημασία ποιά εἰκόνα προσκυνοῦμε. Τό πανάχραντο πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου εἶναι παντοῦ τό ἴδιο. Δέν πρέπει λοιπόν νά εἰδωλοποιοῦμε κάποιες εἰκόνες καί νά δείχνουμε σ' αὐτές ὑπερβολική εὐλάβεια. Ὑπάρχει ὁ μεγάλος κίνδυνος νά πάψουμε νά τιμοῦμε τό Πανάχραντο πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί νά τιμοῦμε ἀντικείμενα, σά σύγχρονοι εἰδωλολάτρες. Ὑπάρχει ἐπίσης ὁ μεγάλος κίνδυνος νά πέσουμε θύματα κάποιων ἐπιτηδείων. Χριστέμποροι ἀδίστακτοι, πού προσπαθοῦν νά κερδίσουν χρῆμα καί δόξα, πουλᾶνε στούς ἀφελεῖς τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Παρουσιάζουν ὡς κάτι ξεχωριστό κάποιες εἰκόνες, εἰδικά τῆς Παναγίας, ἐνῶ ἀποσιωποῦν τεχνηέντως πώς ὅλες οἱ εἰκόνες της ἔχουν τήν ἴδια χάρη καί τήν ἴδια δύναμη. Ἐκεῖνο πού ἐνεργοποιεῖ τή χάρη τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ δική μας πίστη καί ὄχι μία μαγική δύναμη πού κρύβεται μέσα στήν εἰκόνα σάν σέ μαγικό σεντούκι.
Ἐπίσης εἶναι σωστό νά ξεκαθαρίσουμε πώς ἡ ἀληθινή λατρεία ἀπευθύνεται μόνο στό Θεό. Τήν Παναγία μας τήν τιμοῦμε, ἀλλά δέν τή λατρεύουμε. Ἡ Μεγάλη Μάνα μας ἐργάζεται γιά μᾶς στόν Υἱόν της. Διαμεσολαβεῖ γιά τίς ὑποθέσεις μας. Δέν τακτοποιεῖ ἐκείνη τά θέματά μας. Ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας μας διαχειρίζεται ἀποκλειστικά ὅλα τά ζητήματά μας. Οἱ πρεσβεῖες της βεβαίως βοηθοῦν ἀποφασιστικά. Στό τέλος ὅμως αὐτός πού ἐνεργεῖ εἶναι ὁ Θεός, ὄχι ἡ Κυρία Θεοτόκος. Αὐτό δέν σημαίνει πώς δέν ἀναγνωρίζουμε τό ρόλο τῆς Παναγίας στή σωτηρία μας. Τήν ὁμολογοῦμε Θεοτόκο καί ξέρουμε πώς ἡ ὀντολογική της ἕνωση μέ τό Θεό γίνεται ἀπαρχή σωτηρίας γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ δική της θεωμένη σάρκα γίνεται τό πρότυπο τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς οὐσιαστικῆς ἑνώσεως μέ τό Θεό. Ἄρα δέν εἶναι σωστό νά λέμε «Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», διότι τήν ὑποτιμοῦμε. Αὐτό τό λέμε μόνον γιά τούς Ἁγίους, πού ἀκόμη δέν ξέρουμε σέ ποιά μέτρα θεώσεως βρίσκονται. Γιά τήν Παναγία φωνάζουμε τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», στήν Παράκληση καί στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, διότι ξέρουμε ὅτι ἡ δική της θέωση τήν ἔχει φέρει τόσο κοντά στό Θεό, ὥστε νά κατέχει τά «δευτερεῖα τῆς Θεότητος» καί νά εἶναι μόνη αὐτή «μετά τόν Θεόν θεός».
Ἡ πλούσια ὀρθόδοξη εἰκονογραφική μας Παράδοση μᾶς χάρισε ἀληθινά ἀριστουργήματα πίστεως καί εὐλαβείας. Κάθε εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι μία ζωγραφική διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Μέσα δηλ. ἀπό κάθε εἰκόνα της ὁμολογοῦμε τήν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἔτσι καταλαβαίνουμε γιατί τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας δέν τιμοῦμε τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὡς ἱστορικό γεγονός, ἀλλά τιμοῦμε, μέ ἀφορμή αὐτό τό ἱστορικό γεγονός, τήν ἀναστήλωση καί ἐπιβίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Ἀναγνωρίζουμε πώς μόνον διά τῆς ὀρθῆς πίστεως μποροῦμε νά προχωρήσουμε καί στήν ἀληθινή θεογνωσία. Τό ὀρθόδοξο δόγμα δέν εἶναι περιχαράκωση καί ἀποκλεισμός. Εἶναι ἄνοιγμα καί ἀγαπητική ἔξοδος, εἶναι πρόσκληση «ἔρχου καί ἴδε», εἶναι πρακτικός ἀγώνας προσευχῆς καί ἀγάπης, ὅπως τόν ἔδωσε καί τόν δίνει ἡ Παναγία. Γι' αὐτό τά χέρια της ὑψώνονται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τό βλέμμα της ἀγκαλιάζει ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀπολαμβάνουμε λοιπόν τή μητρική στοργή καί προστασία εἴτε ἀπό τό ὕψος τῆς Πλατυτέρας, εἴτε ἀπό τό διδάγματα τῆς Ὁδηγήτριας, εἴτε ἀπό τήν τρυφερότητα τῆς Γλυκοφιλούσης, εἴτε ἀπό τήν ἱκεσία τῆς Δεομένης. Μακάρι αὐτή τή Μάνα νά μήν τήν πικραίνουμε μέ τή συμπεριφορά μας, ἀλλά μέ τόν πνευματικό μας ἀγῶνα νά τῆς δίνουμε τό θάρρος νά προσεύχεται γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε μαζί της νά γευθοῦμε καί τή σωτηρία μας. Ἀμήν.